Fractal

«Μια κόκκινη λίμνη στα μάτια»

Γράφει η Λίλια Τσούβα //

 

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου «Χειμερία ζάλη», εκδ. Μανδραγόρας

 

Μεγαλώνει ο κόσμος τα βράδια

γίνεται μια τεράστια σκιά στον τοίχο

όμοια μ΄ ένα λουλούδι

που σχηματίζουν για αρχή δυο χέρια παιδικά

Κι όταν περάσουνε τα χρόνια

εκείνη η παλιά σκιά μεταμορφώνεται

σε πεινασμένο λύκο

 

Η ποιητική συλλογή της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου «Χειμερία Ζάλη» αποτελεί πρόκληση για τις συμβάσεις της λογοτεχνικής αναπαράστασης. Ο μετωνυμικός της λόγος εκτρέπεται διαρκώς σε γλωσσικές εκφράσεις εξαιρετικής πρωτοτυπίας. Η συλλογή, αρκετά πλούσια, με 138 ποιήματα, έρχεται να εμπλουτίσει την κυπριακή και ελληνική λογοτεχνία, εφόσον η ποιήτρια Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου, που κατάγεται από την Αμμόχωστο, έχει ήδη μια ενεργό και βραβευμένη παρουσία στα κυπριακά και ελληνικά γράμματα όχι μόνο στο χώρο της ποίησης, αλλά και της παιδικής λογοτεχνίας, όπως και του διηγήματος.

Εάν θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε όρους ψυχαναλυτικούς, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε πως η ποιήτρια Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου, στη συλλογή «Χειμερία Ζάλη», κινείται συνεχώς ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το αντιρρεαλιστικό. Αυτό το λογοτεχνικό δίπολο ο Γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν ονόμασε συμβολικό και φαντασιακό. Το συμβολικό το εντόπιζε στη ρεαλιστική λογοτεχνία, στον κόσμο της πατριαρχικής τάξης και της λογικής. Το φαντασιακό, αντίθετα, έλεγε πως είναι ο κόσμος στον οποίο η γλώσσα κινείται πέρα από τη λογική και τη γραμματική, με τον τρόπο της ποίησης.

Τα δύο αυτά πεδία στη συλλογή της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου συνυπάρχουν και συλλειτουργούν μέσα από συνεχείς επιδρομές του φαντασιακού στο συμβολικό, γεγονός που υπονομεύει τη ρεαλιστική απεικόνιση των πραγμάτων και δημιουργεί ποιήματα σαν μυθοπλασίες. Στην πραγματικότητα, η Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου, αναπαριστώντας μετωνυμικά τις καταστάσεις, μας χαρίζει μια ποιητική συλλογή ιδιαίτερα εκφραστική και παρεκκλίνουσα σε σύγκριση με τις συνήθεις  λογοτεχνικές αναπαραστάσεις.

Στην ποίησή της η γλωσσολογία κατακυριεύει τη λογοτεχνία. Η ποιητική καθίσταται τέχνη λεκτικής δομής, ενώ το ασυνείδητο- ο πυρήνας της ύπαρξής μας, σύμφωνα με το Λακάν- που είναι γλωσσικό, εξεικονίζει έναν κόσμο πέρα από την ευστάθεια του ρεαλισμού, έναν κόσμο πρωτότυπα ποιητικό.

 

ΜΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΣ

 

Είναι η μία εκείνη φορά που φτιάχνει παραμύθια

Η μια φορά σε τούτο τον καιρό της ανάγκης

Κρατάω τη μοναδικότητα

Την περιθάλπω στοργικά

ως παρακαταθήκη επανάληψης

Το ξέρω πως είναι η εποχή της μίας χρήσεως

Κάθε πρωί περιμαζεύουμε τα χαρτομάντιλα της λύπης

από πεζοδρόμια χωρίς πόδια

από παράθυρα δίχως πρόσωπα

Οι άνθρωποι υπάρχουν πια χωρίς τα ίχνη τους

Ολόκληροι ένα δάκρυ που εξατμίζεται στα υπόγεια της θλίψης

 

