Fractal

Διήγημα: “Χάθηκε να φωνάξει τ΄ όνομά μου;”

Της Μαγδαληνής Θωμά // *

 

 

f12

 

Όχι, ρε άνθρωπε, δε θα το πάρεις το αποχωρητήριο, ήθελα να του πω. Εκεί το ‘βαλε η μάνα μου, εκεί και θα τ’ αφήσω, λογαριασμό θα σου δώσω; Δική μου η αυλή κι ο καμπινές, δικός μου! Επειδή είναι κοντά στο παραθύρι σου, δηλαδή; Εγώ φταίω για το σχέδιον πόλεως τώρα; Ο καμπινές στο σπίτι μέσα δεν μου κεφάρει. Εγώ θέλω να τα κάνω και να μετράω τ’ άστρα, σε πειράζει;

Γείτονας να σου πετύχει… Είδε ότι πέθανες και ποιον έφερε, νομίζεις; Θα μου στρίψει το τσερβέλο, στο θεό σου! Θα μου κλατάρει το ήπαρ και θα το ΄χει βάρος στη συνείδησή του, ο ξεφτίλας. «Αν διευκολύνεσαι…» Όχι ρε χαϊλέ, δεν διευκολύνομαι καθόλου! Τον τοπογράφο, ρε; Το διανοήθηκες καλά; Τον εγκληματία, τον τοπογράφο; Να μετρήσει τον κήπο σου για να μου πάρει απ’ τον δικό μου; Έχει, λέει, συμβόλαια… Τον κακό του τον καιρό! Να τα βάλει εκεί που ξέρει τα συμβόλαια, ο λεχρίτης. Στον κουμπαρά κολομπαρά, χεσμένος είσαι στον παρά, γκέγκε; Άμα σε θέλει το κακορίζικο, αδερφάκι μου…

Μην παραφέρομαι, έχω και την καρδιά μου. Πάω, που λες, να ξηγηθώ μαζί του, έπεσα πάνω στον τιγκιντάκια που μετρούσε την αυλή! Τέσσερα μέτρα από δω, τρία από κει, ολόκληρο ντουβάρι μας ξηλώνει -πώς είπες; Από την αρχή, δηλαδή, λάθος ήταν όλα; Ή θα βάλεις τώρα κλέφτρα τη μάνα μου. Άντε χάσου από δω, σαμιαμίδι! Τίποτα αυτουνού, ακατοίκητο. Α, ρε μάνα που ‘φυγες και μ’ επιβουλεύονται όλοι!

«Δεν θέλω να σας χαλάσω τον κήπο, κύριε Αναστάση, μα να ξέρετε ότι αυτό το κομμάτι είναι δικό μου. Ιδού και το τοπογραφικό σχέδιο. Ο παλιός δρόμος, η ρεματιά… προσέχεις; Το δικό σας το οικόπεδο εδώ, προ κτίσεως. Το δικό μου δίπλα τώρα. Μετά την αγοραπωλησία, εννοώ. Βλέπετε τη μουριά, εκεί πέρα; Ε, εκεί τελείωνε η αυλή, η δικιά σας. Τέσσερα μέτρα μας έχετε πάρει. Καθαρά».

Να μιλήσω; Να βροντήσω την κεφάλα του στο χώμα; Έχε χάρη που βγήκε η γυναίκα του, τελευταία στιγμή. Το ότι δεν τον καρύδωσα επί τόπου σ’ αυτήνα το χρωστάει. Τέσσερα μέτρα γυναικάρα, λυπήθηκα να δω τα χιλιόμετρά της χυμένα, δεν κάνει, είπα, το κορίτσι… Έχει που έχει τον μαλάκα, να τον δει και να καρυδώνεται, δεν της αξίζει. Την κιαλάρισα σαν ζαργάνα, φόραγε ένα φουστάκι μούρλια, από κείνα με τον ποπό. Κάνει το ύφασμα πιέτα, βγαίνει φουφούλα, τέλος πάντων που να ξέρω πώς διάολο κάνει, ράφτης δεν είμαι. Αλλά λέω. Φουστάκι φουσκωτό. Μπορεί, βέβαια, ο ποπός να ήτανε όλος δικός της -όρκο δεν παίρνω.

Άμα βλέπω τέτοια ζαλίζομαι και μεθώ, α, ρε μάνα, πέθανες και μ’ άφησες βορά του οξαποδώ, καλά με κράταγες, όσο ήσουνα ζωντανή. «Ο Αναστάσης μου» από δω, «ο Αναστάσης μου» από κει, με είχες. Και την τσάκιση στο παντελόνι και τον γιακά στο πουκάμισο. Και τη φουσκάλα στον καφέ κι αυτή την έσπαγες πάνω στην ώρα, ρε μάνα. Και ντάγκα τα λεφτά. Και δώστου τα γαλακτομπούρεκα και τα ταψάκια – ό,τι ήθελα. Αφού έχω να το λέω, που δεν στέριωσα με γυναίκα, χάρις σε σένα ήτανε. Κουνάς το κεφάλι σου από κει ψηλά που είσαι; Μη το κουνάς, καθόλου, μάνα, τη σήμερον δεν βρίσκονται γυναίκες σαν εσένα!

