Fractal

Εσείς ποιας τραγικότητας θα ντυθείτε;

Από τον Γιώργο Ρούσκα //*

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Ερμοφίλης Τσότσου «Ώρες Ανησυχίας», εκδόσεις Σμίλη, 2018

 

[Η ποίηση δυνητικά απλή γραφή

ιερή

σαν το αμάρτημα της μητρός

εθεάθη γυμνή

να γυρνά από τα αμπελοτόπια της οργής]

 

έχοντας συμπυκνώσει τον πεζό λόγο μέσα της (συμπληρώνω εγώ), φέρνοντας στο προσκήνιο δύο μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, τον Γεώργιο Βιζυηνό (βλ. σχετικά: «Το αμάρτημα της μητρός μου») και τον Τζων Στάινμπεκ (βλ. σχετικά: «Τα σταφύλια της οργής»).

Απλή, όπως με μια απλή κίνηση μπορείς να σκοτώσεις το ίδιο σου το σπλάχνο (Βιζυηνός);  Απλή, όπως με μια γλώσσα απλή, μπορείς να περιγράψεις το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής (Στάινμπεκ);

Γιατί όμως

 

[παχιές οι ανάσες της ρέουν απροστάτευτες

στου Αχελώου το πρόσταγμα;]

 

Πώς συνδέεται η γυναίκα του Ηρακλή Δηιάνειρα, η οποία δεν ήθελε τον θεριεμένο σαν ταύρο Αχελώο για σύζυγό της (βλ. σχετικά «Τραχίνιες» του Σοφοκλή), πράγμα που τελικά κατάφερε να μην γίνει, μετά τη νίκη του Ηρακλή στην αναμέτρηση με τον Αχελώο για χάρη της;

Γιατί

 

[κοιτιέται, περιμένει, /… / της μοίρας τα καμώματα να θρέψει;]

 

Περίμενε τον Ηρακλή της, τη μοίρα της; Είναι η Δηιάνειρα η ποίηση; Είναι η βαρβαρότητα του καθημερινού λόγου ο Αχελώος; Ο Ηρακλής; Ο άθλος του ποιητικού λόγου;

Όλα τούτα στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής. Γίνεται έτσι εμφανές ότι δεν πρόκειται για ένα εύκολο βιβλίο, δεν είναι ένα βιβλίο για την παραλία το καλοκαίρι.

 

Το ποιητικό υποκείμενο αφήνει κάτω το μολύβι και πιάνει το κραγιόν. Φτιάχνει το περίγραμμά του με

 

[γραμμή λεπτή, κραγιόν χοντρό.]

 

Ώσπου  – από κάπου απροσδιόριστα –, εμφανίζεται μία προτομή.

 

[Η προτομή θύμηση, η προτομή σιωπή

η προτομή θάνατος.

Γιατί δεν το αντέχω;

Γιατί δεν το σηκώνω;

Μήπως κάνω λάθος;

Τελικά σκέφτηκα να του το συγχωρήσω.]

 

Η προτομή μπορεί να μην είναι αποκλειστικά ενός ατόμου, αλλά και μιας κατάστασης, μιας Ιδέας, ενός Έρωτα, ενός Πόθου. Μπορεί να είναι η προτομή του Ανεκπλήρωτου. Ποιος είπε ότι κάθε ένα από αυτά δεν έχει το δικό του πρόσωπο μέσα μας;

Η προτομή ενσαρκώνει και τη θύμηση του προσώπου το οποίο αναπαριστά, αλλά και τη σιωπή του, τη σιωπή της πέτρας, του μάρμαρου ή του μετάλλου μα και τον ίδιο το θάνατο, αφού ως μνημείο, συνήθως αναφέρεται σε πρόσωπο που υπήρξε άλλοτε.

Αντέχεται ο πόνος της μνήμης; Σηκώνεται το βάρος της βαριάς ανάμνησης; Το βάρος της σιωπής; Το βάρος του θανάτου;

Μήπως όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά; Μήπως για να μπορέσει να πορευτεί ο άνθρωπος στη ζωή, χρειάζεται να συμφιλιωθεί με την αυτόνομη παρουσία της μνήμης (είτε αυτή έρχεται συνειδητά είτε προσκεκλημένη από κάτι που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει), με την αυτόνομη παρουσία της σιωπής (δικής μας ή των άλλων), με τον ακάλεστο και συχνά αιφνιδιαστικό ερχομό του θανάτου;

Η τελευταία λέξη του υπόψη (τρίτου κατά σειρά) ποιήματος, έχει έμμεσα μία απάντηση, δίνοντας χώρο και στις τρεις καταστάσεις αλλά και σε «εκείνον», τον υπαίτιο όλων αυτών, με ένα ρήμα: «συγχωρώ».