«Εστίαση στο μήνυμα χάριν του μηνύματος». Αυτό είναι η ποιητική λειτουργία, «η ρηματική τέχνη» ή «η τέχνη της γλώσσας», σύμφωνα με τον R. Jakobson. «Η τέχνη των λέξεων», σύμφωνα με τον Todorov. Αυτό εφαρμόζει η ποιήτρια Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου και μας χαρίζει μια γλώσσα ανοίκεια, γεμάτη συνυποδηλώσεις για θέματα καθημερινά και βαθιά ανθρώπινα. Ο λόγος εκπηγάζει δυνατός, λυρικός, με αντιθέσεις και εικονοποιήσεις, σαν κινηματογραφική ταινία. Συχνά επαναστατώντας στις ορθολογιστικές επιταγές, καθίσταται υπερρεαλιστικός, χωρίς ωστόσο ποτέ να αποσαθρώνεται, διατηρώντας πάντοτε τη γλωσσική δομή και το νόημά του. Κερδίζει έτσι σε δραματικότητα.

 

{…}

Ένα χειμώνας βαρύς ξεσηκώθηκε με κατακόκκινο χιόνι

Και βγήκε έξω η γιαγιά

βάζοντας στα χείλη λίγο χιόνι για κραγιόν

Ήτανε τόσο πολύ το κρύο

Και τόσο λίγη η θέρμη από το άγνωστο

 

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

 

Στην ποίηση της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου καθρεφτίζεται ο κόσμος μας, ο κόσμος των διαψεύσεων, της υπαρξιακής μοναξιάς, του θρυμματισμένου ονείρου. Αντανακλάται η συναισθηματική γήρανση του σύγχρονου ανθρώπου, η αίσθηση του εφήμερου που τον καταθλίβει, η συνεχής ροή που σβήνει τα ίχνη του στο πέρασμά της, η πολτοποίησή του μέσα στη μάζα. Αναρριχώμενο φυτό ο άνθρωπος, κουρασμένος από αυτά τα περιδέραια από λέξεις, τα χρυσοποίκιλτα λόγια. Ένας πόλεμος ο χρόνος με αποκλειστικότητα στα θανάσιμα όπλα. Το μοιρογνωμόνιο στραβό, μας αξιώνει πάντα με λάθος γωνίες. Άστεγες πάντα οι μεγάλες αγάπες μας, με ένα ρίγος από κρύο ή πυρετό. Βρέχει τη θλίψη,  ρίχνει καταρρακτωδώς τη λύπη κι εσύ απλώς σαν καλή νοικοκυρά του κόσμου μαζεύεις με ένα σφουγγαρόπανο όλη την πλημμύρα του πόνου.

Το σύνηθες φόντο στα ποιήματα της Αρτεμίου – Φωτιάδου είναι η νύχτα, το ματωμένο χιόνι, το κρύο, ο χειμώνας. Χειμερία η ζάλη του σημερινού ανθρώπου, του κουρασμένου από την αβεβαιότητα του ανεκπλήρωτου κόσμου, όπου η αγάπη ψάχνει το κατάλληλο ένδυμα για να μην κρυώνει, να μην καίγεται, να μη λιώνει. Σε πρώτη ζήτηση πάντα λέξεις λεπτές ευαίσθητες, αέρινες, ντυμένες πρόχειρα με χάδια της ανάγκης. Η σειρήνα μια πανάρχαια κραυγή από χορό αιώνιας τραγωδίας και στο δρόμο ένα απορριμματοφόρο γεμάτο χίμαιρες. Ζωή με έρωτα και θάνατο αντάμα.

