Fractal

Χάρτινος Κεραμεικός

Γράφει ο Νώντας Τσίγκας //

 

Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη & Σίμος Οφλίδης “Ρετούς -Το τρυφερό χάδι του ψέματος”, Εκδόσεις Νησίδες, σελ. 292

 

 

To δεύτερο κατά σειρά μυθιστόρημα της Λένας και του Σίμου Οφλίδη, αποτελεί έναν ακόμα νόστιμο και λαχταριστό καρπό της πολύχρονης και ευδόκιμης, συνεργατικής τους διαδρομής στον κόσμο της  λογοτεχνίας.

 

«Ρετούς»… Η παλιά τεχνική των φωτογράφων με τα σβησίματα, τις σκιάσεις και τους μετρημένους τονισμούς. Μέθοδος επεμβατικού εξωραϊσμού, άμβλυνσης ή επικάλυψης, βελτίωσης ή ανάδειξης στοιχείων πάνω στα πρόσωπα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Το «Ρετούς» εδώ μοιάζει να  αποτελεί ένα είδος απραγματοποίητης …ευχής! Επίκληση λυτρωτικής παραποίησης πάνω σε όσα έχουν ήδη συμβεί. Να ξαναβιωθούν ίσως ή να ξανακοιταχτούν με απαλυμένες τις λογής ατέλειες ή τα τραύματα των ματαιώσεων και των απωλειών.

 

“Η κάμερα αίφνης αποκτά αναλογίες και χαρακτηριστικά όπλου. Κυνήγι, καρτέρι, θήραμα. Η σκόπευση και η λήψη της φωτογραφίας. Το κλείστρο του όπλου ̶ το κλικ στο κούμπωμα του φακού,  η επιλογή του στόχου, το shooting. Έπειτα στον, απροσπέλαστο «εις τους μη έχοντας εργασίαν», σκοτεινό θάλαμο του μυαλού, θα ολοκληρωθεί η οριστική επεξεργασία της φωτογραφίας-ετυμηγορίας.”

 

Πρόκειται για  ένα σπονδυλωτό στη δόμηση του μυθιστόρημα που στηρίζεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αλέκου, του ενός από τους δίδυμους ιδιοκτήτες του φωτο-Μιστράλ. Συχνά η παρεμβολή με flash back μιας σειράς γεγονότων που διαδραματίζονται σε χρόνο ενεστώτα, διακόπτουν την   αφήγηση που κινείται στο ήδη βιωθέν.

 

Η εν ψυχρώ δολοφονία μιας υπαλλήλου στο Κεντρικό ταχυδρομείο κατά τη διάρκεια ληστείας και μια αδέσποτη σφαίρα… που βρίσκει στόχο. Η μαρτυρική αγωνία του αφηγητή, του Αλέκου, που πρωταγωνιστεί διαλεγμένος από τη μοίρα.

Σε μια πόλη σχεδόν δυστοπική που τελεί υπό καθεστώς εξέγερσης, όλοι μοιάζει να έχουν στραφεί εναντίον όλων. Η παρακμή που βοά, η διαλυτική οικονομική και κοινωνική κρίση και το αγεφύρωτο χάσμα των γενεών στο προσκήνιο:

 

«Είστε οι νεκροθάφτες της γενιάς μας!»

«Καλομαθημένα κωλόπαιδα!»

 

 

Μετά… Ένα λάθος τριγυρνά το γέρικο, μέχρι τότε καλόγνωμο και δεκτικό, μυαλό. Το θολό μάτι της εκδίκησης που βλέπει αλλιώς. Ο Αλέκος ολομόναχος,  με την μονοοπτική του ρέφλεξ  σε ρόλο σχεδόν πολεμικού ανταποκριτή. Θα αποπειραθεί να αποδώσει δικαιοσύνη στον σκληρό κόσμο… Η κάμερα αίφνης αποκτά αναλογίες και χαρακτηριστικά όπλου. Κυνήγι, καρτέρι, θήραμα. Η σκόπευση και η λήψη της φωτογραφίας. Το κλείστρο του όπλου ̶ το κλικ στο κούμπωμα του φακού,  η επιλογή του στόχου, το shooting. Έπειτα στον, απροσπέλαστο «εις τους μη έχοντας εργασίαν», σκοτεινό θάλαμο του μυαλού, θα ολοκληρωθεί η οριστική επεξεργασία της φωτογραφίας-ετυμηγορίας. Το έμπειρο χέρι θα ρετουσάρει την επιφάνεια, σύμφωνα με τις πληροφορίες  που έχουν συγκεντρωθεί, ώσπου να αποκαλυφθεί το πρόσωπο. Εκείνο, το κρυμμένο πίσω από την κουκούλα…