 

Όλα αυτά συμβαίνουν σε όλες τις ώρες (και της ησυχίας και της ανησυχίας) της σύγχρονης πραγματικότητας, κάτι που δίνεται με την ωμότητα της ανόθευτης αλήθειας:

 

[Πίσω στο γιορτινό προαύλιο

απρόσκοπτες εταιρείες λιμοκτονούν,

άτονοι πατέρες βασανίζονται στις θλιβερότητές τους,

λασπόθορες μητέρες βουτάνε σε είρμες συνειδήσεων.]

 

Είρμες; Σε ειρμούς, σε έρματα, σε ερημιές συνειδήσεων; Σε ειμαρμένες συνειδήσεων; Ή είναι αναφορά στο όνομα Ίρμα (θυμίζοντας και το θεατρικό «Η Κατάρα της Ίρμα Βεπ» του Charles Ludlam») γραμμένο με «ει»; Αναφορά στο «ήρμαι», παρακείμενο του αίρομαι, όπου αίρομαι και ανυψώνω αλλά και καταργώ; Ανυψώσεις συνειδήσεων ή ακυρώσεις, άρσεις αυτών;

Λασπόθορες κατά το λιθόσπορες ή κατά το λιθόσπαρτες; Ή με όψη–θωριά λάσπης, οπότε με υπέροχη λεξιπλασία λασπόθωρες;

Ή όχι; Τι σχέση έχει ο αρχαίος «θορός» (σπέρμα του αρσενικού) κρυμμένος στη λάσπη που φέρουν επάνω τους γυναίκες που έγιναν μητέρες; Πώς γονιμοποιεί αυτός εκείνες και τις συνειδήσεις τους, πώς γονιμοποιεί αυτό το σπέρμα τη γλώσσα; Πώς η λάσπη γίνεται γονιμοποιός; Γιατί ο πατέρας μένει «άτονος» μέσα στη «θλιβερότητά» του; Μήπως γιατί ό,τι είχε να δώσει (σπέρμα) το έδωσε μια και έξω; Μήπως γιατί από εδώ και μετά πρωταρχικό ρόλο στο τέκνο (άρα και στη ζωή) έχει η μητέρα; Σημειώνω: τους μεν να «βασανίζονται», τις δε να «βουτάνε», ενώ το περιβάλλον γύρω τους είναι «γιορτινό». Μα είναι περιβάλλον; Μήπως είναι φυλακή; Περιφραγμένος αυστηρά χώρος; Ελεγχόμενος; Ως «προαύλιο» αναφέρεται. Σχολείου, Φυλακής, Νοσοκομείου, Ψυχιατρείου, Γηροκομείου; Ευτυχώς δεν προσδιορίζεται.

Ιδού λοιπόν τέσσερις στίχοι, τέσσερις εις την «ν» αφορμές για ταξίδια, συζήτηση, προβληματισμό. Συμπυκνωμένο δοκίμιο; Ναι. Ποίηση; Ναι, σαφώς.

 

Στο προαύλιο τούτο και οι άντρες και οι γυναίκες, διακατέχονται από φόβο και αγωνία, καθώς έρχεται ολοένα και περισσότερο στο φως η αλήθεια, καθώς φανερώνονται τα πρόσωπα και τα πράγματα πίσω από τις μάσκες:

 

[Τώρα ,που ο νους μου φανερώνεται

τρέμω στο αντίκρυ σου, πνίγομαι στα συγκαλά μου

το μονοπάτι σου θέλω μόνο το αγωνιώδες να διαβώ.]

 

Όπως και να ιδωθεί, ανεξάρτητα από το αν είναι επίτηδες γραμμένες έτσι οι λέξεις, σημασία μεγάλη έχει ότι

 

[η ρυτιδιασμένη εποχή

της ανθρωπότητας

έφτασε]

 

ενώ

 

[Χριστουγεννιάτικα στολίδια

οι θεωρίες των ημερών.

Οι μήνες συρρίκνωσαν τις μέρες

και δεν χωράνε στο έτος το σημερινό.]

