Fractal

Διήγημα: «Αχινοί»

Του Χάρη Κοντονίκα // *

 

φ3

 

Τον έβλεπε επί ένα χρόνο, κάθε μέρα, για 9 δευτερόλεπτα! Περνούσε κάθε μέρα μπροστά από το παράθυρο της τρέχοντας. Κάθε απόγευμα, χειμώνα, καλοκαίρι, με την αθλητική του περιβολή και τα ακουστικά στα αυτιά, περνούσε από μπροστά της αγνοώντας την ύπαρξή της. Εκείνη πάντα ένοιωθε μια ανατριχίλα πριν ακόμα τον δει, όταν πλησίαζε η ώρα να περάσει. Τα 9 δευτερόλεπτα που ακολουθούσαν ήταν σαν οργασμός για κείνη. Το σώμα της είχε ρυθμίσει τη λειτουργία του γύρω από αυτόν τον άξονα και πλέον ο χρόνος δεν καθοριζόταν με βάση την εναλλαγή μέρας – νύχτας, ανατολής – δύσης, προ και μετά Χριστού. Ο χρόνος οριζόταν με βάση τη «γνωριμία» τους και οι μέρες εναλλάσσονταν με βάση τις «συναντήσεις» τους. Η μέρα ξημέρωνε στα 9 εκείνα δευτερόλεπτα και διαρκούσε όσο εκείνος έμενε ζωντανός στη μνήμη της. Μετά νύχτα.

Δεν ήταν εύκολη αυτή η σχέση – ποια είναι; Κάθε μέρα ορκιζόταν ότι θα τρέξει να του τα πει όλα, θα τον σταματήσει και θα του μιλήσει, θα του πει για κείνη, για την απέραντη μοναξιά και την απέραντη αγάπη που ένοιωθε, για τη φριχτή απόσταση που τους χώριζε, για κείνα τα 9 δευτερόλεπτα που ήταν ολόκληρη η μέρα της, η ζωή της. Κάθε μέρα ορκιζόταν ότι σήμερα είναι η μέρα. Δεν ήταν εύκολο. Κι αν δεν του άρεσε; Αν ήταν τρελά ερωτευμένος με κάποια άλλη και έχτιζε αυτό το σώμα για εκείνη, για να τον βλέπει υγιή και στιβαρό κάθε πρωί που παίρνουν το πρωινό τους και να αισθάνεται ασφάλεια και να κάνει σχέδια για ένα μέλλον με παιδιά, δικά του παιδιά, με σιδεράκια στα δόντια, με αναίδεια στο βλέμμα, με τσιχλόφουσκες, πατίνια, πατίνια που τους οδηγούν ολοταχώς στους έρωτες, τους έρωτες… Και αν, ακόμα χειρότερα, παρεξηγούσε, στράβωνε και αποφάσιζε να μην ξαναπεράσει από εκεί, μπροστά από το δικό της παράθυρο, αλλά να στρίβει νωρίτερα, να περνάει από αλλού, να χαρίσει τα 9 εκείνα δευτερόλεπτα σε άλλο βλέμμα; Αν την απέρριπτε; Αν έχανε αυτό το ελάχιστο, το μόνο πραγματικά δικό της όνειρο;

Δεν ήταν αυτό το μόνο εμπόδιο. Ο άντρας της, τα παιδιά της… Τι θα τους έλεγε; Τι θα της έλεγαν; Άντε έτσι δίνεις μια και γκρεμίζεις ζωές; Πως εξηγείς με τη λογική σε κείνον που έζησες μια ζωή μαζί του ότι έγινε ένας σεισμός 9 δευτερολέπτων και δεν άφησε τίποτα όρθιο; Πάνε τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, οι γιορτές, τα ταξίδια, οι διακοπές στο νησί, ο μήνας του μέλιτος στο Παρίσι, οι βέρες, οι αρρώστιες, οι χαμοί, όλα τα κατάπιε, όλα. Πως λες στον άντρα σου τον προβλέψιμο, το βαρετό, τον κουρασμένο πως πάει τέλειωσε το παραμύθι, ήρθε ο μπρατσαράς πρίγκιπας με το άλογο και μάντεψε, δεν είσαι εσύ ο ένας και μοναδικός, ένα λάθος ήταν, σόρυ. Πως τα λες αυτά στα παιδιά μέσα στα άλμπουμ τα φωτογραφικά, στις κορνιζούλες πάνω στο τζάκι, στα αναμνηστικά της ευτυχίας – που κι αυτά ευτυχία είναι – πως τα λες; Πως ξεστομίζεις το προφανές, ότι τα μούσκουλα της φαντασίας πάντα θα κατατροπώνουν την πλαδαρή πραγματικότητα; Και άντε και το ξεστόμισες, πως ακούγεται στα δικά σου αυτιά; Πως τα εξηγείς στον εαυτό σου όλα αυτά;