Ο χρόνος που απαιτήθηκε, και συνεπώς ο  μόχθος που καταβλήθηκε, ώσπου να λάβει την τελική του μορφή το βιβλίο αυτό, προδίδεται  από την απόσταση που χωρίζει τις τρεις προδημοσιεύσεις αποσπασμάτων που έγιναν από το 2011 μέχρι το 2018. Το πλήθος τιτλοδοτήσεων (41 τον αριθμόν τίτλοι  στις  4 ενότητες/μέρη του βιβλίου)  επιτρέπει στα επιμέρους κείμενα να στέκονται και αυτόνομα, τα περισσότερα σαν διηγήματα μικρής φόρμας.

Η συγκροτημένη και έμπειρη γραφή, οι ζωντανοί διάλογοι, το μετρημένο χιούμορ, οι ισορροπημένοι νοσταλγικοί τόνοι, ο υποδόριος και καθόλου επιθετικός διδακτισμός, η ήρεμη καταγγελτική στάση, τα πλούσια πραγματολογικά στοιχεία [γύρω από την εποχή, τα λογής επαγγέλματα, τα ήθη,  τους συρμούς, κ.α. κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά] που καταφέρνουν να συνθέσουν και να διασώσουν με όρους τεκμηρίου την εικόνα μιας εποχής δίχως να την εξωραΐζουν, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου αυτού.

Όλα αρχινούν με μια δίδυμη γέννα  στο Ζαράκοβο. Ένα χωριό κάπου στη Μακεδονία …α ν ύ π α ρ κ τ ο! Παραλειπόμενο από «τας δέλτους» της ιστορίας, αποσυνάγωγο  της γεωγραφίας, αόρατο στους πολιτικούς ή τους γεωφυσικούς χάρτες. Ωστόσο, το Ζαράκοβο παραμένει ένα απολύτως αναγνωρίσιμο από όλους χωριό της  βόρειας Ελλάδας παραδομένο στον πληθυσμιακό και κοινωνικό μαρασμό. Με τους ντόπιους και τους πρόσφυγες, τα «επιλήψιμα φρονήματα», τα χαίνοντα διχαστικά ή εμφύλια πάθη. Ο φόβος, η ανυπόφερτη φτώχεια.  Εδώ ακούγονται λέξεις «νόμιμες» και αποδεκτές αλλά και άλλες εμπερίστατες, λέξεις κυνηγημένες.

Τέτοιες λέξεις ξαφνικά κάποτε ελευθερώνονται, σαν φεγγερή αγαπητική ανάμνηση, σαν φευγαλέα νοσταλγία πατρίδας και σαν δέηση μέσα στις σελίδες του βιβλίου:

 

«Όι, γιαβρούμ, κ’ εν πικρόν μικρόν έν!»

«Γκόσποντι, πρόστι με…»

Κι ο μεγάλος αδερφός, ο λογιστής: «Κοιτάχτε, εδώ μιλάμε μόνο ελληνικά. Ξηγημένοι; Τα δικά μας τέρμα. Ούτε λέξη!»

 

Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη & Σίμος Οφλίδης

 

Στο χωράφι κάτω από ’να δέντρο, κι ενώ ο ουρανός δοκίμαζε σπάταλα  τα φλας του, δίχως γιατρό, με την μαμή μονάχα του χωριού και συνεργό την τύχη, γεννιούνται ο Παναγιώτης και ο Αλέκος. Την ίδια χρονιά πέρα από τον Ατλαντικό, υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του στον κόσμο ένα κινούμενο σχέδιο: ο Ντόναλντ Ντακ, το διάσημο εφεξής παπί. Όπως όλα τα καρτούν ζει μύριες όσες περιπέτειες και διαβαίνει από χίλια κύματα. Είναι σε θέση να πέφτει από ύψη και γκρεμούς, να καρφώνεται οδηγώντας με χίλια σε τοίχους. Παίρνει φωτιά, τσουρουφλίζεται, σκυλοπνίγεται, δέρνεται, τσαλαπατιέται, πυροβολείται κατάστηθα, περνά τα πάνδεινα κι όμως εκεί, φιγούρα φλύαρη, ατσαλάκωτη,  αγέραστη, άτρωτη, απέθαντη…

