Fractal

Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Ο Συμβολισμός στην Ποίηση

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη // 

 

 

Αποτέλεσμα εικόνας για Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

 

Στον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο

 

Εκτός από τα συναισθηματικά σύμβολα, τα σύμβολα δηλαδή που ανακαλούν μόνο συναισθήματα – και, υπό αυτή την έννοια, οτιδήποτε ελκυστικό ή αποκρουστικό μπορεί να πάρει συμβολική σημασία, παρ’ όλο που οι μεταξύ τους σχέσεις είναι τόσο λεπτές ώστε να μη μπορούν να μας ευχαριστήσουν ολοκληρωτικά, έτσι και τα απομακρύνουμε από το ρυθμό και το μέτρο – υπάρχουν και τα διανοητικά σύμβολα που γεννούν μόνο ιδέες ή ιδέες ανάμεικτες με συναισθήματα. Και, αν εξαιρέσουμε τις καθορισμένες μυστικιστικές παραδόσεις και την όχι και τόσο καθορισμένη κριτική ορισμένων σύγχρονων ποιητών, μόνο αυτά ονομάζονται σύμβολα.

Τα περισσότερα πράγματα υπάγονται σε μια απ’ τις δύο κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που μιλάμε γι’ αυτά, καθώς και με τα συμφραζόμενά τους, επειδή τα σύμβολα, έτσι και τα συνδέσουμε με τις ιδέες που δεν είναι απλά και μόνο θραύσματα των σκιών με τις οποίες ή διάνοια επιφορτίζει τα συναισθήματα που ανακαλούν, είναι τα παιχνίδια του συμβολιστή ή του σχολαστικού και αργά ή γρήγορα ξεχνιούνται. Αν χρησιμοποιήσω τις λέξεις άσπρο ή βυσσινί σε μια οποιαδήποτε ποιητική φράση, τα συναισθήματα που θα μου ανακαλέσουν θα είναι ξεκάρφωτα και δε θα είμαι σε θέση να εξηγήσω γιατί μου τα προξένησαν. Αν, όμως, στην ίδια πρόταση εισαγάγω κάποια χειροπιαστά αντικείμενα, όπως έναν σταυρό ή ένα ακάνθινο στεφάνι, μου έρχεται στο νου η αγνότητα και η παντοκρατορία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, βλέπω μέσα στο μυαλό μου αμέτρητα νοήματα που συνδέονται με το άσπρο ή το βυσσινί με τους δεσμούς ενός λεπτού υπαινιγμού, κι αυτό ισχύει και για το συναίσθημα και για τη νόηση, και, ακόμα κι όταν περάσω το κατώφλι του ύπνου, τα βλέπω να σκορπίζουν τα φώτα και τις σκιές μιας ακαθόριστης γνώσης σχετικά με αυτό που μέχρι πριν λίγο μπορεί να θεωρούσα στειρότητα και θορυβώδη βία.

Η νόηση είναι εκείνη που αποφασίζει σε ποιό σημείο ο αναγνώστης θα αναλογιστεί την εναλλαγή των συμβόλων, κι αν τα σύμβολα αυτά είναι μόνο συναισθηματικά, τότε η άποψη που έχει, περνάει μέσα από τις κακοτυχίες και τα πεπρωμένα του κόσμου, αν όμως είναι και διανοητικά, γίνεται κι ο ίδιος ένα κομμάτι της απόλυτης διανόησης και παίρνει μέρος στην εναλλαγή. Στη θέα μιας λιμνούλας κάτω από το φώς του φεγγαριού, η συγκίνηση που μου προξενεί ή ομορφιά της μπερδεύεται με την ανάμνηση του ανθρώπου που είχα δει να οργώνει τη γη στις όχθες της ή των εραστών που είδα εκεί τις προάλλες, αλλά αν κοιτάξω μόνο το φεγγάρι φέρνοντας στο νου μου κάποια από τις αρχαίες ονομασίες και μορφές του, τότε κινούμαι ανάμεσα στους θεούς και τα πράγματα που μας απελευθέρωσαν από τον θνητό μας εαυτό, τον εβένινο πύργο, τη βασίλισσα του νερού, το μεγαλόπρεπο ελάφι μέσα στα μαγεμένα δάση, τον άσπρο λαγό που κάθεται στην κορφή ενός λόφου, τον τρελό των παραμυθιών με το αστραφτερό του κύπελλο γεμάτο όνειρα, και μπορεί και να πιάσω φιλίες με κάποια από τούτες τις οπτασίες, ίσως και να συναντήσω τον Θεό εκεί ψηλά.