Το πολύ πολύ να βρεθεί καμιά σαν τη γειτόνισσα, για το χάζι μόνο. Μπορεί και για το χάζεμα, πού ξέρω ‘γω. Με το που έγινε, λοιπόν, αυτό κι έπιασε τόπο ο τοπογράφος στον γείτονα, δεν μπορεί, είπα μέσα μου, κάτι, κάπως πρέπει ν’ αντιδράσω. Τα μαζεύω δυο και τρεις, πάω, βαράω το κουδούνι τους. Βαράω μια, βαράω δυο, κανένας. Μεσημέρι, θα κοιμούνται, σκέφτηκα. Και κει που ήμουνα έτοιμος να φύγω, ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται μπροστά μου αυτή.

«Με συγχωρείτε για το ακατάλληλον της ώρας», λέω και την καρφώνω, «κυρία Ανδριάνα μου», είχα μάθει στο μεταξύ τ’ όνομά της. «Με τον άντρα σας θέλω να ξηγηθώ».

«Παρακαλώ, περάστε», μου λέει αυτή και με μπάζει στο χολάκι. Μου ρίχνει ματιά, τα ρουθούνια της παίξανε. Τα είδα εγώ. Αλλά πάλι εκατό τοις εκατό σίγουρος δεν είμαι. Για τα δικά μου, ναι: μοσχοβολούσε σαν γαρδένια, η άτιμη, απ’ την κορφή ίσαμε τα νύχια! Ίσαμε κει που έφτασε το μάτι μου, δηλαδή, δεν είχε παρακάτω να κυλήσει και να το πάρει ο διάολος πίσω να μη γυρίσει. Εκεί όπου κράταγα το μάτι μου εγώ. Διότι να σηκώσω το κεφάλι και να την κοιτάξω, δεν μου ΄φτανε το κουράγιο, έτσι όπως την είχα μπροστά μου στο εκατοστόμετρο κι ακόμα κοντύτερα.

Ένιωθα την ανάσα της. Λιβάνι στον αέρα, καντήλι, φυτίλι. Τάμα στο εικονοστάσι… Παναγία μου!

«Κύριε Αναστάση, ο άντρας μου δεν είναι εδώ».

Μιλιά και μούγκα. Με ποια λέξη στο στόμα να πολεμήσεις; Έσκυψα ακόμη πιο χαμηλά το κεφάλι μου. Και τότε, ω του θαύματος, η Ανδριάνα έκανε άλλο ένα μισό βηματάκι προς τη μεριά μου. Μισό ήταν, το μέτρησα, όχι τέσσερα που ήθελε ο προκομμένος της να πάρει από την αυλή μου, μα τόσο δα λιγουλάκι και η καρδιά μου άρχισε να χορεύει ταμπούρλο κι άστραψε και βρόντησε, μα εγώ δεν το άκουσα, δεν πήρα χαμπάρι τίποτα, μοναχά στεκόμουνα εκεί και περίμενα. Αδρανής. Ρημαδιασμένος. Κι όπως έκανα να στρίψω προς την πόρτα -δεν άντεχα πια τόση αγωνία στα όρθια εκεί στο χολ- βουτάει η μύτη μου στα βυζιά της. Τι ωραία βυζιά ήταν αυτά, αφράτα και φουσκωτά σαν καρβελάκια, ήμαρτον μανούλα μου, είπα από μέσα μου και άλλο τίποτα δεν πρόλαβα πια. Άρχισε να με ταρακουνάει η μπουλντόζα. Μάτιαζα τα βυζιά της και ταρακουνιόμουνα κι από το ντράβαλο το μεγάλο και τον σαματά, κατάλαβα, δεν ήταν ιδέα μου η μπουλντόζα, όχι πως δεν θα μπορούσε υπό τας παρούσας συνθήκας, μα όχι. Ήτανε εντελώς, εντελώς αληθινή.

Ρίχνω βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο και τι να δω: η δαγκάνα σήκωνε κι όλας τον φράχτη μου! Πώς μου γύρισε ο ουρανός σφοντύλι, τσίνισα, το αίμα μου μπήκε στις φλέβες πάλι κανονικά. Βγαίνω έξω τρελαμένος, κοιτάω εδώ, εκεί, είχε σηκώσει αέρα και άστραφτε. Τρέχω στο δρόμο, τον αντικρίζω. Καθόντανε με το φανελάκι σαν τον Μάρλον Μπράντο, ο δικός σου και με περίμενε. Έδινε διαταγές στην μπουλντόζα!

