Fractal

Ποίηση για κεφαλαιώδη ζητήματα ζωής

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

«Χειμερία Ζάλη» της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2017

 

Ραγισμένη κρούστα

Φέτος δεν έχουμε βροχές

είπες

Κοιτάζοντας τη ραγισμένη κρούστα του καιρού

Σκάβει πολύ ο ήλιος το περίβλημά μας

Τόσο που απρόσεχτα εξακοντίζει τον Θεό

στα δώματα της απουσίας του

Ύστερα

εσύ

εγώ

μια κλίση προς τα άνω

αβεβαιότητας

Και το εμείς στο πρώτο πρόσωπο ενικού

Ευθύβολη, συμβολική, στοχαστική, ξεκάθαρα περιγραφική και πάντοτε υπαρξιακή είναι η ποίηση της  Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου και σε αυτήν τη συλλογή, που τιτλοφορείται «Χειμερία Ζάλη» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, το 2017.                                                                 Η εν λόγω συλλογή αποτελεί την έβδομη της ποιήτριας, που θεωρώ και την πιο ώριμη- αν και  προέκταση των προηγούμενων, αφού και σε ετούτα τα ποιήματά της ανιχνεύεται ο ποιητικός στοχασμός της ποιήτριας πάνω θέματα που είναι φανερό ότι την απασχολούν, με κυρίαρχους ‘τόπους’ τη διάψευση, τη φθορά, τον χρόνο, τον ψυχικό θάνατο, την παγωνιά που συνοδεύει την απώλεια των αγαπημένων και πάντα με μια γλώσσα βαθιά, καλοδουλεμένη, πολύσημη, με πλούσια λογοτεχνικά σχήματα και μεταφορές που στοχεύουν κατευθείαν στις συνειδήσεις των αναγνωστών της.  Ενώ η ευκολία με την οποία περνά απρόσκοπτα από το ρεαλιστικό στο ονειρικό, ή υπερρεαλιστικό στοιχείο, από το ατομικό στο συλλογικό δίνουν στα ποιήματα της ιδιαίτερη χροιά και αξία.

Στην ποίηση της Ελένη Αρτεμίου διακρίνει κανείς σημαντικά στοιχεία της μοντερνιστικής ποίησης από τα οποία ξεχώρισα την εικονοποιεία και το δραματικό στοιχείο της γραφής, η κάθε έννοια που χρησιμοποιεί, η κάθε εικόνα γεννά πάμπολλους συνειρμούς και ερμηνείες. Η ποιήτρια αποτυπώνει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη θέαση της για έναν κόσμο που έχει πια αλλάξει ριζικά, κι έχει αποστερηθεί το ανθρώπινο στοιχείο της, αποτυπώνει δηλαδή τις σκέψεις της, ενίοτε τους φόβους και τους προβληματισμούς της για μια κοινωνία και μια εποχή που έχει αλλάξει δραστικά κι όπου το ουσιώδες έχει αντικατασταθεί από το εφήμερο,  το ειλικρινές από το δήθεν, αλλά πάνω απ όλα καταθέτει σκέψεις και συλλογισμούς της για την πολυπλοκότητα της ίδιας της ύπαρξης που είναι συχνά συνυφασμένη με τη μοναξιά, τη βαθιά απογοήτευση, τη θλίψη και τη διάψευση. Ταυτοχρόνως είναι ποίηση που χαρακτηρίζεται από περίσσεια ευαισθησία, αυθεντικότητα, αμεσότητα, κι  απέχει από την  επιτήδευση που συχνά πυκνά συναντώ στις ποιητικές συλλογές ποιητών της δικής της γενιάς, και παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται αυτοναφορική, εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει την ιδεολογική και κοινωνιολογική τους διάσταση/ προσέγγιση της σε κεφαλαιώδη θέματα που επιλέγει να θίξει,  όπως και την κριτική που ασκεί –πάντα με ευγένεια και ευαισθησία- τα κακώς κείμενα μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από τη ρηχότητα και την υποκρισία. Το ποίημα της «Μιας χρήσεως» συγκεντρώνει αρκετά από αυτά τα στοιχεία, ενώ είναι φανερό ότι απευθύνεται στον αποδέκτη της, καθιστώντας κοινωνό της εμπειρίας της, «Το ξέρω πως είναι η εποχή της μίας χρήσεως/Κάθε πρωί περιμαζεύουμε τα χαρτομάντιλα της λύπης /από πεζοδρόμια χωρίς πόδια /από παράθυρα δίχως πρόσωπα/Οι άνθρωποι υπάρχουν πια χωρίς τα ίχνη τους./Ολόκληροι ένα δάκρυ που εξατμίζεται στα υπόγεια της θλίψης.»