Έτσι, λοιπόν, αυτός που συγκινείται από τον Σαίξπηρ, ο οποίος αρκείται στα συναισθηματικά σύμβολα για να μας προσεγγίσει, ταυτίζεται με τη συνολική άποψη του κόσμου, αυτός, όμως, που συγκινείται από τον Δάντη ή τον μύθο της Δήμητρας, ταυτίζεται με τη σκιά του Θεού ή κάποιας θεάς και επομένως, αυτός που είναι απασχολημένος με διάφορα πράγματα απέχει από τα σύμβολα, η ψυχή ωστόσο κινείται ανάμεσα σε σύμβολα και εκφράζεται μέσω των συμβόλων όταν την καταλαμβάνει νάρκη ή τρέλα, ή όταν ο βαθύς διαλογισμός την έχει αποδεσμεύσει από τις παρορμήσεις που δεν της ανήκουν. «Και τότε», είπε ο Ζεράρ ντε Νερβάλ μιλώντας για την τρέλα του, «ίδα μπροστά μου να σχηματίζονται αμυδρά εικόνες από αγάλματα της αρχαιότητας τα οποία σιγά σιγά πήραν τη μορφή τους, έγιναν συγκεκριμένα και ήταν σαν να αντιπροσώπευαν σύμβολα των οποίων τη σημασία μόλις και μετά βίας κατάφερα να συλλάβω».

Σε κάποια παλιότερη εποχή, θα ανήκε σ’ αυτή τη μεγάλη παρέα που η εγκράτεια στέρησε από τις ψυχές της την ελπίδα και τη μνήμη, τον πόθο και τη μετάνοια, κι ίσως πιο αποτελεσματικά απ’ όσο θα μπορούσε η τρέλα του να τα στερήσει όλα αυτά από την ψυχή του, κάνοντάς τις έτσι να αποκαλύψουν την εναλλαγή των συμβόλων στα οποία οι άνθρωποι υποκλίνονται μπροστά στους βωμούς και προσπαθούν να τα καλοπιάσουν με λιβάνι και αναθήματα. Καθώς, όμως, ανήκει στην εποχή μας, ήταν κι αυτός σαν τον Μαίτερλινγκ, σαν τον Βιλιέ ντε Λίλ-Αντάμ στον Άξελ, σαν όλους αυτούς που ασχολήθηκαν με τα διανοητικά σύμβολα στην εποχή μας, που προφήτεψαν το νέο ιερό βιβλίο του οποίου όλες οι τέχνες, όπως είπε κάποιος, αρχίζουν να ονειρεύονται. Πώς είναι δυνατόν να ξεπεράσουν οι τέχνες τον αργό θάνατο της ψυχής του ανθρώπου, τον οποίο εμείς ονομάζουμε πρόοδο του κόσμου, και να αγγίξουν ξανά τις χορδές της ανθρώπινης καρδιάς χωρίς να ντύνονται τη θρησκεία, όπως γινόταν παλιά;