Εκείνη τη μέρα συνέβη κάτι το απροσδόκητο. Ήταν η μέρα που – ίσως – θα του μιλούσε. Όχι γιατί ορκίστηκε ακόμα μια φορά αλλά γιατί ένοιωσε κάτι διαφορετικό, είχε ας πούμε μια εμπειρία εξωσωματική, μεταφυσική. Ώρες πριν εμφανιστεί ο γοητευτικός δρομέας, εκείνη άρχισε να την καταλαμβάνει μια ανησυχία. Αισθανόταν μια απειλή, κάτι απροσδιόριστο αλλά και τόσο συγκεκριμένο, σα να ακούς – χωρίς να βλέπεις – το νήμα μιας ζωής να τεντώνεται και να είσαι σίγουρος ότι κάτι κακό αυτό προμηνύει. Φοβήθηκε μήπως και δεν προλάβει, φοβήθηκε για αυτά που αξίζει να λέγονται αλλά πολλές φορές δεν προφταίνουν και μένουν να αιωρούνται, γιατί για κάποιον προορίζονταν αλλά αυτός πάει και αυτά δεν είναι για άλλον, μόνο για κείνον, που πάει, και αυτά μένουν εκεί να αιωρούνται. Εκείνος εμφανίστηκε από τη γωνία έτοιμος να μάθει. Διέκρινε ξεκάθαρα στο πρόσωπό του το σημάδι μιας άλλης συνειδητότητας , εκείνη το είδε. Έτοιμη ήταν να πεταχτεί έξω στο δρόμο. Έτοιμη από πάντα. Να πέσει στην αγκαλιά του κλαίγοντας, να κολλήσει στον ιδρώτα του και να του πει πάρε με, πάρε με από δω, από παντού και τρέξε, κράτα με και τρέχε χωρίς σταματημό, όσο αντέξουμε, όσο αντέχεις να με σηκώνεις, όσο αντέχεις να μη ρωτάς γιατί, γιατί τα κάναμε όλα αυτά, γιατί τώρα; Δεν πρόφτασε να βγει στο δρόμο, εκείνος ήρθε μόνος του στο παραθύρι της. Ακούμπησε το χέρι στο περβάζι, εκείνης κόπηκε η ανάσα, εκείνου πραγματικά του κόπηκε η ανάσα και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Έτσι χάθηκε από τα μάτια της κι από τον κόσμο όλο εκείνος. Μονάχα πρόλαβαν και κοιτάχτηκαν για λίγο, ίσως για 9 ειρωνικά δευτερόλεπτα. Η νύχτα ήρθε αργότερα εκείνη τη μέρα αλλά κράτησε περισσότερο.

Όταν ξημέρωσε ξανά για κείνη – γιατί για άλλους είχε ξημερώσει και βραδιάσει πολλές φορές στο μεταξύ – δε μπορούσε να εστιάσει τη σκέψη της. Το σώμα θυμόταν, περίμενε εκείνη την απογευματινή ώρα, την ώρα που κάτι συνέβαινε και ξυπνούσε, ταραζόταν, ζούσε. Το σώμα μόνο.