Στην αληθινή ζωή όμως, αλλιώς…

 

Τα παλουκωμένα κεφάλια έξω από την αυλή του σχολείου μπροστά στην εκκλησιά «προς παραδειγματισμόν». Και το τελετουργικό της σφαγής των οικόσιτων ζώων:

[…] οι πιο γεροδεμένοι από τους άντρες έδιναν μάχη, τα ’πιαναν απ’ τα πόδια και άλλοι τα πατούσαν στο κεφάλι με τις λαστιχένιες μπότες βρίζοντας από συνήθεια.

Βούλκου ντα τα ιάντε, ζαπουστένου! [Ο λύκος να σε φάει άχρηστο!].

 

 

Εισαγωγικά στη φωτογραφική τέχνη: εκείνη η, μια και μοναδική, οικογενειακή φωτογραφία με τη λήξη της Κατοχής. Το άρον άρον στήσιμο των εικονιζόμενων. Φωτογραφία τραβηγμένη από τον Φρίτς τον γερμανό που «ευγνωμονεί δια την φιλοξενίαν». Σαν να παρωδείται η φράση «εικονική εκτέλεση»…  Για πρώτη και τελευταία φορά όλη η οικογένεια σε φωτογραφία μαζί .

Στις κατοπινές μας τις φωτογραφίες […] να δεις που όλο και κάποιος έλειπε.

 

Πρώιμη μελέτη της νεκρικής μάσκας. Του επιθανάτιου φωτογραφικού πορτρέτου. Η «πρακτική γραμματική» και τα …«σημεία στίξης» του θανάτου. Όταν ακόμα μπορεί να περιπαίζει κανείς το θάνατο και να γελά μαζί του γιατί νιώθει πως ο ίδιος στέκει μακριά.

[…] Όταν θάψαμε τον Τσίτση Κόλιε, πρώτο ξάδερφο της μάνας μας θύμα της ίδιας του της απροσεξίας με το κυνηγετικό του  όπλο, διακρίναμε μια ζάρα στο μέτωπό του λίγο πιο πάνω από τη μύτη. Λες και ήταν έτοιμος να φταρνιστεί. Του Παναγή του ’ρθε να του ευχηθεί «Με τις υγείες σου!» και μου το ψιθύρισε στ’ αυτί. Σκάσαμε στα γέλια.

 

 

Την ανάμνηση της φωτιάς ξυπνούν οι φωτιές των εξεργερμένων στους δρόμους.  Οι καπνοί της Κατράνιτσας. Τα αποκαΐδια της Θεσσαλονίκης. Οι Εβραίοι της πόλης και οι τρομερές καμινάδες που τους αφάνισαν. Τα βαγόνια που δεν επέστρεψαν. Ύστερα, άνθρωποι που στοιβάζονται ξανά στα τραίνα της μετανάστευσης. Κι από κοντά το ορμητικό κύμα της αστυφιλίας.  Κουτάβια κλωτσημένα από τη φτώχεια και την ανέχεια της επαρχίας ένα σωρό φεύγουν για να γλιτώσουν, να βρουν την τύχη τους, σε χαμηλών προσδοκιών επαγγέλματα.

Πάνδημη παράδοση άνευ όρων στο «τρυφερό χάδι του ψέματος»…

Στα προσφυγικά, στο Βυζάντιο των παραπηγμάτων, στο κατάλυμα του μεγαλύτερου αδελφού. Άθλια ζωή χωρίς προοπτική ή ελπίδα, μάχη καθημερινή για τον επιούσιο. Σκοτεινό αδιέξοδο η υπόγα της βιοτεχνίας πασουμιών του Αργυριάδη όπου ευδοκιμεί ο ηθικός και εργασιακός Μεσαίων… Αυτά ως το «ευφρόσυνο 1956». Τότε τα δυο αδέλφια διαβαίνουν το κατώφλι του φωτο-Ρεφλέξ του κυρίου Κώστα (του «μπάρμπα») ύστερα από το ζωηρό νεύμα του ιδιοκτήτη: Πστ! Έλα δω εσύ!

