Fractal

Γράφοντας για την απώλεια

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Η ξάγρυπνη πόλη» του Μπιλ Χέιζ, μετάφραση: Βαγγέλης Προβιάς, σελ. 320, Εκδ. Ροπή

 

Πώς γράφει κανείς γι’ αυτά που χάθηκαν και δεν θα επιστρέψουν; Η απώλεια είναι ένας δύσκολος ήχος. Οι λέξεις που θα περιγράψουν την έλλειψη δεν γίνεται να είναι καμωμένες για εντυπωσιασμό. Ο χαμός δεν είναι εντυπωσιοθηρικός, δεν ψάχνει επιβεβαίωση, ούτε χειροκρότημα.

Ο Τζούλιαν Μπαρνς έγραψε ένα σπαρακτικό βιβλίο για το θάνατο της γυναίκας του (βλ. Τα τρία επίπεδα της ζωής, εκδ. Μεταίχμιο), δίχως καν το βασικό θέμα να είναι η σχέση του με εκείνη. Ο Κρίστοφερ Χίτσενς διεκτραγώδησε την πορεία του προς το θάνατο, έπαιξε με τους δικούς του όρους και δεν επέτρεψε ποτέ στον καρκίνο να τον φθείρει πριν εντελώς τον στείλει στον άλλο κόσμο. Κάπως έτσι έγραψε το «Πριν το τέλος», εκδ. Μεταίχμιο.

Ο Μπιλ Χέιζ δεν ξεφεύγει από τη πιο καθαρή γραμμή άμυνας που οφείλει να έχει ένας δημιουργός όταν καλείται να μιλήσει για τα δύσκολα. Παίρνει απόσταση, δεν πνίγεται σε στεναγμούς, δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Αφήνει τη θερμοκρασία του κειμένου να ανεβοκατέβει μόνη της, δεν σπεύδει να προδικάσει τις αντιδράσεις του αναγνώστη.

Εντέλει, αυτό δεν είναι μόνο ένα memoir για τη σχέση του με τον γνωστό νευρολόγο Ολιβερ Σακς που κόπηκε βίαια με τον θάνατό του τον Αύγουστο του 2015. Δεν θα διαβάσει κανείς πιπεράτες λεπτομέρειες από τον ομοφυλοφιλικό τους έρωτα, ούτε γαργαλιστικά συμβάντα πίσω από την κλειστή πόρτα του διαμερίσματός τους.

Ο Χέιζ θυμάται, καταγράφει, μνημονεύει, συγκολλάει στιγμές προσωπικές, αλλά και κοινές με τον αγαπημένο του. Ο σεβασμός που του δείχνει, η απουσία κάθε ίχνους αυταρέσκειας, μετατρέπουν το κείμενο σε λουτρό αγάπης και θαλπωρής.

Μέσα από τον Σακς (ή «Ο» όπως τον ονομάζει στο βιβλίο), ο Χέιζ περπατάει ξανά τη δική του διαδρομή από το Σαν Φρανσίσκο στη Νέα Υόρκη. Μιλάει για το πώς η συγκεκριμένη πόλη που δεν κοιμάται ποτέ καθόρισε τη ζωή του. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να μεταβεί στη Ρώμη, άρα να πάρει και χωρική απόσταση, για να καταγράψει αυτά που συνέβησαν στο «Μεγάλο Μήλο», την περίοδο που ο σύντροφός του έδινε μάχη με τον καρκίνο, δείχνει ότι η σκιά της πόλης κάθισε πάνω του σαν βάρος.

