Fractal

«X+B για πάντα» – Διήγημα της Λουκίας Δέρβη

 

Από μικρό κορίτσι – από τότε που της ήρθε η περίοδος στα δεκατρία – ήξερε τι ήθελε περισσότερο απ’όλα στη ζωή η Βασιλική: ήθελε να κάνει παιδιά.  Και όχι ένα ή δύο, μακάρι και τρία, το ένα εξάπαντος κορίτσι, της είχε βρει και όνομα ακριβοθώρητο που δεν το έλεγε σε καμία φίλη της μην και την προλάβουν.  Θα τα έκανε νωρίς – νωρίς ας ξεκινούσε – και δεν θα είχαν και πολλά χρόνια διαφορά μεταξύ τους.  Δύο, τρία χρόνια το πολύ, για να μπορούν να παίζουν μαζί και να’ναι φίλοι κολλητοί, ξομολογητές και προστάτες το ένα του άλλου.  Όχι -σαν την ίδια- μοναχοπαίδι, απαπά τέτοια στεναχώρια.  Κι όλα τα’χε σκεφτεί η Βασιλική αλλά στο πρακτικό μέρος της εύρεσης του κατάλληλου συζύγου χώλαινε.  Γιατί αυτό που αναρωτιόταν κάθε φορά που γνώριζε κάποιον ήταν αν υπήρχε κάποιο «σημάδι».  Παιδί χωρισμένων γονιών, της το’χε μηνύσει η μάνα της από νωρίς σαν απαύγασμα όλων των χρόνων του αποτυχημένου γάμου της, της είχε δώσει  παραγγελία για να θωρακίσει την ευαίσθητη ψυχή της «Για να παντρευτείς κάποιον, πρέπει να’χεις ένα σημάδι, σημάδι απ’τον Θεό» της είχε πει χαμηλόφωνα αλλά αποφασιστικά «Να το περιμένεις…».

 

hero2

 

Οι προσκλήσεις για το γάμο των φιλενάδων της έρχονταν βροχή η μία μετά την άλλη υπενθυμίζοντας στη Βασιλική πως τα χρόνια περνούσαν.  Αδημονούσε να έρθει η δική της σειρά να πραγματοποιήσει το όνειρό της –γάμο και παιδιά– και παράλληλα προσπαθούσε να γεμίσει την άδεια καρδιά της που χτυπούσε προειδοποιητικά αρκετές φορές στα πρώτα ραντεβού με τα παλικάρια που γοητεύονταν από το   παρουσιαστικό της.  Είχε κάτι το απροστάτευτο πάνω της, κάτι που τους έκανε να θέλουν να την πλησιάσουν αλλά με τρόπο διακριτικό σαν να πίστευαν ότι το ευάλωτο στα μάτια τους περίβλημά της θα έσπαγε με το πρώτο τους στραβοπάτημα.  Το κορμάκι της λεπτό και καμπυλωτό με εμφανή προάγγελο της ομορφιάς του –το μόνο που μπορούσαν ξεκάθαρα να διακρίνουν από τις πολύχρωμες φούστες σε γραμμή άλφα που συνήθως φορούσε– δύο χυτές και μακριές γάμπες που κατέληγαν σε εξίσου καλοσχηματισμένα και λεπτά γόνατα.

Την ήξερε τη δύναμη της γοητείας της η Βασιλική και την φοβόταν.  Δεν ήθελε να θυμώσει ή να απογοητεύσει κανέναν ταυτοχρόνως όμως δεν ήθελε να χάσει τον χρόνο της κι η ίδια, να μπλέξει σε μια σχέση χωρίς μέλλον ή προοπτική για το πολυπόθητο τέλος αλλά και την αρχή μιας περιόδου που η ίδια θεωρούσε την πιο γόνιμη της ζωής της: την εποχή που θα μεγάλωνε τα παιδιά της.  Γι’αυτό απέρριπτε με συνοπτικές διαδικασίες τους υποψήφιους γαμπρούς.  Δείγματα αστάθειας χαρακτήρα, βεβαρημένο οικογενειακό παρελθόν σαν το δικό της, νάρκισσοι, όλα αυτά την έκαναν να τρέμει, μέσα της όμως ενώ τους κοιτούσε με το βαθύ της βλέμμα,  επικριτικό ή αυστηρό, γλυκό ή ενθαρρυντικό, όλα μπορούσαν να τα διαβάσουν στο βλέμμα της τα παλικάρια όπως κι εκείνη στις απαντήσεις και στις αφηγήσεις τους: ξεκάθαρα.  Ούτε σημάδι υπήρξε ποτέ κανένα.  Κάποια σύμπτωση, κάποια ομοιότητα, κάτι κοινό, κάτι.

 

d6

 

Στον γάμο της Χριστίνας δεν μπορούσε να μην πάει.  Νησάκι, Ιούλης, φαγητό, ποτό και γλέντι, κι ας ήταν μόνη, η Χριστίνα ήταν η καλύτερή της φίλη.  Χ+Β για πάντα γράφανε από μικρές στα πρόχειρα τετράδιά τους, κάτι σαν έρωτας, αλλά όχι, θαυμασμός κι αγάπη, κι ας πρόλαβε το όνειρο η Χριστίνα πρώτη.  Η διαδρομή δεν τελείωνε εδώ, τα παιδιά τους θα μεγάλωναν μαζί όπως εκείνες,  Άλλωστε στους γάμους γίνονται τυχερές γνωριμίες, είναι η ατμόσφαιρα τέτοια, ρομαντική και χαρούμενη.

