Fractal

Διήγημα fractal: “Ώρα Μηδέν”

Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου //

 

 

il_570xN.929086130_f680

 

Ώρα μηδέν. Τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Το δεξί μου πόδι έχει γδαρθεί σε τέτοιο σημείο που κάπου κάπου η κοψιά πιάνει κόκαλο. Ο λαιμός μου ξερός. Θέλω να κλάψω. Θέλω να ουρλιάξω. Φοβάμαι.

Ώρα μηδέν. Ο κόσμος δεν υπάρχει πια. Η φύση κοιτά το έργο και χαμογελά περιπαικτικά. Η καλύτερη εκδίκησή της δίχως να ξοδέψει ούτε σταγόνα από το απόθεμα της ενέργειάς της.

Ώρα μηδέν κι εγώ είμαι μόνος.

*

Από χθες έχω διανύσει χιλιόμετρα. Κανείς ζωντανός. Πουθενά. Μονάχα κάτι πουλάκια ακούγονται. Ετοιμάζονται για το μεγάλο ταξίδι. Διψάω. Πεινάω. Δεν υπάρχει ούτε νερό ούτε τροφή ούτε σκιά να ξαποστάσω. Ο ήλιος βαρύς. Βαριά κι η καταδίκη μου.

Κι ήταν μόλις χθες. Λίγες ώρες μονάχα πέρασαν. Από τότε που ο Αρχηγός χαρούμενος φώναζε πως επιτέλους η ανθρωπότης έφτασε στον κήπο της Εδέμ. Σε λίγα λεπτά το κακό θα έχει ηττηθεί. Σε λίγα λεπτά ο Νόμος θα επικρατήσει. Σε λίγο ο Νέος Άνθρωπος θα ανοίξει τα μάτια του μπροστά στο θαύμα. Στο μεγαλύτερο επίτευγμά του. Στην Ζωή. Όχι πια θάνατος. Όχι πια πόνος.

Μ’ ακούυυυειι κανείιιιιιιις;;;

Μ’ ακούει κανείιιιις;;;

κα- κα- νεις;;;

Ώρα μηδέν. Πάγωσε ο χρόνος.

*

Και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τόν Κύριον, κ’ πρός τόν Θεόν μου εκέκραξα…

Ανέβη καπνός εν οργή αυτού, και πυρ από προσώπου αυτού κατεφλόγισεν, άνθρακες ανήφθησαν απ’ αυτού.

Και έκλινεν ουρανόν και κατέβη, και γνόφος υπό τους πόδας αυτού.

*

– Γιωργάκη πάρ’ το πίσω αυτό!

– Όχι. Ο Χριστός μας μισεί. Μ’ ακούς μαμά; Μας μισεί!

– Είναι ο Θεός Της Αγάπης. Δίχως αυτόν δεν υπάρχει ζωή. Σκοτάδι και θάνατος δίχως τον Θεό μας.

– ε… τότε… προτιμώ τον θάνατο και το σκοτάδι…

 

*

Μ’ ακούς μαμά; Μαμά μου;

 

*

Τι θα πει να μένεις ζωντανός; Είμαι ο μόνος επιζών; Υπάρχει ζωή από εδώ και πέρα; Ποιος θα κατευθύνει το βήμα μου; Ποιος θα ορίσει τον ορίζοντα μου; Σε ποια πραγματικότητα να πιστέψω και ποιος νόμος θα με κρίνει σωστό κι ασφαλή;

 Θυμήσου Γιωργάκη… κανείς δεν είναι μόνος. Ο Χριστός είναι πάντοτε στο πλευρό μας. Άνοιξε την καρδούλα σου ψυχή μου… και θα δεις…

 

Μαμά φοβάμαι.

Μαμά ο μπαμπάς δεν με πήρε ακόμα τηλέφωνο.

Λίγο νεράκι. Μανούλα… λίγο νεράκι…

 

Επ’ εμέ επεξηρίχθη ο θυμός σου, κ’ πάντας τους μετεωρισμούς σου επήγαγες επ’ εμέ διάψαλμα.

