Fractal

Διήγημα: “Χαμένη συνοχή”

Της Λυδίας Μαργαρώνη // 

 

f6

 

Δεν συνηθίζω να κάθομαι στα παγκάκια της πλατείας. Κάποιες νύχτες μόνο που ερημώνουν οι δρόμοι, βγαίνω και κάθομαι σ’ εκείνο κάτω από τον Πλάτανο, που ρίχνει τα κλαδιά του χαμηλά. Η μόνη παρέα, η προτομή του Θεοτοκά, κάτι ξέμπαρκοι περαστικοί που ψάχνουν για συντροφιά κι οι γάτες που διεκδικούν μεζέδες στους κάδους.

Σήμερα κάθισα μέρα μεσημέρι, να πάρω μιαν ανάσα, με τις σακούλες από το σούπερ μάρκετ να μου κόβουν τα χέρια. Είχαν προσφορά τις μπύρες και φορτώθηκα. Θ’ αλλάξει ο καιρός σκέφτηκα και τέντωσα το δεξί πόδι, το ζαβό. Εκ γενετής τρία εκατοστά κοντύτερο. Τρία εκατοστά, ικανά για τη διαφορετικότητα. Η μάνα μου, μοδίστρα, έκλαιγε κρυφά πάνω από τη βελόνα. «Πάλι καλά που είναι αγόρι. Αν ήταν κορίτσι, ποιος θα την έπαιρνε την κουτσή;» έλεγε κάθε τόσο ο πατέρας και γκρίνιαζε για τα έξτρα λεφτά της παραγγελίας των ειδικών παπουτσιών. Μ’ έτρεχαν σε γιατρούς και πρακτικούς να το διορθώσουν. Μου έκαναν επέμβαση στα δέκα κι έμεινα δώδεκα μήνες εκτός σχολείου. Αν και πόναγα, ήταν παράδεισος. Καθόλου δεν μου άρεσαν τα μαθήματα. Βαριόμουν το διάβασμα. Για να περνά η ώρα, η μητέρα μου έδινε πανάκια, βελόνα και κλωστή κι έπαιζα ενώνοντας κομμάτια ύφασμα. Έραβα κουμπιά. Έφτιαχνα στριφώματα. Έμαθα κέντημα. Δεκατέσσερα ήμουν που χάσαμε τη μάνα. Δεν έβγαλα το Λύκειο. Σταμάτησα το σχολείο κι ανέλαβα το μοδιστράδικο. Άλλαξε ο πατέρας την ταμπέλα κι η καινούργια έλεγε «Ραφείον». Έγινα ράφτης. Κοντεύω τα σαράντα κι ανέπτυξα μια τεχνική στο περπάτημα με τα χρόνια, που δεν φαίνεται καθόλου η διαφορά. Πρόσθεσα στην ταμπέλα «Μεταποιήσεις». Δύσκολοι καιροί, αλλά είμαι ευχαριστημένος. Ένα άτομο είμαι, βγαίνει το μεροκάματο. Υπήρξαν και μέρες δόξας για το μαγαζί. Η πείρα μου μεγάλη. Ξεχωρίζω από μακριά τι είδος ύφασμα είναι το κάθε ρούχο, ανάλογα με την κίνησή του. Κοίταξα στην άλλη άκρη της πλατείας μια γυναίκα που ερχόταν προς τη μεριά μου, σεινάμενη κουνάμενη. Βισκόζη, ρεγιόν ή κρεπ; Έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου. Λικνιζόταν το ύφασμα με τον αβέβαιο βηματισμό της πάνω στα ψηλά τακούνια. Βισκόζη στα σίγουρα. Καλοραμμένο ρούχο παραδέχτηκα κι αυτό το ασύμμετρο στον ποδόγυρο δίνει χάρη. Πλησίαζε. Ωραίο ντεσέν, φλοράλ, σε απόλυτη αρμονία με τους θάμνους της πλατείας που πέρναγε δίπλα τους. Και τα κουμπιά, σωστή απόφαση να είναι τόσο μεγάλα. Χάρμα οφθαλμών. Κι η τσάντα, τέλεια.