 

Ο χρόνος παρών, έστω κι έτσι. Ο χώρος; Δίνεται στοχευμένα στο ποίημα με τίτλο «Χρόνος», με Ελιοτικής Έρημης Χώρας σκηνικό, ενώνοντας το παρελθόν με το σήμερα, δείχνοντας την πορεία από την αρχαία Αίγυπτο ως τα οπλοπολυβόλα του 20ου αιώνα:

 

[Τι ερημιά κι αυτή!

Χώρα ακέφαλη από βοές ,τα Θεία Όρη νοσταλγεί.

Αβάπτιστη από Λώρους ποταμούς

ξεφύτρωσε να προσκυνά πάπυρους

κατάχθονες λιτανείες,

παγίδες οπλοπολυβόλων.

Τρία μέτρα δουλοπρέπειας κρατάνε

το φεγγαρόφωτο κλειστό.]

 

Ερμοφίλη Τσότσου

 

Χρόνος. Παρελθοντικός, βιωμένος ή αβίωτος στο τότε παρόν, τώρα παρών μέσα από αναμνήσεις και απολογισμούς:

 

[Αναρωτήθηκα

στίχους καλοκαιρινούς

τα μονοπάτια της χαράς

άσεμνες εξορμήσεις.

Αναρωτήθηκα

πόσους χώρεσα κάτω από τις φτέρνες μου

πόσους άντεξα γύρω μου.]

 

Χρόνος που προσδοκά το μέλλον. Όταν όμως έχεις τη γνώση του παρελθόντος, το οποίο πριν γίνει παρελθόν ήταν κάποτε μέλλον, αρχίζεις να γίνεσαι ρεαλιστής (εκτός αν έχεις τη χαρισματική κατάρα του καλλιτέχνη) και πλησιάζεις στο χείλος της απαισιοδοξίας. Ισορροπείς αν καταφέρεις να θεμελιώσεις την αρχή της αντίστασής σου με ένα τεκμηριωμένο «κατηγορώ». Ποιητικά αυτό δίνεται εδώ με αφετηρία μια ιστορική αναδρομή, η οποία καταλήγει σε απόδοση ευθυνών με διαπιστωτικά κατηγορηματικό τρόπο (βλ. τελευταίο ποίημα):

 

[Μέλλοντας είναι ο χρόνος που λίγοι

τυφλοί Οιδίποδες γύρισαν

Κυανόφορες  ελπίδες, μαδριγάλια και πληβείοι

μοχθούν να κατασκηνώσουν δίπλα σας.

Μας υποδιαιρέσατε τον λόγο σε εκφράσεις μικρών

θανατοποινιτών.

Μας υποκλέψατε ρίγη ενόρασης σε υφιστάμενες εκφράσεις.]

 

«Κυανόφορες» και όχι κυανοφόρες, όπως ελπιδοφόρες, ίσως για να γίνει εμφανέστερη η παραπομπή στις φρούδες «κυανόκρανες» κινήσεις του ΟΗΕ.

Η καθημερινότητα βεβαίως συνεχίζεται σαν να μη συμβαίνει τίποτε, σαν να εξαντλείται ο πόνος των συνανθρώπων στην εικόνα κι αυτό τείνει να θεωρηθεί φυσιολογικό. Εμπεδώνεται η αντίληψη πως είναι αδιαπέραστος φράχτης το γυαλί˙ δεν αφήνει τη δυστυχία και τον πόνο των άλλων να περάσουν στη μεριά μας:

 

[Περιττώματα αναμνήσεων

κοσμούν τα αδιέξοδα τις Κυριακές.

Αβλαβείς ξαναφορέσαμε τον θάνατό μας.]

 

Ελπίδα; Η στιγμή. Όταν γίνεις «Συνομιλητής της στιγμής» (τίτλος ποιήματος), όταν έρθεις στο τώρα, έχοντας στιγμές μνήμης μέσα σου, τις «ώρες ανησυχίας» σου συνειδητοποιείς ότι

 

[η πτέρυγα των θανόντων ονομάτων

αντάμωσε στις γειτονιές μας.

Οι πύλες του αδιαίρετου ανυπόταχτα επιστρέφουν.

Αλάνθαστα

ξεστήνουν τον αγέρα.

Το σήμαντρο

ο χτύπος της ζωής.

Ταύτιση γέννησε.]