«Τι κάνεις εκεί, ρε καθίκι του κερατά;» φώναξα, τονίζοντας επίτηδες αυτή την τελευταία λέξη, μπας και του κόψει, να μάθει ο αλήτης να φέρεται, «μου σαρίζεις τον περίβολο;» του λέω. Και πριν προλάβει ν’ αντιδράσει αυτός, του καρφώνω μία και τον φυτεύω στο γρασίδι. Πάει να σηκωθεί, τρώει από πάνω και μια κλωτσιά. Καλός γείτονας, γείτονας φυτεμένος.

«Θα σε ταχυδρομήσω, ρε, στον άλλο κόσμο!» του φωνάζω. Και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, θωρώ τη δαγκάνα πάνω από το κεφάλι μου.

«Τάκη!» πατάει φωνή η Ανδριάνα, γυρίζω το κεφάλι και τρώω κατακεφαλιά τον σιδερολοστό, η καρδιά μου σφίγγεται με πονάει και γονατίζω. Λυγίζω, τα πόδια μου τρέμουνε και η Αντριάνα τρέχει κλαμένη στην αγκαλιά του. Ανοίγει τα χέρια της, τα βυζιά της τρέχουν κι αυτά μαζί της, ύστερα χτυπάνε στον κόρφο του δυνατά, η Ανδριάνα κλαίει και κείνος της σκουπίζει με το φανελάκι του τα μάτια. Και μένα η καρδιά μου πονάει σφιχτά. Τρώω χώμα. Όχι για τον φράχτη που μου χάλασε, ο άτιμος. Ο σπαραγμός μου όλος ήτανε γι’ αυτή. Χάθηκε να φωνάξει τ’ όνομά μου;

Καθώς ήμουνα πεσμένος καταγής, είδα ανθρώπους να πλακώνουν, με σκουντούσανε, άκουγα τις φωνές τους, «ένα γιατρό, ένα γιατρό, δεν είναι καλά!» και ύστερα οι φωνές τους ατόνισαν και χάθηκαν στο κεφάλι μου μέσα βαθιά. Ο κόσμος γύρισε αργά, όπως αλλάζουμε πλευρό από την άλλη. Στάθηκε, δεν κουνήθηκε άλλο πια. Καρδιακός που ήμουνα, η καρδιά μου βάρεσε κανόνι.

Κι όπως κλατάρισα με το στόμα στο χώμα, άρχισα ν’ ανεβαίνω και να βλέπω τώρα τον εαυτό μου από ψηλά να αιωρούμαι γύρω τους ανάλαφρος σαν πνεύμα και να τα εποπτεύω όλα, ο άτιμος, όπως δεν τα είχα εποπτέψει ποτέ μου, το σπίτι, τον κήπο, την μισογκρεμισμένη μάντρα της αυλής κι αυτό ακόμα το αποχωρητήριο, που ήταν τώρα περιστοιχισμένο κόσμο. Φτάνει το ασθενοφόρο, το κορμί μου άψυχο κρεμάει ένα χέρι στον αέρα και το σηκώνουνε ψηλά, η Ανδριάνα σκύβει πιο πολύ τώρα, στηρίζεται στη μάντρα να κρύψει με την παλάμη το μούτρο της που είναι κλαμένο. Κι όπως κλέβω μέτρα για να πάω κοντά της, κοντά σε κάθε απόσταση, άνετος και μαγκίτης με την απόσταση και μ’ όλα, σε βλέπω, μάνα, να με χαιρετάς από μέσα από το παράθυρο της κουζίνας. Δεν είσαι χαρούμενη, ούτε και λυπημένη, όπως πάντα, δηλαδή. Εκεί ήσουνα τρυπωμένη, μάνα; Έπρεπε να το φανταστώ. Κρίμα που καθόμουν κι ασχολιόμουνα με οικόπεδα. Με λυπάται άραγε καθόλου η Ανδριάνα; Τη βλέπω πώς κλαίει μ’ αναφιλητά. Πάω κοντά της, της φυσάω τα μαλλιά που έχουν πέσει στα μάτια της, τη φυσάω σαν αεράκι να την παρηγορήσω -πνεύμα που είμαι. Περιμένω κι εσένα να σταματήσεις να με χαιρετάς και να με κοιτάζεις. Σαλτάρω και καρφώνομαι στον κόρφο της βαθιά.

 

 

* Η Μαγδαληνή Θωμά είναι διδάκτορας φιλολογίας (αφηγηματολογία). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ.Μ.Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Τάρτου. Ζει και εργάζεται στο Νότιο Πήλιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ένα μυθιστόρημα («Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο», Γαβριηλίδης 2014) και μια νουβέλα («Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» Βακχικόν 2015»). Το διήγημά της, «Τα όρια του Κόσμου» έχει λάβει διάκριση στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος Eyelands – Παράξενες Μέρες (2015) και συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Στα όρια» (Παράξενες Μέρες 2015). Καταπιάνεται με τη μετάφραση της Εσθονικής λογοτεχνίας και έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφράσεις από το ποιητικό έργο των Jüri Talvet, Jaan Kaplinski, Doris Kareva, Jühan Viiding, Heiti Talvik, Hando Runnel και Karl Ristikivi.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top