Η ποίηση της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου διακρίνεται από τη δύναμη του υπαινιγμού, την πυκνότητα του λόγου, την χρήση εύστοχων  μεταφορών και μοτίβων που αναδεικνύουν την ένταση των συναισθημάτων της, Τα αδιέξοδα του σύγχρονου άνθρωπου αποτυπώνονται με ενάργεια στα περισσότερα ποιήματα, ενώ είναι  αισθητή η απογοήτευση και η θλίψη της για την έλλειψη μιας αυθεντικής ζωής, και για όλα εκείνα  που έμειναν ανεκπλήρωτα, ή μας διέψευσαν οικτρά.

Η ευαισθησία της σε κοινωνικά θέματα καθρεφτίζεται καθαρά και στο ποίημα της με τίτλο Ισορροπία αστάθειας. « Σκέφτομαι πως έρχονται οι έρωτες / σαν αρπαγή της νύχτας /Σαν ανάληψη κυρίου σκοπού/στα ύψη που καραδοκεί το μυστηριακό του θείου/ Ξέρουν οι νύχτες να φοράνε/το προσωπείο μιας παλιάς μας ευκαιρίας/ Ξέρουν για ώρες να υποδύονται το ανέμελο /Τα πρωινά, όμως, /περνάει μια γριά κάτω απ’ το παράθυρό μας /σκελετωμένη από έλλειψη ευτυχίας /Τη βλέπουμε να σκύβει στους σκουπιδοτενεκέδες /Να κτενίζει με τα μάτια /τόσα ξέμπλεκα φίδια των ονείρων μας/Κι ύστερα από ώρες των αιώνων /νηστική και διψασμένη αποχωρεί /σέρνοντας με κούραση /ις σκέψεις της /Απ’ το υστέρημα /κανείς δεν δίνει /Μες στο υστέρημα. /ουδείς λαμβάνει /Ισορροπία που συντηρεί μονίμως την ασταθή διέλευση του βίου μας

Η ‘λεπτή ειρωνεία είναι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής κάτι που συνάδει απόλυτα με το υφολογικό και θεματικό προσανατολισμό τους. Το ποίημα της  Η θεία κοινωνία της μέρας  είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, «Πάρε ψωμί, πάρε αντίδωρο /Βρέξε τη σκέψη με κρασί /Μέθυσε την πίκρα/Και κάτσε ύστερα να την ακούς να τραγουδάει /Είναι μια θεία κοινωνία τούτη η μέρα /Προτού τη συναντήσουμε νηστέψαμε για μέρες /Μείναμε μακριά από τη χαρά /σαν ασκητές μιας άγνωστής μας κρύπτης/Περπατήσαμε με άγρια θηρία/Χαϊδέψαμε αναπάντεχες ανεμώνες /μες στα χωράφια που τα έσπερνε η ανάγκη επιβίωσης /Τα βράδια ερχόταν πάντα ένας ψαλμός/ κρατώντας τον ρόγχο από τον τελευταίο θάνατο μαρτύρων /Τότε πέφταμε αυθόρμητα στο πάτωμα /λες και μας έσπρωχνε ένα σέβας ή ένας φόβος.

Και βέβαια σε μια υπαρξιακή ποίηση δεν εκλείπουν ποτέ έννοιες όπως ο  Χρόνος και η φθορά που επιφέρει,  Η ποιήτρια διαχειρίζεται εξαιρετικά την έννοια του Χρόνου δημιουργώντας εικόνες φτιαγμένες από φράσεις ή λέξεις-κλειδιά, ή μοτίβα και αναγνωρίσιμα σύμβολα. Για παράδειγμα στο ίδιο ποίημα αναφέρει, «Ποιος τα ξεχώρισε ποτέ τα δυο /Τα σύνορα εύκολα κανείς διαβαίνει / όταν κινείται ανάμεσά τους σαν ταλάντευση εκκρεμούς /Ρολόι σπασμένο από τον ίδιο τον χρόνο…/ /Προσκυνούσαμε λοιπόν και ετοιμαζόμασταν/ για τούτη τη μεγάλη εικόνα αναστάσεως /Όταν εμπρός της θα βρισκόμασταν /να ήμασταν έτοιμοι /με μια φωνή ρομφαία που διαπερνά τα σκότη/νηστικοί και διψασμένοι αεί να ψάλλουμε/Αλληλούια ..