Ξαφνικά πετάγεται μέσα από τους θάμνους, ένας. Δεν προλαβαίνω να δω τη φάτσα του. Νεαρός μου φάνηκε. Αρπάζει την τσάντα κι αρχίζει να τρέχει. Ένα ελαφρύ κούτσεμα, σαν το δικό μου, με κάνει αρχικά να τον λυπηθώ. «Πού πας βρε κακομοίρη!» λέω. Η γυναίκα βάζει μια δυνατή φωνή, βουίζει ο τόπος. Ακούγεται συνάμα σπάσιμο γυαλιού. Οι φωνές της διαπεραστικές, σπάζουν το παρμπρίζ ενός διερχόμενου αυτοκινήτου, με τον έκπληκτο οδηγό να σταματά απότομα και να τα βάζει μαζί της, ζητώντας αποζημίωση. Οι υπόλοιποι περαστικοί μένουν αναποφάσιστοι θεατές σε ποιο από τα δύο γεγονότα να αφοσιωθούν. Τους κερδίζει ο οδηγός και το σπασμένο τζάμι, γιατί δεν συμβαίνει συχνά τέτοιος συντονισμός στον αόρατο μικρόκοσμο που τόσο άγνωστος είναι. Η χαμένη συνοχή του κρύσταλλου μέχρι και τη γυναίκα, την υπαίτιο αυτού του πρωτόγνωρου φυσικού φαινομένου κέρδισε και άναυδη κοίταζε τα θρύψαλα του γυαλιού στο οδόστρωμα σαν να ήταν χάντρες από σπασμένο κολιέ. Γυρνάω και βλέπω αυτόν με την τσάντα. Τρέχει. Όχι γρήγορα. Κουτσαίνει. Βάζω όλη τη δύναμη μου κι αρχίζω να τον κυνηγάω. Πίσω μου ακούω φωνές. «Ο κουτσός», «Πιάστε τον», «ο κουτσός την πήρε» Προς στιγμή μπερδεύομαι για ποιον λένε. Θα το πιάσω το κωλόπαιδο κι ας είναι κουτσό.

Τον προλαβαίνω μόλις στρίβουμε τη γωνία του πάνω δρόμου. Τον αρπάζω από το μπουφάν και πέφτω πάνω του με δύναμη γυρνώντας τον προς τη μεριά μου. Τον κολλάω στον τοίχο με τις σχισμένες αφίσες κι ερχόμαστε μούρη με μούρη. Μπλέκονται οι ανάσες μας υγρές, βρωμερές, ξελιγωμένες. «Τι έκανες ρε μαλάκα;» μουγκρίζω και κόβεται η ανάσα μου. Τι; Ποιος είναι αυτός; Εγώ. Παγώνω. Είμαι εγώ. Έφηβος. Πανικόβλητος βάζω το χέρι μου πάνω από τον ώμο του στον τοίχο, να στηριχτώ. Χαλαρώνω το σφίξιμο στο ρούχο που είχα γραπώσει και τον κοιτάζω στα μάτια. Αυτός, αν και ελεύθερος από την λαβή μου δεν κουνάει ρούπι. Έκπληκτος κι αυτός με εμένα. Δεν ξέραμε, ποιος να ρωτήσει ποιον. Αδειάζουμε το περιεχόμενο της τσάντας γύρω μας. Γεμίζουν οι πλάκες του πεζοδρομίου με χαρτιά, στυλό, κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, ακουστικά, νεσεσέρ. Την διπλώνουμε προσεκτικά. Τη βάζω κάτω από το σακάκι μου. Κάνουμε το γύρω του τετραγώνου. Πηγαίνει μπροστά μου και θυμάται μια χαρά τη διαδρομή για το σπίτι. Σκοτεινό, υγρό, παγωμένο. Τι την ήθελε μια γυναικεία τσάντα; «Πες μου τι την θέλεις;» φωνάζω με το που κλείνω την πόρτα πίσω μου. Βάζει τα κλάματα λέγοντας μου ότι από τότε που ο πατέρας καθάρισε την ντουλάπα της, του λείπουν τόσο πολύ οι τσάντες της με κείνη τη μυρωδιά από ζαχαρωτό και σανέλ νο 5. Το έχει ξανακάνει ομολογεί. Έχει μια μικρή συλλογή. Μπαίνω στο παιδικό μου δωμάτιο διστακτικά. Ανοίγω την ντουλάπα. Στο πάνω ράφι είναι εκεί όλες. Τις χαϊδεύω. Παίρνω μια με μαύρο λουστρίνι και χοντρή αλυσίδα. Την περνάω στο μπράτσο μου. Κοιτάζω στον ολόσωμο καθρέφτη.

«Μαμά;» λέει ο μικρός και καμαρώνω.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top