*

Όταν ήμουνα μικρός μου άρεσε να το σκάω από το σχολείο και να πηγαίνω στο βουνό. Εξαφανιζόμουν μέσα στα πράσινα κύματα του δάσους. Λουζόμουν τους ήχους της άσβεστης επανάληψης. Δεν είχε καμιά σχέση μ’ ότι μας λέγανε οι δάσκαλοι. Τι να την κάνεις την τετραγωνική ρίζα του πι όταν το ποτάμι σου εμπιστεύεται τα μυστικά της ύπαρξής σου. Όσο κι αν λιώνεις τον κώλο σου σε εκείνες τις καρέκλες… όσες ώρες κι αν ακούσεις το μουγκρητό των βαριεστημένων πάνσοφων δημοσίων υπαλλήλων… δεν θα καταφέρεις ποτέ να μάθεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Αν δε σκουπίσεις το σκατό σου με τα φρέσκα φύλλα… αν δε σκαλίσεις με τα νύχια σου το χώμα… αν δε σε κουτουλίσει το κουκουνάρι… δε θα καταλάβεις ποτέ το μέγεθός σου… την τόσο μεγάλη… την γιγαντιαία μηδαμινότητά σου.

 

Κυρίες και Κύριοι,

 Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω το πόρισμα της πολύχρονης και κοπιαστικής έρευνάς μας. Ο Γαλαξίας μας -όσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο!- περιλαμβάνει τουλάχιστον 200 δισεκατομμύρια άστρα. Μέσα από την μελέτη φασμάτων ανακαλύψαμε ότι τα άστρα αποτελούνται κατά 70% της μάζας τους από υδρογόνο και περίπου 28% από ήλιο. Τίποτα δεν είναι αιώνιο. Το Σύμπαν διαστέλλεται.

 Κι αυτό που ζεις εσύ φιλαράκο. Αυτό που εσύ βλέπεις και το λες επιβίωση είναι η ώρα μηδέν. Ή t=0.

 Τώρα που κοιτάς πέρα δώθε. Τώρα που ψάχνεις να βρεις την φωνή που ακούγεται μέσα στο κρανίο σου. Αυτή η γαμημένη στιγμή βρίσκεται κάπου μεταξύ:

 10-43≤ t ≤ 1 sec.

 

*

Δεν επιχείρησα μεγάλα, πράγματα υπέρ την δύναμίν μου.

Αλλ’ εταπεινοφρόνουν, κ’ εκατέβασα την ψυχήν μου ωσάν το απογεγαλακτισμένον από την μητέρα του, η ψυχή μου είναι ωσάν το απογεγαλακτισμένον.

*

Και τώρα που ξέρω πως δε θα σε ξαναδώ ποτέ μου. Σκιά μου. Εαυτέ μου. Σε ποθώ όπως ποτέ δεν πόθησα άλλην αίσθηση. Άλλο μέγεθος. Άλλο πρόσωπο. Άλλη θοριά. Άλλο πόνο. Άλλην εγκατάλειψη.

*

Μεταξύ των οικιακών πτηνών, εκείνα τα οποία έχουν την μεγαλητέραν διάδοσιν και ως εκ τούτου παρουσιάζουν τας περισσοτέρας ποικιλίας, ως προς το σχήμα του σώματος και το χρώμα των πτερών, είνε βεβαίως αι όρνιθες- όπως μεταξύ των τετραπόδων οι σκύλοι.

Πλακωθήκαμε στο ξύλο. Ήθελα το σπίτι να έχει κήπο. Ήθελες το σπίτι να έχει πισίνα. Ήθελα μεγάλα παράθυρα και ανοιχτά όλη την ημέρα. Ήθελες μικρά παράθυρα κλειστά και το τζακούζι δίπλα από το δωμάτιο που έκανες γυμναστική. Ήθελα μιαν αγκαλιά. Ήθελες να ακυρώσουμε το ταξίδι στο Παρίσι, γιατί ψυλλιαζόσουν προαγωγή. Ήθελα να μου λες πως μ’ αγαπάς. Δεν ήθελες αηδίες!

*

έμεθεν δ’ έχηισθα λάθαν…

*

Διφθερίτις: Η πλέον επικίνδυνος ασθένεια των ορνίθων, κατ’ εξοχήν κολλητική εις όλα τα είδη των πτηνών. Άλλοτε προσβάλλει το στόμα και τον φάρυγγα, άλλοτε την μύτην και και τους οφθαλμούς και άλλοτε τα όργανα της χωνεύσεως.