Ενώ για την τραγικότερη απώλεια, και τον θάνατο ενός αθώου παιδιού, περιγράφει μια ονειρική εικόνα που μοιάζει σαν να έχει εξαχθεί από το υποσυνείδητο. Στο ποίημα της ‘Περίεργο χαμόγελο’ περιγράφει  « Ένα παιδικό κοιμητήριο /με επισκέπτεται συχνά τις νύχτες/ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο/Μικρά άσπρα φέρετρα /με προσωπάκια που χαράχτηκαν με ένα περίεργο χαμόγελο/από λεπίδα που έκοβε εκ γενετής το αιώνιο /Και δίπλα στέκονται άλλα μικρά παιδιά/καλοντυμένα /έτοιμα λες για ταξίδι χωρίς αποσκευές /χωρίς μια κούκλα να νταντέψουν…»

 

Η φθορά του χρόνου αποτυπώνεται εξαιρετικά και στους παρακάτω στίχους  «Όσο πιο πολύ συρρίκνωνε ο χρόνος το κορμί της/τόσο πιο πολύ μεγάλωνε το βλέμμα της /Γινότανε η ίριδα μια τεράστια σπηλιά να χώσει μέσα όλα τα θηρία/ που γεννούσανε τον τρόμο/για το δάσος δίχως δέντρα αειθαλή /Ώσπου κάποιο βράδυ /ένας αγέρας χτύπησε τη σκέψη /Ένας βαρύς χειμώνας ξεσηκώθηκε με κατακόκκινο το χιόνι /Και βγήκε έξω η γιαγιά/βάζοντας στα χείλη λίγο χιόνι για κραγιόν/Ήτανε τόσο πολύ το κρύο/Και τόσο λίγη η θέρμη από το άγνωστο /Συστολή του συναισθήματος /Διαστολή του πεπρωμένου /Ακαριαίο το τέλος /Από τότε κάθε φορά/ που κοιτάω το μαντίλι της /άγραφο ακόμα /–αθώα δυστυχές– /ξέρω πως κάπου ένα περίεργο άστρο ταξιδεύει /κόκκινο όσο τα χείλη που δεν μάτωσαν ποτέ /

σε έναν ωραίο πόλεμο ζωής.»

 

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

 

Τέλος, ο  έρωτας που συγκροτεί κι αυτός έναν από τους τόπους της ποιητικής δημιουργίας της ποιήτριας, προσεγγίζεται  κι αυτός υπαρξιακά. Ο έρωτας στην ποίηση της Ελένης Αρτεμίου  δεν εξιδανικεύεται, αντιθέτως συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την αυταπάτη και τις ψευδαισθήσεις.. Ενώ ακόμα συχνότερα είναι συνυφασμένος με τον θάνατο, που για την ποιήτρια αποτελεί ένα είδος εγκατάλειψης και  προδοσίας. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται εύστοχα στο ποίημα της που επιγράφεται Τριάντα μέρες αργύρια «….. Πότε έφυγες δεν ειδοποίησες;/Ο καφές άχνιζε ακόμα στο τραπέζι /και τα πουλιά πηγαινοέρχονταν /να φτιάξουν τη φωλιά /για έναν Αύγουστο ακόμα /Τουλάχιστον να έδινες την απαραίτητη /ενός μηνός προειδοποίηση/ Να ’χω τριάντα μέρες αργύρια/ να εξαγοράσω τον προδότη χρόνο…»

Κατά αυτόν τον τρόπο ξετυλίγεται η ποίηση της Ελένης Αρτεμίου- Φωτιάδου, ποίηση που  ξεφεύγει από το στενό ατομικιστικό πλαίσιο της αυτοαναφορικής ποίησης και θίγει κεφαλαιώδη ζητήματα ζωής  πάντα με μια αξιοθαύμαστη εσωτερικότητα και ευαισθησία. Κλείνοντας τη σύντομη αυτή περιήγηση παραθέτω μερικά ποιήματα της συλλογής που ξεχώρισα:

 

 

Νομάδες

 

Πρωτόγονοι είμαστε ακόμα, λες

Κοιμόμαστε στις ευκαιριακές σπηλιές μας

σαν νομάδες που φοβούνται να κατοικήσουν

ένα δυνατό συναίσθημα

Τις νύχτες

ζωγραφίζουμε επάνω στα τοιχώματα της σκέψης

ένα μικρό ελαφίσιο όνειρο

να τρέχει ανυπεράσπιστο στη σαβάνα του κόσμου μας

Κι όταν μας παίρνει ο ύπνος πλάι στα βέλη χέρια μας

ονειρευόμαστε πως γίνεται το θήραμα της επόμενης μέρας

Το τρόπαιο που θα σηκώσουμε ψηλά

για όλο αυτό τον μακρύ δρόμο ουτοπίας

Νομάδες είμαστε, μου λες

Άστεγες πάντα οι μεγάλες μας αγάπες

με ένα ρίγος από κρύο ή πυρετό

 