 

Ταύτιση με τον «άλλο» εαυτό μας στο εν (αδιαίρετο), στο κέντρο μας κατά την ανατολική φιλοσοφία; Αυτόν που η κοινωνία (με τη συναίνεσή μας φυσικά  – ας μην κρυβόμαστε) διαίρεσε στα δύο; Με τον σύντροφό μας; Με την Ιδέα; Με την Ελπίδα (σήμαντρο); Με την κοινή πορεία των άλλων (στις γειτονιές μας); Με την ενσυναίσθηση (πύλες);

 

Έτσι είναι η ζωή. [Παραμονή Λαμπρής] (τίτλος ποιήματος) νιώθεις ότι

 

[μας ενώνει η αναμονή,

ο έρωτας.]

 

Η συνάντηση με τον Άλλο. Το Θείο ή τον Άνθρωπο. Η μετάβαση από το Ένα στο Δύο. Δύο μορφές, δύο γεωμετρίες, δύο ταξίδια, ένας έρωτας:

 

[Ο έρωτας πάντα έλκεται από

δύο μορφές

δύο γεωμετρικούς όρους

δύο αμοιβαία ταξίδια.]

 

Έψαχνες μια ζωή. Άλλοτε συνειδητά, άλλοτε υποσυνείδητα. Ομολογείς:

 

[πόσες τελείες χρωμάτισα για να σε βρω.]

 

Στην [Άνδρο] (τίτλος ποιήματος)

[τόλμησες την τρέλα μας,

σε αγαπώ]

 

και μετά από λίγες ημέρες:

 

[Τετάρτη μέσα μου

ηλιοβα-συλεύεις.]

 

Το σι γραμμένο με ύψιλον. Το ηλιοβα-συλείς (συλώ, αρπάζω, λεηλατώ) έγινε ποιητική αδεία ηλιοβα-συλεύεις σε μια προσπάθεια να κρατηθεί ακουστικά αυτούσια η λέξη ηλιοβα-σιλεύεις, με τα γλυκύτατα χρώματα του ηλιοβασιλέματος ενός ήλιου που ζέστανε μια θαυμάσια ημέρα.

Μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί και σαν ηλιο-συλλέγεις, έτσι όπως συλλέγεται ο Έρωτας: στάλα στάλα. Ο Έρωτας; Ναι, αυτός που βασιλεύει, συλεύει και συλλέγει (καρδιές).

Όχι ο άλλος, ο «κατά συνθήκην», ο επιπόλαιος. Ο ένας, ο ουσιαστικός. Γιατί:

 

 [Ο έρωτας επίθετο δεν είναι.]

 

Όταν τον γευτείς, πάντα εντός σου ως φυλαχτό τον φέρεις. Ως φάρο. Ως αξίωμα:

 

[Το κράτησα το φυλαχτό μας

τα αδιάκοπα μαντάτα της περσινής ανεμελιάς.

Της Τρίαινας τα θυμιατά,

της Περσεφόνης του Οδυσσέα τα φιλιά.]

 

Κάποτε όμως, όπως εδώ έγινε εις [Το Κόρθι] (τίτλος ποιήματος):

[το χάος, το σκοτάδι, η μνήμη,

πάλι θα σε βρει.

Σε χρειάζεται στα τωρινά της χέρια,

ισοπεδωμένα άνθη διάσπαρτα,

αραιωμένα από τα καθαρτήρια του πόνου.]

 

Η απώλεια, ο χωρισμός. Πώς την αντέχεις; Πώς πορεύεσαι; Πώς χειρίζεσαι τις θύελλες πόνου που ξεσπούν μέσα σου; Πόσο η κατανόηση της όλης κατάστασης μπορεί να ελαφρώσει την οδύνη; Πώς παρεμβαίνει το εγώ για να σώσει την κατάσταση; Τη σώζει ή την κουκουλώνει; Βολεύει να τα ρίχνουμε όλα στη μοίρα; Μπορούμε να την αλλάξουμε, να τη  ξεριζώσουμε; Αρκεί η αλλαγή περιβάλλοντος; Έρχονται οκτώ στίχοι να λάβουν θέση:

 

[Βαριά πάντα η απώλεια

κοκκινίζει το σύμπαν

αγκυροβολούν τα μάτια.

Βαρύ το αναπάντεχο.

Μα όλοι θέλουν να σώσουν το όνομά τους.

Αδειάζουν το χώμα

βγάζουν τις φύτρες

ξεριζώνουν το ριζικό.]