*

Το όνειρό μου ήταν να γίνω συγγραφέας. Να πάρω Νόμπελ. Να με καλούν στην τηλεόραση. Να λαμβάνω ερωτικές επιστολές και μέηλς. Να μ’ έχουν εξώφυλλο όλα τα περιοδικά. Κι όλα μου τα βιβλία να είναι αφιερωμένα σε σένα.

Σκιά μου. Εαυτέ μου.

*

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι. Ήταν όμορφο και τα μάτια του ίδιο το Αιγαίο Πέλαγο. Τα μαλλιά του στο χρώμα του αγιάγκαθου. Και τα χείλια του κόκκινα και φουσκωτά σα δυο ώριμα κεράσια.

Το παιδάκι αυτό δεν είχε όνομα. Και κάθε βράδυ, που έβγαινε στο μπαλκόνι, ρωτούσε το φεγγάρι: “εσύ που είσαι τόσο μακριά και που ποτέ δεν απαντάς όταν σου μιλούμε γιατί έχεις όνομα; Σελήνη σε φωνάζει η γιαγιά. Κι όλο λέει για τ’ ασημένια σου μαλλιά. Λέει πως είσαι πριγκίπισσα. Και πως περιμένεις αυτόν που αγαπάς να’ ρθει από μακριά. Κι όταν έρθει θα κατεβείς και πάλι στην γη και θα γίνεις Βασίλισσα κι αυτός ο Βασιλιάς σου. Και τ’ όνομά σου θα’ ναι γραμμένο και στην τελευταία πέτρα του κόσμου. Εγώ, όμως, γιατί δεν έχω όνομα; Και γιατί κανείς δε με ψάχνει;”.

 Κάθε βράδυ το παιδάκι ρωτούσε το φεγγάρι και κάθε βράδυ κοιμόταν με το ίδιο παράπονο.

 

αφού εμένα κανείς δε μ’ αγαπά

και κανείς δε με προσμένει

 

τ’ όνομά μου κανένα στόμα

δε θα προφέρει

 

κι ούτε στο χώμα ούτε στην πέτρα

μήτε και στον αέρα για μένα

θα γραφτεί

μιαν έστω συλλαβή

με όμορφες κλωστούλες

κι από πάνω πιτσιλιές

 

σαν συννεφάκια θα περνούνε

οι μέρες και τα χρόνια

κι άσπρο κάτασπρο

θα μένει

στο κρεβάτι

το παιδάκι

 

σαν λεκές”.

 

*

Το λάθος σου δεν ήταν που ποτέ σου δε μ’ αγάπησες. Το λάθος σου ήταν που ορκιζόσουν πίστη κι αφοσίωση και υπομονή. Μιαν ολόκληρη ζωή που θα την χωρίσει μονάχα ο θάνατος. Γιατί αυτό για μένα σήμαινε αγάπη. Ενώ για σένα καθήκον. Το λάθος σου ήταν που επέλεξες να φύγεις με την υπόσχεση της παντοτινής ενώσεώς μας.

*

Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα, κ’ ζητείται ψεύδος;

*

Πάντα φοβόμουνα τον θάνατο. Βασικά, δεν ξέρω ακριβώς αν με φόβιζε ο θάνατος και το μυστήριό του ή ο τρόπος με τον οποίο θα μετέβαινα στην ανυπαρξία. Τώρα. Ώρα μηδέν. Η ανυπαρξία. Είμαι ζωντανός ή πεθαμένος; Φοβούνται οι πεθαμένοι; Έτσι ένοιωθε κι ο Ηρακλής όταν ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο; Αχ σκληρή που’ σαι Άτρεπτη, ακόμα αισθάνομαι απάνω μου την κοφτερή σου Δίκη. Οίη περ φύλλων γενέη, τοίη δέ καί ανδρών…

*

Φεγγαράκι μου λαμπρό

φέγγε μου να περπατώ

 

να πηγαίνω στο χωριό

να μαζεύω πτώματα

 

πτώματα στα

χα-ρα-κό-μα-τα

 

…………………

 

φεγγαράκι μου λαμπρό

φέγγε μου να περπατώ

 

να σηκώνω το σταυρό

να μπουκώνω πτώματά

να λαξεύω κόκαλα

να σκοτώνω άτομα

να σαπίζω τα μυαλά

να γεμίζω τον ντορβά

να κερδίζω στα χαρτιά

να τσακίζω τα παιδιά

να μισώ με σιγουριά

 

……………………..