 

“Στα φωτογραφικά πορτρέτα μένει αποτυπωμένη  η ανάμνηση προσώπων ή στιγμών για την ίδρυση ενός μελλοντικού Κεραμεικού: με χάρτινες επιτύμβιες απεικονίσεις στη θέση των μαρμάρινων γλυπτών…”

 

Mύηση των διδύμων στα μυστικά της ζωής και της φωτογραφικής τέχνης. Τελετές ενηλικίωσης: Ο Βασίλης ο Μπουμπούνας της βιοτεχνίας, η Μόλυ στο Βαρδάρη. Η εικοσιεπτάμηνη παύλα του στρατού.  Οι έρωτες του Παναγιώτη η Τότα, η Ζίγκριντ. Γάμος του με την εύθραυστη Άρτεμη που έσπασε πρώτη. Ο Αλέκος και η Νάιρα. Και τα χρόνια περνούν. Οι άνθρωποι και τα έργα τους διαβαίνουν γοργά και παραδίδονται «στην ακινησία των περασμένων»… Οι τόποι γερνούν κι αυτοί.

Στα φωτογραφικά πορτρέτα μένει αποτυπωμένη  η ανάμνηση προσώπων ή στιγμών για την ίδρυση ενός μελλοντικού Κεραμεικού: με χάρτινες επιτύμβιες απεικονίσεις στη θέση των μαρμάρινων γλυπτών…

Το βλέμμα της Νάϊρα στη βιτρίνα. Η Κρυσταλλία ως αυτοκράτειρα Σίσσυ…

 

 

Η ιλιγγιώδης πρόοδος στον κόσμο της φωτογραφίας καταγράφεται προσφυώς. Μοιάζει να παρακολουθεί και σαν να ορίζει τις αλλαγές στη ζωή της πόλης και των ανθρώπων.

Στην αρχή, η τρίποδη Κουκλίτσα του Κωτσαρή στην παραλία. Έπειτα η   τέχνη του κυρ-Κώστα, ο σκοτεινός θάλαμος, η εμφάνιση της εικόνας, το ρετούς. Ο φωτογραφικός θάλαμος,  η μηχανή πόλαρόιντ, οι μηχανές ινσταμάτικ. Κι ύστερα η εποχή που θα συμφιλιωθεί με την ωμότητα. Όλα live ̶ on camera και σε πλάνο κοντινό. Απροκάλυπτα, τρομερά,  συχνά με οσμή θανάτου…

Θρίαμβος της ψηφιακής εποχής και τέλος του φιλμ.  Η μοιραία παρακμή του φωτο Μιστράλ και το τέλος του επαγγελματικού βίου των ιδιοκτητών του. Τώρα οι πάντες φωτογραφίζουν τα πάντα. Εαυτούς και αλλήλους. Υψώνουν το χέρι ή το …μπαστούνι. Λατρεία του εφήμερου και  του φευγαλέου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου αψεγάδιαστες φωτογραφίες που αφήνουν ειρωνικούς υπαινιγμούς για κείνες τις παλιές «εβδομαδιαίες» και οδηγούν την χοντροκοπιά της  Polaroid στις προθήκες των αρχαιολόγων. Το photoshop ρίχνει ένα βλέμμα οίκτου στο πρωτόγονο ρετούς των παλαιών φωτογράφων…

[Παρένθεση: Αυτές τις μέρες το μη επανδρωμένο insight στέλνει φωτογραφίες που περιγράφουν «την όμορφη ησυχία» του πλανήτη Άρη. Από χτες μας επέτρεψε να ακούσουμε και το φύσημα του ανέμου που πνέει εκεί. Η φωτογραφία του  μέλλοντος έγινε κάτι ακόμα πιο περίπλοκο και σύνθετο].

 

Τολμώ να παραφράσω κάτι του Χρήστου Βακαλόπουλου από τη «Γραμμή του Ορίζοντος»:  όλοι οι άνθρωποι κάποτε γίνονται φωτογραφίες […], και να συμπληρώσω: Το ίδιο και οι εποχές!

 

 

 

Φωτογραφίες: Νώντας Τσίγκας. [Η φωτογραφία –σύνθεση– με το ζευγάρι των ηλικιωμένων,  προέρχεται από δημόσια έκθεση || προθήκη cosmote  στη Θεσσαλονίκη, μερικών πορτρέτων του Nikos Vovdinudis].

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top