 

Μια συνηθισμένη λύση όταν έρθουν τα δύσκολα: καταφυγή στο Θείο. Τότε προστρέχει ο άνθρωπος, όταν έχει μεγάλη ανάγκη. Η έσχατη λύση: προσκύνημα σε τόπο ιερό για να έρθει σε επαφή με τη γαλήνη. Τι γίνεται όμως όταν φτάσεις στην [Τήνο] (τίτλος ποιήματος) και δεις την κοσμοσυρροή με όλα της τα παρεπόμενα; Μήπως αναρωτιέσαι:

 

[Αναμάρτητη πίστη ή πιστοί;]

 

Ίσως πρώτη σκέψη να είναι: «τι αμαρτίες πληρώνω;». Ο νους πανικόβλητος τρέχει πίσω, όσο πιο πίσω μπορεί. Σταματά για λίγο στην Ιστορία και καταλήγει φιλοξενούμενος της Μυθολογίας, εκεί όπου μια άλλου είδους εμπειρική γαλήνη ποτίζει τις λέξεις. Ακούει φωνές. Αρχίζει να ελπίζει ξανά:

 

[Ξανά τρεις θα εξεγερθούμε,

η Πολύμνια, το αναμάρτημά σου

η Τερψιχόρη η Ελευθερωμένη σου,

η Μελπωμένη η Θεοσκέπαστη.

Τρεις οι εγκέλαδοι

τρεις οι πεμπτουσίες

τρεις οι ευεργεσίες.]

 

Και πάλι από την αρχή…

 

Τι περιέχει τελικά τούτο το χωρίς περιεχόμενα και χωρίς κολοφώνα βιβλίο, με το εξαιρετικό γραμμικό σχέδιο στο εξώφυλλο της γλύπτριας Ιωάννας Τ.; Τι κατατίθεται με τις «Ώρες Ανησυχίας» πέρα από τις ανήσυχες αναζητήσεις ενός νέου ή ενός σύγχρονου ανθρώπου;

Πρόκειται για μία εντελώς ιδιαίτερη ποίηση τόσο εκφραστικά όσο και νοηματικά̇ τόσο θεματικά όσο και υφολογικά.

Βασικά της συστατικά η συμπύκνωση, ο συμβολισμός, η δοκιμιακή προσέγγιση, ο κρυπτικός τρόπος, η ενεργή παρουσία τόσο μορφών όσο και  μορφοπλαστικά σχηματισμένων Ιδεών από την παγκόσμια Ιστορία και Τέχνη.

Με σκόπιμα σταματήματα και στοχευμένες στάσεις ροής, με λεκτικά τολμήματα, με άφθονες αλληγορικές σημάνσεις, με πολλές αναφορές σε πρόσωπα υπαρκτά ή μυθοπλασμένα σε συνδυασμό με την παρουσία του προσωπικού βιώματος, το οποίο άλλοτε ξεκάθαρα, άλλοτε θολά προσπαθεί ανοίγοντας τα χέρια του ατομικού να αγκαλιάσει το συλλογικό, συντίθεται συνεκτικά και αποτυπώνεται στο χαρτί με εντελώς ξεχωριστό ύφος η πρώτη ποιητική απόπειρα της φίλης του Θεού Ερμή –ήτοι της– Ερμοφίλης Τσότσου.

 

Τα ποιήματα αποκαλύπτουν σχετικά λίγα στην αρχή, αφού ξενίζουν αρκετά στην πρώτη ανάγνωση. Δίνουν όλο και περισσότερα κάθε φορά που επανέρχεσαι, μιας και κάτι ανεξήγητο μέσα σου σε παρακινεί σε δεύτερη και σε τρίτη ανάγνωση. Αν κάπου (τοπικά) υστερούν σε ρυθμό ή σε παλμό, αναπληρώνουν σε νόημα, σε αίνιγμα ή σε πρόκληση.

 

Ναι, δεν είναι μία εύκολη συλλογή. Πόση αξία όμως έχει η ευκολία στην ποίηση;

Η επιλογή για ανάγνωση; Προσωπική. Όπως και η επιλογή για απάντηση στο παρακάτω ερώτημα:

 

[σπιράλ του χρόνου

σπιράλ του θανάτου

σπιράλ της μεσοτοιχίας μας

 

εσείς ποιας τραγικότητας θα ντυθείτε;]

 

 

 

*  Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top