 

φεγγαράκι

μου

λαμπρό….

 

*

 νυν γαρ θεοί σ’ ορθούσι, πρόσθε δ’ ώλλυσαν.

 

*

Ώρα μηδέν. Χαμένα χρόνια. Ώρα μηδέν. Ξοδεμένη ζωή κι ανούσια.

Σ’ αγαπώ και πάντα θα σ’ αγαπώ. Κι ας είσαι το είδωλό μου σε ραγισμένο κάτοπτρο ή νοθευμένη ζαριά της τύχης. Εγώ σ’ αγαπώ. Και το μαρτύριο θα υπομείνω αυτό της μοίρας.

 Γιωργάκη μην ξεχάσεις πριν πέσεις για ύπνο να βουρτσίσεις τα δόντια σου…………………..

*

Γιατί είναι δακρυσμένα τα ματάκια σου άγγελέ μου;

*

Μαμά;

*

Σπούδασα για να έχω ένα λαμπρό μέλλον. Χαμογέλασα μπροστά στον φακό. Πέταξα ψηλά τον σκούφο μαζί με την περηφάνια μου.

Μετά πέρασε ο καιρός και μου’ παν πως αυτά δε φτάνουν. Χρειάζονται κι άλλα.

Όχι. Όχι. Μην ανησυχείτε αγαπητέ μου! Μην ανησυχείτε! Δεν επρόκειτο για την γνώση καθ’ εαυτή. Μα… ναι… είμαστε σίγουροι… είμαστε σίγουροι πως την έχετε. Χρειάζονται, όμως, κι άλλες σπουδές… για το πρό-τυ-πο ε-γγρά- φου.

Δημόσια διοίκηση. Μάρκετινγκ. Ω, μα ναι! Σίγουρα! Ο κόσμος…. το μέλλον…. η ζωή………….ξέρετε………………..τώρα…………………..

*

Δεν ήξερα. Θεωρούσα πως οι δύο κινητήριες δυνάμεις της ζωής, ο έρωτας και η αρετή, φτάναν ν’ ακουμπήσω κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ αυτόν τον καταγάλανο ουρανό.

 Καί κατά φύσιν δή δόντες το καθ’ αυτόν εκάστω πρόσφορον εν μόνον επιτήδευμα, μίαν εκάστω τέχνην…

 

– Τώρα αγαπητέ μου πρέπει να επιλέξετε τον τομέα που θα ακολουθήσετε.

– Τομέα;

– Ναι. Τι ειδίκευση θα έχετε.

– Μα…

– Ελάτε, μη χρονοτριβούμε. Ο χρόνος είναι χρήμα. Και δίχως χρήμα πως θα λειτουργήσει η μηχανή; Πως θα συνεχίσει να γυρίζει η γη γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της;

– Η γη;

– Ο κόσμος, φίλε μου, πορεύεται πλέον προς το τελευταίο στάδιο. Ο Μεγάλος μας Αρχηγός. Ο Führer θα αναγεννήσει τον κόσμο. Το Έθνος Των Αθανάτων! Μα ελάτε. Πείτε μου.

– Εγώ…

– Μα άντε άνθρωπέ μου!

– Μα τι άλλο… πεττευτικός…

*

Μ’ ακούει κανείιιις;

*

Ρίξε μια ζαριά καλή και για μένα ρε ζωή…

Μπαμπά σου είπα όλα τα παιδιά το έχουν. Θα με κοροϊδεύουν. Έλααα… σε παρακαλώωω… έεελλλααα μπαμπαααααα…

Ρίξε μια ζαριά καλή και για μένα…

Ξέρεις μπαμπά. Δεν θα έρθω για τα Χριστούγεννα. Κανονίσαμε με τα παιδιά να πάμε Ελβετία. Θα είναι τέλεια! Ναι. Ναι. Ναι. Ναι. Να μου φιλήσεις την μαμά!

