Fractal

Η αφύπνιση της Μνήμης

Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου //

 

“Το αίμα νερό, μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις”, Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη, σελ 82

 

22 vlavianosΑπό τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε, τον Μάρτιο του 2014, το ιδιότυπο μυθιστόρημα του Χάρη Βλαβιανού “Το αίμα νερό, μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις”.Όσο περνάει ο χρόνος, και έχοντας ζήσει μια ζωή μέσα στο μυστήριο της γραφής και της διαίσθησης, λίγα πράγματα ή μάλλον κείμενα με συγκινούν πια και πολύ λιγότερα, ελάχιστα, με συγκλονίζουν.

Αυτό το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού με συγκλόνισε.

Το πήρα στα χέρια μου και το άνοιξα να το ρίξω μια ματιά πριν το διαβάσω. Να δω τη γραφή του, το στήσιμο του, το σημείωμα του οπισθόφυλλου. Και έμεινα εκεί που ήμουν. Σηκώθηκα μόνον όταν το τελείωσα.Παραθέτω τη φράση του συγγραφέα που το προσδιορίζει: “Ένα ποιητικό βιβλίο αυτοπροσδιοριζόμενο ως “μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις”, γράφει. Όπου: “συντίθεται μια μυθοπλασία του εαυτού”. Όμως μόλις άρχισα να το διαβάζω, πολύ λίγο με ενδιέφεραν αυτά που έγραφε, οι ποιητικοί προσδιορισμοί ενός κειμένου που με τον ευέλικτο τρόπο της γραφής άπλωνε και γέμιζε τις διαστάσεις μιας ανθρώπινης τραγωδίας. Μάλλον, της ανθρώπινης τραγωδίας. Γιατί η έννοια του τραγικού υπάρχει μέσα στο ανθρώπινο πεπρωμένο έτσι κι αλλιώς, στο ποσοστό που στον καθένα αναλογεί. Το θέμα είναι με πόσο ευάλωτο ή όχι ψυχισμό θα βιώσει ο καθένας κάποιες τραυματικές καταστάσεις του παρελθόντος. Πόσο θα μπορέσει να τις μετα-ποιήσει ή, ακόμα, πόσο επώδυνα θα συγκρουστεί με αυτές, αναζητώντας απεγνωσμένα μια λυτρωτική έξοδο.

Στο βιβλίο αυτό, δύο είναι ουσιαστικά τα πρόσωπα που κρατούν το αόρατο νήμα και μαζί προχωρούν προς αυτή την έξοδο. Ή αλλιώς σε κάποιο φως που να σημαίνει την έξοδο.

Και τα δύο αυτά πρόσωπα είναι ο συγγραφέας και το παιδί. Όλα τα άλλα πρόσωπα μοιάζουν ασήμαντα. Τα έκανε ασήμαντα η μεγέθυνση των δύο αυτών προσώπων, που κρατούν στον ώμο τους το αλγεινό φορτίο των συμβάντων, κι ας το δημιούργησαν τα “άλλα πρόσωπα” το άλγος αυτό.

Όσο διάβαζα το κείμενο και προχωρούσα, έβρισκα πως ήταν πολύ σκληρή, σχεδόν ενελέητη η απόφαση του συγγραφέα να οδογήσει το παιδί σε όλη τη μακριά διαδρομή του παρελθόντος και να το φέρει αντιμέτωπο με όσα τραυματικά έζησε στην παιδική του ηλικία.

Γιατί το παιδί έχει τη δύναμη από μόνο του να υπερβαίνει το τραυματικό γεγονός, να το μεταποιεί με τη δύναμη της φαντασίας του, και κάποιες φορές να το ακυρώνει. Όμως ο συγγραφέας μοιάζει να μην το θέλει αυτό. Επιμένει, το παιδί να ζήσει ξανά, να θυμηθεί, να περπατήσει πάνω στις ίδιες πατημασιές όπου περπάτησε τότε. Επιμένει να ζήσει τα γεγονότα ένα ένα, να τα εγγράψει ξανά στην τρυφερή ψυχή του, ίσως για να μπορέσει να τα κρίνει σωστά. Ή ίσως ελπίζοντας πως μόνον έτσι θα τα υπερβεί και θα φτάσει στην κάθαρση.

Δεν μπορούσα ακόμα να μπω στο σκεπτικό του συγγραφέα-οδηγητή, και το έβλεπα σαν ένα κείμενο δίχως έλεος: Ο συγγραφέας παίρνει, αθώο, το παιδί από το χέρι και το οδηγεί ακάθεκτα σε ένα τοπίο από μνήμες δικές του, που όμως ταυτόχρονα είναι και μνήμες του παιδιού. Γιατί το παιδί είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Και θέλει να το κρατήσει άγρυπνο μπρος σε ό,τι υπήρξε οδυνηρό στην ηλικία του της αθωότητας.