Μέσω ημερολογιακών καταγραφών, διηγήσεων, περιστατικών στο δρόμο, στο μετρό, στα μπαρ, σε σούπερ μάρκετ και οπουδήποτε μπορεί κανείς να συναντήσει ανθρώπους, ο Χέιζ, με θαυμαστή οξύνοια και λιτότητα, σκιαγραφεί μια άλλη Νέα Υόρκη. Πολύβουη μεν, αλλά και παράδοξα ανθρώπινη. Απονευρωμένη, αλλά και με όλες τις αισθήσεις στις επάλξεις. Κοσμοπολιτική, αλλά και συνάμα ομιχλώδης. Είναι μια άλλη Νέα Υόρκη που κατέγραψε με τη φωτογραφική του μηχανή, αλλά και με τις λέξεις. Είναι η πόλη, ο άνθρωπος, η αγάπη, ο Ολιβερ, η απώλεια και η ζωή που περνούν μέσα από τις εγκοπές του κείμενου. Ο Χέιζ είναι εντελώς ανεπεξέργαστος, δεν αφήνει τη δεδομένη θλίψη να τον αποσυντονίσει, δεν αποθεώνει την απώλεια για να δημιουργήσει ένα πληθωρικό λόγο. Αντιθέτως, με τα ελάχιστα μέσα, δηλαδή με τα πλέον ανθρώπινα, μιλάει για τον εαυτό του, για τον Σακς, αλλά και για την ποικιλόμορφη πανίδα που ταξιδεύει καθημερινά στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

 

Billy Hayes

 

Ναι, αντιλαμβανόμαστε γιατί ο Σακς θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικά μυαλά του περασμένου αιώνα. Ηταν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, στα όρια της διάνοιας. Διαυγής έως το τέλος, τρωτός λόγω υγείας, αλλά και ειλικρινά πυρωμένος από αγάπη προς τον Μπιλ (αν και για πολλά χρόνια κατάφερε να κρύψει την ομοφυλοφιλία του). Κοντά του, ο συγγραφέας διέτρεξε όλα τα στάδια της αγάπης και της συντροφικότητας. Παρά τη διαφορά της ηλικίας, αυτό που τους ένωσε ήταν η οικειότητα, η αμοιβαιότητα, η λαχτάρα να ζήσει κανείς το αληθινό νόημα της ζωής. Ο ένας τροφοδοτούσε τον άλλον με τα ζωτικά στοιχεία της έμπνευσης και της νοηματοδότησης ως προς το μυστήριο της ζωής. Οι καταγραφές του Χέιζ στο ημερολόγιό του είναι σαν οδόσημα μιας σχέσης δυνατής, αλλά και μιας ζωής, της δικής του, που ποτέ δεν θα ήταν ίδια ξανά. Από τις σελίδες περνούν εξαιρετικές ιστορίες ανθρώπων του δρόμου που από μόνες τους θα μπορούσαν να σταθούν σαν διηγήματα πρώτης γραμμής. Ολες οι φυλές του Ισραήλ διαπερνούν την πόλη, αλλά και το βιβλίο πλουτίζοντας έτσι την εικόνα που συλλέγουμε τελικά με την ανάγνωσή του. Δεν είναι ένα βιβλίο «κλειστού κυκλώματος». Δεν μιλάει μόνο για τη σχέση των δύο ανδρών. Θα ήταν βαρετό έως εξεζητημένο. Ο Χέιζ, με το θάνατο του Σακς, είναι φανερό πως αισθάνθηκε την ανάγκη του απλώματος, να μυηθεί στην τέχνη της ζωής μέσω της εξαφάνισής της. Κάπως έτσι δεν γράφει ένα αυτοναφορικό κείμενο, αν και δεν λείπει ποτέ από τα συμβάντα, αλλά ένα πολυσήμαντο βιβλίο που διατρέχει πολλά είδη. Είναι ημερολόγιο, ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία, ρεπορτάζ, οδηγός πόλης, αλλά και στοχασμός πάνω στην έννοια της αγάπης και του τέλος. Μέσα από τις λέξεις περνάει η φορτισμένη σιωπή, ο απορημένος πόνος, το ψυχικό συνοφρύωμα, αλλά και η χαρά της ζωής και η ανάγκη κανείς να προχωρήσει ακόμη και αν γνωρίζει πως πίσω του άφησε σημαντικά κομμάτια του εαυτού του. Μήπως, άραγε, υπάρχει άλλος τρόπος από αυτόν; Τα επίπεδα της ζωής είναι συγκεκριμένα και πεπερασμένα. Σε αντίθεση με εκείνα του χαμού που φαντάζουν στους ζώντες ως άπειρα και αγέρωχα στο χρόνο. Τα αντέχεις μόνο προχωρώντας – όπως πηγαίνει ο συρμός του μετρό. Μόνο μπροστά.

Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στον Βαγγέλη Προβιά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top