 

 

Έκρηξη του ατελούς

 

Τα απογεύματα

τι λίκνο, αλήθεια, της μνήμης

καθώς ο ήλιος αφοπλίζεται

και μια μάχη ακόμα τελειώνει

μέσα στην έκρηξη του ατελούς

Τα μικρά σύννεφα καμώνονται πως αύριο δεν θα μεγαλώσουν

Θα αψηφήσουν τους κανόνες της ζωής

Θα ακολουθήσουνε μονάχα συμφωνίες του θανάτου

Για να μπορεί ο κόσμος να γυρίζει πάντα

γύρω από την προσδοκία μικρών χελιδονιών

«Από πίσω σαν ψαλίδι

Από κάτω σαν βαμβάκι

Τι είναι;»

Σκέφτεσαι καθώς γέρνει ο χρόνος και βουτάει

σαν άτσαλος κολυμβητής στη λίμνη Αχερουσία

πως άλλο δεν είναι από πληγή

που κόβει συστηματικά τα δάχτυλά σου

Ύστερα κάνει πως τα περιθάλπει

με βαμβάκι λευκό, ιαματικό

Να ’χει το κόκκινο ζωηρά να αποτυπώνεται

Ζωηρά να μετασχηματίζεται σε πάθος

Μικρή ανταπόδοση για τη μεγάλη σου ευαισθησία

σε ρωγμές βεβαιότητας

 

 

Αυτοσχεδιασμός επιβίωσης

 

Ας μη χορέψουμε απόψε αγκαλιά με το ναυάγιό μας

Στον βυθό ας ξαπλώσουμε καλύτερα ήσυχοι

παίρνοντας βαθιές αναπνοές

Τότε τα άλλα ψάρια

θα πλησιάσουν από περιέργεια

παρά από οίκτο

 

Και τούτος ο βυθός

δεν μπορεί άλλο να βυθίζεται

στη σκηνοθετημένη λύπη

 

Ας μείνουμε λοιπόν σιωπηλοί

Στη σιωπή κλείνουν τ’ αυτιά οι Σειρήνες

Σφαλούν τα μάτια και το στόμα

Κι εμείς περνάμε αλώβητοι ακόμα μία πτώση

 

Ας αλλάξουμε ρυθμό αναπνοής την κατάλληλη στιγμή

Να μη δείχνουμε νεκροί

όταν η νύχτα επιχειρεί

έναν ακόμα αυτοσχεδιασμό επιβίωσης

 

 

Κι αυτό το σούρουπο

 

Τόσες καρέκλες αδειανές

να προσκαλούνε σώματα

που γίνανε πουλιά

Κι αυτό το σούρουπο

τόσο μαύρο στα δυο σου μάτια

που έγινα πένθος κοιτάζοντάς τα

 

 

 

 

Σύντομο Βιογραφικό σημείωμα

 

Η Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου κατάγεται από την  Αμμόχωστο και είναι  Επιθεωρήτρια  Δημοτικής Εκπαίδευσης, με μεταπτυχιακές σπουδές στον κλάδο της Εκπαιδευτικής Διοίκησης. Kατέχει επίσης τον τίτλο “Master of Arts in Literature”.  Είναι υποψήφια διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Ασχολείται  με τη λογοτεχνία καθώς και με το  ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σενάριο . Έχει εκδώσει συνολικά δεκαεννέα βιβλία, εννέα βιβλία για παιδιά , μία συλλογή διηγημάτων και εννέα ποιητικές συλλογές.  Δύο από τα παιδικά της βιβλία έχουν τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου.  Ποιήματα και διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε διάφορους πανελλήνιους διαγωνισμούς. Η ποιητική της σύνθεση « Αλεξ-ήνεμος» απέσπασε το Βραβείο Κώστα Μόντη από το Ινστιτούτο Πολιτισμού Κύπρου.

Ποιήματα και διηγήματά της έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες ή έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους.

Ασχολείται επίσης με τη θεατρική γραφή και έργα της έχουν  παρουσιαστεί στην Κύπρο και στην Ελλάδα.

Η τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο «Χειμερία Ζάλη» έχει κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Μανδραγόρας τον Οκτώβριο του 2017.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top