αρχείο λήψης (1)Και του μιλά. Ξυπνά τη μνήμη μέσα του. Το καθοδηγεί. Θέλει να το πάει εκεί όπου εκείνος ονειρεύτηκε να πάει, περνώντας μέσα από τα τραύματα και την παιδική αγωνία. Και γίνεται ολοένα και ποιο σαφές πως το παιδί είναι (εδώ θα πω τη δική του έκφραση), το “ποιητικό εγώ” του συγγραφέα.

Και να πώς αρχίζει η αφύπνιση της μνήμης, όταν ακόμα το παιδί είναι μόλις τριών:

“ Ξυπνάς στην καμπίνα του Queen Mary και ανακαλύπτεις ότι η μητέρα σου λείπει. Περιπλανιέσαι ώρες στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του υπερωκεάνιου και καταλήγεις να περπατάς ξυπόλυτος στο τρίτο κατάστρωμα. Ξαφνικά ένας ναύτης σε αρπάζει από τη μέση και σε σηκώνει στον αέρα. Τα μεγάφωνα του πλοίου επαναλαμβάνουν το όνομά σου και μερικές ακατανόητες λέξεις. Είσαι μόλις τριών. Λίγες στιγμές αργότερα καταφτάνει η μητέρα σου ελαφρώς ταραγμένη, αυνοδευόμενη από έναν μελαψό κύριο με γαλάζιο κοστούμι. Σου χαμογελάει τρυφερά και σου εξηγεί ότι είχε πάει στο μπαρ να πιει ένα ποτήρι νερό”.

Αυτή είναι η πρώτη από τις σαράντα πέντε πράξεις.
Παραθέτω και τη δεύτερη:

“Θυμάσαι τον καυγά τους πριν τον οριστικό χωρισμό. Το δυνατό χαστούκι και τον πατέρα σου να πετάει ένα καρπούζι στο πάτωμα. Εσύ κάθισες χάμω κι άρχισες να τρως ένα κομμάτι μπροστά τους”.

Και έτσι, από πράξη σε πράξη, με απόλυτη θεατρική αίσθηση και ισορροπία, και με λόγο άκρως υποβλητικό, λόγο αμείλικτα λιτό, εστιασμένο στο ουσιώδες, αλλά και με μια διάχυτη ποιητικότητα, έτσι που τα δυο αυτά πρόσωπα να μοιάζουν τραγικές φιγούρες που μάχονται το πεπρωμένο τους ευτελίζοντας με μια αδιόρατη ειρωνία τη δραματικότητα του, πάει να πει, ακυρώνοντας σιγά σιγά την υπόσταση όλων αυτών των σωρευμένων τραυμάτων, από πράξη σε πράξη, λοιπόν, γυρνώντας τις σελίδες, ακίνητη όπως βρέθηκα να διαβάζω το βιβλίο, φτάνει σε ένα ξέφωτο, σε μια λυτρωτική έξοδο. Και πρώτη εγώ, ως αναγνώστρια, πήρα ανάσα και θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο συγγραφέας το δύσκολο αυτό “υλικό” που είχε, δύσκολο και εύθρυπτο και εύθραυστο και ευάλωτο από παρανοήσεις. Θαύμασα την ικανότητά του να με οδηγήσει κι εμένα, μαζί με το παιδί, εκεί που ήθελε: Σε μια φωτεινή και λυτρωτική υπέρβαση.

Θεωρώ πως τέτοια βιβλία θέλουν πολλή δύναμη για να γραφτούν. Πολλή δύναμη για να αντιμετωπίσεις τη Μοίρα που, μέσα στην τυχαιότητα, σου έλαχε να συναντήσεις στον δρόμο σου. Και έπρεπε να αναμετρηθείς μαζί της. Αυτό άλλωστε προσδιορίζει και την έννοια της τραγωδίας: “Ο αθώος που συναντά στο δρόμο του τη Μοίρα και πρέπει να αναμετρηθεί μαζί της”.

Και είμαστε όλοι οδοιπόροι στον ίδιο δρόμο. Στην ίδια ανελέητη “τυχαιότητα”.

Ο Χάρης Βλαβιανός έγραψε ένα βιβλίο ποίηση. Με λόγο γενναίο και καθαρό, έφτασε στα ακρότατα βάθη της ψυχής για να φωτίσει ή να ανα-δημιουργήσει μια προσωπική του μυθολογία.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top