Αν υποθέσουμε πως οι άνθρωποι αποδέχονται τη θεωρία ότι ή ποίηση μάς συγκινεί χάρις στο συμβολισμό της, τί είδους αλλαγή θά ‘πρεπε να αναζητήσουμε στο ύφος της ποίησής μας; Μια επιστροφή στους τρόπους των προγόνων μας, ένα μείγμα περιγραφών της φύσης στο όνομα της ίδιας της φύσης, του ηθικού νόμου στο όνομα του ίδιου του ηθικού νόμου, ένα μείγμα όλων των ανεκδότων και όλης αυτής της μελέτης των επιστημών, που τόσο συχνά έκαναν να κοπάσει η φλόγα που φώλιαζε στον Τέννυσον, και αυτής της ορμητικότητας που μας ωθεί να κάνουμε ορισμένα πράγματα ή, με άλλα λόγια, θα ’πρεπε να συνειδητοποιήσουμε πως οι πρόγονοί μας έκαναν μάγια στον βήρυλλο για να τον κάνουν να φανερώσει τις εικόνες του πυρήνα του αντί να αντικατοπτρίζει τα γεμάτα ενθουσιασμό πρόσωπά μας ή τα κλαδιά που ταλαντεύονται έξω από το παράθυρο.

Μ’ αυτή τη μετάθεση του κέντρου βάρους, αυτή την επιστροφή στη φαντασία, με τη συναίσθηση ότι οι νόμοι της τέχνης, που είναι και οι κρυφοί νόμοι του κόσμου, μπορούν από μόνοι τους να περιορίσουν τη φαντασία, θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αλλαγή στο ύφος, και θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μέσα από τη σοβαρή ποίηση κάποιους ενεργητικούς ρυθμούς, όπως για παράδειγμα αυτόν του δρομέα, που ή θέληση τους έχει εφεύρει έχοντας πάντα κατά νου να φτιάξει ή να διαλύσει κάτι και θα ’πρεπε να αναζητήσουμε όλους αυτούς τούς κινητικούς, στοχαστικούς και οργανικούς ρυθμούς, οι οποίοι αποτελούν την ενσωμάτωση της φαντασίας που δεν μισεί και δεν επιθυμεί τίποτα επειδή έχει πια ξεμπερδέψει με τον χρόνο, και το μόνο που θέλει είναι να ρίξει το βλέμμα της σε κάποια πραγματικότητα, σε κάποια ομορφιά – κι ούτε θα ήταν πια δυνατό για κανέναν να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα της μορφής σε όλες της τις εκφάνσεις, γιατί, παρ’ όλο που μπορείς να εκθέσεις μια άποψη ή να περιγράψεις ένα πράγμα, όταν δεν έχεις επιλέξει σωστά τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσεις, δεν μπορείς να δώσεις μορφή σε κάτι που κινείται πέρα από τις αισθήσεις, εκτός βέβαια αν οι λέξεις σου είναι τόσο εκλεπτυσμένες, τόσο περίτεχνες, σαν να είναι γεμάτες με μια μυστηριώδη ζωή, όπως το σώμα ενός λουλουδιού ή μιας γυναίκας.

Η μορφή της προσωπικής ποίησης, αντίθετα από τη μορφή της λαϊκής ποίησης, μπορεί στ’ αλήθεια να είναι σκοτεινή καμιά φορά, ή ακόμα και ακατανόητη, όπως σε κάποια από τα ωραιότερα Τραγούδια της Αθωότητας και της Εμπειρίας, αλλά η τελειότητά της δεν πρέπει να επιδέχεται καμιά ανάλυση, και η λεπτολογία της οφείλει να αποκτά ένα καινούργιο νόημα κάθε μέρα, κι όλα αυτά πρέπει να τα κατέχει, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ένα τραγουδάκι γραμμένο σε μια στιγμή νωχελικής ονειροπόλησης, ή για ένα σπουδαίο έπος βγαλμένο μέσα από τα όνειρα ενός ποιητή και εκατομμυρίων γενεών που δεν κούρασαν ποτέ τα χέρια τους με το ξίφος.

 

* Η παραπάνω μετάφραση έγινε για λογαριασμό του περιοδικού Ευθύνη μετά από επιθυμία του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 305.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top