Παραδίπλα, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, ένα άλλο σώμα κρατούσε στα χέρια μια από εκείνες τις κορνιζούλες με την κιτρινωπή ευτυχία με ολίγη από θάλασσα. Θυμήθηκε τη θάλασσα. Θυμήθηκε τον μαύρο αχινό που πάτησε η μικρή της φτέρνα. Και τι δεν τράβηξε για να βγάλει τα αγκάθια. Ο αδελφός της τής κατούρησε το πόδι κι η μάνα βρήκε μια καρφίτσα, την έκαψε στον αναπτήρα και ξεκίνησε το σκάψιμο. Της πήρε ώρες αλλά τελικά έβγαλε όλα τα αγκάθια. Και όλοι χάρηκαν τόσο πολύ που ξέχασαν τον αχινό, τον πόνο, την προσπάθεια, το χαμένο χρόνο, όλα τα ξέχασαν και χάρηκαν που γίναν όλα όπως πριν. Καλύτερα ακόμα από πριν. Εκείνη πονούσε λίγο ακόμα αλλά η χαρά της ήταν απερίγραπτη, μεγαλύτερη από ότι πριν πατήσει τον αχινό. Απλή ευτυχία.

Πόσους αχινούς πάτησε στη συνέχεια ούτε που θυμόταν. Όχι τους αχινούς της ευτυχίας, τους άλλους, που μπαίνουν τόσο βαθιά που πρέπει να σου κόψουν το χέρι, το πόδι, το σώμα ολόκληρο για να λευτερωθείς. Τέτοιους πάτησε πολλούς. Τους έριχνε η ζωή ξοπίσω της όταν το έσκαγε από το σπίτι νύχτα, για να μπορεί να ξαναβρεί το δρόμο, κι αυτή η χαζή έπαιρνε τη ζωή στο κατόπι και τους πατούσε όλους. Με αυτά τα αγκάθια έμαθε να ζει – όσο μαθαίνεται ο πόνος. Κοιτούσε τη γυναίκα στο καρότσι και γέμιζαν αγκάθια τα μάτια, θυμόταν τη γυναίκα που λάτρεψε και γέμιζε αγκάθια η καρδιά. Ώ πόσο ήθελε να πεθάνει. Κι ας ήταν μάνα της, να πεθάνει, να χαθεί, να πάψει. Κι ας της έβγαλε τα αγκάθια απ’ το πόδι τότε, να φύγει, να εξαφανιστεί. Και μετά ντρεπόταν την κατάντια της και λυπόταν τη γριά που τόσα χρόνια ζει χωρίς ζωή και μισούσε τον εαυτό της και γέμιζε το πάτωμα αχινούς και τους πατούσε όλους, με μανία, σα να σκοτώνει κατσαρίδες, έτσι τους πατούσε.

Ζωή δεν το λες αλλά και τι είναι; Κάπως πρέπει να καταχωρηθεί, να πάρει μια ταμπέλα. Η μάνα στην καρέκλα καρφωμένη, χρόνια τώρα να κοιτά ένα παράθυρο. Αυτό μόνο. Ένοιωθε, δεν ένοιωθε, καταλάβαινε, δεν καταλάβαινε, δε θα το μάθουμε ποτέ – μπορούμε βέβαια να εικάζουμε αλλά και η εικασία ποιον βοηθά; Εκείνη λίγο πιο πίσω, πάντα πιο πίσω, κατεστραμμένη, άμοιρη, πότε την πήρε η μπάλα δεν κατάλαβε, πότε έπαψε να ορίζει – χα – τη ζωή της δεν κατάλαβε, λες και ξεπλήρωνε εκείνο το χρέος του αχινού μία ζωή, λες και το κάθε αγκάθι στοίχιζε μια δεκαετία. Πήρε έναν υπνάκο νέα και ξύπνησε σε βαθιά γεράματα, αυτή ήταν η αίσθηση της ζωής για εκείνη. Και το παιδί, το αγόρι της, ο λόγος για να ξυπνάει το πρωί, όχι χαρούμενη, απλά να ξυπνάει, πάει και το αγόρι της, αντί για τη γριά, πάει το αγόρι, εκεί μπροστά στην πόρτα τους, την ώρα που έτρεχε, μπροστά στα μάτια της γριάς – που θα τους θάψει όλους – γιαγιάς του.

Ανεύρυσμα είπαν.
Ο Χάρης Κοντονίκας γεννήθηκε το 1971. Ενίοτε γράφει, αλλά κυρίως σβήνει.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top