Ποίηση εσωτερική η Χειμερία Ζάλη της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου, ενδοσκοπική, υπαρξιακή, ερωτική. Με λυρισμό και ρομαντική οπτική. Ποίηση άμεση, σε δεύτερο πρόσωπο, με λέξεις που σφηνώνονται στην καρδιά και καίνε. Με λεξιλόγιο πλούσιο, από τη θρησκεία, την οικονομία, τη ζωγραφική, τα μαθηματικά. Με παρηχήσεις, συνεχή λογοπαίγνια, παιχνίδισμα λέξεων εφευρετικό και πρωτότυπο, όπου οι γνωστές και συνήθεις εκφράσεις ανατρέπονται (Καιρός ανέστη, Αλίκη των τραυμάτων, τριάντα μέρες αργύρια). Ποίηση σιγανή, που όμως συγκλονίζει. Με αφηγηματικότητα, θεατρικότητα και ρυθμό. Για τη φθορά του ανθρώπου, της ερωτικής σχέσης, για τη ματαίωση, τη χαμένη απόληξη.

Κάνοντας χρήση της μυθικής μεθόδου, βασικής τεχνικής της μοντερνιστικής γραφής, η ποιήτρια με τους  αρχαίους μύθους προσπαθεί να εκφράσει τη σύγχρονη ιστορία.

 

ΣΕ ΑΓΟΝΟ ΝΗΣΙ

 

Άτυχος Θησέας λογιέμαι

Η Αριάδνη με εγκατέλειψε σε άγονο νησί

γεμάτο ψαροκόκαλα από προϊστορικά φτερά

Θάβει η άμμος ουρανό

σαν πέσει ένα φτερό

από ψόφια επιθυμία

Ο Μινώταυρος πλέον ξαποσταίνει

σαν γέρος ναυτικός

που τον καπνίζει ο θάνατος

και αμολάει λίγο λίγο ψηλά το ριζικό του

Κύματα άλλα δεν καταπίνω

Μονάχα αλκοόλ.

 

Η ποίηση της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου ακούγεται με άρπα και τσέλο σε όλα τα μινόρε. Την αισθάνεσαι σαν δάγκωμα σκορπιού μέσα στο λιγοστό φως της νύχτας. Συντηρεί έναν στίχο Σαχτουρικό, σπαραχτικό. Αντιστρατεύεται τους εγωτικούς ισχυρισμούς, τα ρήματα Επιμένω, Επιβάλλω, Επιτίθεμαι, που κατακλύζουν την εποχή. Αρέσκεται στο ρήμα «επιμένω», τις εμπύρετες νύχτες, όταν τα φαρμακεία της σκέψης είναι κλειστά {…} προσμένοντας παυσίπονα δισκία του ήλιου. Ψέγει τις τυπικές οικογενειακές σχέσεις, τα απογεύματα στον κήπο πίνοντας παγωμένη αφηρημάδα.

Δουλεύει με τις εποχές του έτους και απευθύνεται συχνά στη μέρα, σε δεύτερο πρόσωπο. Μέρα αν- ήμερη, Μέρα, αν- ήσουν – ήμερη, Μέρα, Με πόσες λέξεις γράφεται η πρότασή σου; Με τι σημείο στίξης δηλώνεται το στίγμα σου; {…} Μέρα, Γύρισέ με ανάποδα, Τίναξέ μου τη θέληση, {…} Μέρα, Με γέμισες τεράστιες κερκόπορτες.

Ο επιβλητικός ποιητικός κόσμος της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου στη Χειμερία ζάλη μπορεί να είναι εξπρεσιονιστικός. Μπορεί να απεικονίζεται στις αγωνιούσες μορφές της «Κραυγής», του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ, με μοτίβο τον υπαρξιακό τρόμο και χρώμα κόκκινο του αίματος. Όμως ανθίζει Δεκέμβρη μήνα, όταν οι άνθρωποι αγκαλιάζονται. Τότε, ο χρόνος αρχίζει, αντί να τελειώνει. Ο μετωνυμικός κόσμος της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου διαβαίνει τη μέρα με τα ψηλά τακούνια της αξιοπρέπειας, όσο λιθόστρωτη και αν είναι. Και βέβαια υποκλίνεται στην αγάπη.

 

Μόνο η αγάπη αλλάζει προορισμό

Μόνο η αγάπη μεταποιεί τον κόσμο

Και μια παλιά, κουρελιασμένη, παλιομοδίτικη ζωή

σε κάποια όχθη πεταμένη

γίνεται τώρα νερολούλουδο

Να στάζει μόνιμα το άγιο νάμα

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top