Τακτοποίησε προσεκτικά τα ρούχα της στο βαλιτσάκι, βεβαιώθηκε καλά-καλά πως οι ηλεκτρικές συσκευές ήταν σβηστές και οι πόρτες κλειδωμένες –συνήθεια από παλιά– και σταμάτησε ένα ταξί για να την πάει στο λιμάνι.  Της άρεσε να ορίζει εκείνη τις διαδρομές, να λέει στους ταξιτζήδες ποιους δρόμους να παίρνουν, από Ομόνοια του είπε, όχι από Συγγρού.  Στα μέσα της διαδρομής, στο ύψος του Ταύρου πήρανε και δεύτερη κούρσα για Πειραιά-λιμάνι, αναχώρηση από την πύλη για Τήνο.

«Προσκύνημα;» ρώτησε κάπως ειρωνικά ο ταξιτζής.

«Μπα, γάμος φίλων» απάντησε ο συνεπιβάτης.

Η Βασιλική ξεροκατάπιε.

«Μήπως της Χριστίνας και του Ανδρέα;» ρώτησε αμέσως.

Ο άντρας γύρισε το κεφάλι του προς το πίσω κάθισμα και την κοίταξε έκπληκτος.

«Ναι!»

«Βασιλική, κολλητή της νύφης» του έτεινε το χέρι της εκείνη, κι εκείνος σφίγγοντας την παλάμη στη δικιά του, της είπε: «Γιάννης, φίλος του γαμπρού».

Το ταξίδι για την Τήνο ήταν πολύ ευχάριστο.  Χωρίς κύμα, με συνοδεία ένα κοπάδι γλάρους να τσαλαβουτούν στα αφρισμένα απόνερα που χάζευαν ο Γιάννης κι η Βασιλική από την πρύμνη και ένα ηλιοβασίλεμα ειδυλλιακό που χρωμάτιζε τον ουρανό με μαβιές και ροζ αποχρώσεις.  Ακόμη και τα λιγοστά σύννεφα έπαιρναν μορφές ζώων ή ανθρώπων σαν για να ζωγραφίσουν τον πολύχρωμο φόντο του ουρανού.

Η Βασιλική χαζογελούσε από ευχαρίστηση καθώς συζητούσε μαζί του.  Η φωνή του της φαινόταν γλυκιά κι απαλή.  Μιλούσαν κι οι δυο γρήγορα, χωρίς παύσεις και πετάγονταν από το ένα θέμα στο άλλο.  Δύο χρόνια μεγαλύτερος, ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα της (λογιστής), δεμένος με τον αδερφό και την οικογένειά του, πρόσφατα χωρισμένος μετά από τρία χρόνια σχέσης.

Ένας άντρας με κομψή σιλουέτα και στρογγυλά γυαλιά ηλίου της φώναξε από μακριά καθώς κατέβαινε τη σκάλα στριμωγμένη δίπλα στον Γιάννη.  Το πλοίο είχε αράξει κι ο καταπέλτης είχε γεμίσει από ανθρώπους που τρέχανε εδώ κι εκεί.

«Κοπελιά!» φώναξε ξανά ο άντρας αλλά η φωνή του χάθηκε, ενώθηκε με τους ήχους της αποβάθρας και το βουητό των ανθρώπων που ανυπομονούσαν να αποβιβαστούν και να τρέξουν στην πιο κοντινή παραλία.

Ο άντρας πήρε το βιβλίο που είχε ξεχάσει η Βασιλική φεύγοντας και το γύρισε από την καλή του μεριά.  «Η θεραπεία» του Ντέιβιντ Λότζ, το βιβλίο που είχε ξεχάσει κι ο ίδιος στην Αθήνα, αυτό που διάβαζε κι εκείνος αυτήν την εποχή.  Γύρισε το εξώφυλλο και διάβασε στην πρώτη σελίδα: «Β» γραμμένο με μαύρα καλλιγραφικά γράμματα.  Χαμογέλασε.  Κι εκείνος το μονόγραμμά του έβαζε στα δικά του βιβλία: «Χ» για το Xάρης.

Ακούμπησε μαλακά το βιβλίο πάνω στον πάγκο που το είχε βρει, σήκωσε από το πάτωμα τον ταξιδιωτικό του σάκο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Οι καλοκαιρινές διακοπές του μόλις άρχιζαν.

 

loukia_dΗ Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Κακός χαρακτήρας (2004), τη νουβέλα Ομπρέλες στον ουρανό (2009) και το μυθιστόρημα Group therapy (2013) από τις εκδόσεις Μελάνι. Το τελευταίο βιβλίο της είναι τα διηγήματα «Αλλού, στο πουθενά» (Μελάνι, 2015).

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Οι ήρωες του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top