Ρίξε μια ζαριά…

Όχι μπαμπά. Δε θα παντρευτώ. Αφού το ξέρεις. Χωρίσαμε μπαμπά. Τε- λεί- ω- σε!

Ρίξε…

Μπαμπάαα;

Μπαμπάααααααα;

Μπαμπά μου;

*

ΈρημοιΔρόμοιΤσιμουδιάΦομάμαιΓαμώτοΦοβάμαιΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχει…

 

*

Οι καθρέφτες. Όχι κάτσε λίγο πιο δεξιά. Τώρα κάνε ένα βήμα αριστερά. Πιάσε κέντρο. Χμ, κάτι δε μου πάει. Οι καθρέφτες. Κάνε λίγο πιο πίσω. Ένα ακόμα βήμα. Άλλο ένα. Ακόμα πιο πίσω. Α! Τώρα παραπήγες πίσω… και είναι και οι… καθρέφτες…

 

Μα τι τους θες τόσους καθρέφτες. Ούτε ο Ντόριαν Γκρέι να ήσουνα. Μα, για στάσου. Όχι. Όχι. Λίγο πιο δεξιά. Τώρα κάνε ένα βήμα μπροστά. Λίγο πιο μπροστά. Τώρα μισό βήμα πίσω. Μα… αυτοί οι καθρέφτες είναι… αυτοί οι καθρέφτες είναι… είναι…

 

Χαχαχα! Αυτοί οι καθρέφτες φιλαράκι μου είναι ο κόσμος μου. Κι εσύ ένα από τα τόσα είδωλά τους. Ανάλογα με την θέση που παίρνω γίνεσαι κι άλλος… κι άλλος… κι άλλος… όλο αλλάζεις πρόσωπα… και μάτια… και μαλλιά… και γλώσσα… και ιδέες… και συναισθήματα…

Ποιος στ’ αλήθεια είσαι… φιλαράκο μου…;

Ε; Ποιος εί-σαι στ’ αλήθεια;

*

ΚιΆλληΓκρεμισμένηΠόληΠουΕίμαιΦοβάμαιΛίγοΝερόΛίγοΝερόΛίγοΝερόΔενΈχειΤέλοςΗΚόλασηΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΔενΈχειΤέλοςΜ’ΑκούειΚανείιιιιιιιιςΚόλασηΚόλασηΚόλασηΚόλαση

 

*

Πλεονάκις ερρύσατο αυτούς, αυτοί δέ παρεπίκραναν αυτόν εν τη βουλή αυτών, και εταπεινώθησαν υπό τάς χείρας αυτών.

*

ΔενΥπάρχειςΠοτέΔενΥπήρξεςΚιΟύτεΉσουναΘεόςΤηςΑγάπηςΤηςΚαταστροφήςΑνΣεΟνομάσουνεΘεόΤηςΚαταστροφήςΘαΕίσαιΤηςΚαταστροφήςΕίναι

*

Μαμά; Μπαμπά;

*

ΗπατρίδαΣουΕίμαιΕγώΤαΠάνταΣουΕίμαιΗΓηΠουΠατάςΟΑέραςΠουΑναπνέειςΤαφιλιάΜουΌλαΕσύΌλαΕγώΌλαΌν

*

ΤοΌνΕμείςΑγάπηΈνωσηΠόθοςΠόνοςΚαταστροφήΕγκατάλειψηΕμείςΕμείςΕγώΕσύΌνΘεόςΘέρροςΝυνΗΠληγήΤοΞίφοςΝυνΟΈρωςΈωςΝυνΗΦυγήΨυχήΡυθμόςΚορμίΑεί

*

Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;Μαμά; Μαμά;

 

ΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜαΜα

 

*

ΤώραΤέλοςΈωςΠότεΠονάωΠεινάωΦοβάμαιΚαιΤόσοΦωςΤόσοΦωςΌμοιοΜεΣκοτάδιΤοΤέλοςΦωςΜεΣκοτάδιΠόνοςΦοβοςΕσύΈγώΌνΏραΜηδέν

 

*

Ώρα…Μηδέν……………………………………………………………………………………………………………………….

 

*

ΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμΜαμ

 

*

Ω…Μ…Ν

*

 

ς

ό

ε

ςητύΘάνατος

ύ

μ

α

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top