Fractal

✔ Προδημοσίευση: Ζακ Πρεβέρ «Βροχή και λιακάδα», Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος, Πρόλογος: Μάρω Βαμβουνάκη, εκδ. Καλέντη

 

 

Ο Γιάννης Θηβαίος έκανε την μετάφραση, η Μάρω Βαμβουνάκη τον πρόλογο και οι εκδόσεις Καλέντη βιβλίο. Έναν Πρεβέρ εν πολλοίς αμετάφραστο μέχρι σήμερα, ερωτικό, κινηματογραφικό, αλλά και κοινωνικό, πολιτικό όπως πάντα.

Μικρή γεύση από το βιβλίο προτού βγει στα βιβλιοπωλείο, ο πρόλογος, τα ποιήματα της αρχής.

 

Τίτλος πρωτοτύπου: La pluie et le beau temps

Editions Folio 1972

 

 

Ο μυστικισμός των «μικρών» και των «τίποτα»

 

Λέγεται ότι, μυστικισμός σημαίνει να βρίσκεις σημασίες στο ασήμαντο. Αν είναι έτσι, τότε ναι, ο Πρεβέρ είναι ένας μυστικιστής. Μαζεύει με εμμονή συλλέκτη ό,τι πιο τετριμμένο, καθημερινό, ελάχιστο, φευγαλέο σέρνει ο άνεμος στα πεζοδρόμια της ζωής και της πόλης, ό,τι τιποτένιο συμβαίνει πίσω απ’ το μισοφωτισμένο παράθυρο ενός σπιτιού, εικόνες σε θρύψαλα και θρύψαλα σε εικόνες, και τα κάνει πολύτιμη ποίηση. Τα ανόητα γίνονται νόημα, τα μικρά μεγάλα, τα σπαράγματα όλον. Και ξαφνικά, διαβάζοντας τους στίχους του, αναγνωρίζεις πως η μικροζωή σου είναι σπουδαία, πως η πεζότητά σου είναι ρυθμός, κι εσύ, από κοινός κι ασήμαντος μεταμορφώνεσαι σε ήρωα μια τραγωδίας που ζεις και δεν το καλοξέρεις, τα φάλτσα σου γίνονται όπερα και οι μιζέριες σου έπος. Μα υπάρχει μεγαλύτερος ανθρωπισμός από αυτό;

Με τέτοια υλικά και τέτοιες προθέσεις είναι φυσικό τα ποιήματα του Πρεβέρ να είναι δύσκολα, επειδή ακριβώς καταφέρνουν να μοιάζουν εύκολα.

 

Πορτοκάλια της πορτοκαλιάς

λεμόνια της λεμονιάς

βατόμουρα της βατομουριάς

ελιές της ελιάς

Μυστήρια μεγαλοπρεπή και καθημερινά

Η ζωή είναι ωραία

σκοτώνομαι να σας το πω

λέει ένα λουλούδι και πεθαίνει

 

Είναι σπάνια «η χάρις να γίνεσαι τόσο απλός», να προσεγγίζεις έτσι το στοιχειώδες. Ο Πικάσο συνήθιζε να λέει πως, στην τέχνη δεν ενδιαφέρουν οι καλές προθέσεις, ενδιαφέρει μονάχα το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα του Πρεβέρ σταλάζει σαν σταγόνα φθινοπωρινή που όπου κι αν πέσει, σε λερωμένο πεζοδρόμιο του Παρισιού, ή στην πεντακάθαρη χλόη μιας αλέας, είναι σταγόνα ακέραιη και ωραία, σημείο του Ουρανού.

Κι ύστερα, καταφεύγει επίμονα στη μαγεία της εμψύχωσης των άψυχων πραγμάτων, των πιο κοινών, εκείνων που είναι μπροστά μας τόσο βέβαια ώστε ούτε τα βλέπουμε, ζουν και αισθάνονται και επηρεάζουν τη ζωή των στίχων. Τα μολύβια, το τσάι που κρυώνει στο φλιτζάνι, η γραφομηχανή που συμπεριφέρεται σαν ερωμένη, ο μπερές στο κεφάλι μιας απελπισμένης από έρωτα, τα φύλλα του στροβιλίζει ο χειμωνιάτικος άνεμος γύρω από το φανάρι. Στον Σπασμένο καθρέφτη όλο το γεγονός θα εξαρτηθεί από ένα κορδόνι παπουτσιών που κόβεται, στο Paris at night το πάθος του ραντεβού θα φλογιστεί από τρία σπίρτα όταν ένα-ένα τελετουργικά θα ανάψουν. Κάποτε, όχι μόνο κάποιος ρόλος αλλά και η κεντρική εστίαση δίδεται σ’ αυτά, τα ελάχιστα πράγματα του περιθωρίου, κίνηση που συναντάμε εξάλλου και σε άλλους μεγάλους ποιητές. Όπως ο Λόρκα όταν η χαροκαμένη μάνα, αντί στο φονεμένο γιο, στρέφει το θρήνο της προς ένα μικρό μαχαίρι, όπως ο Νερούδα στα αχτένιστα σαν κάστανο μαλλιά της γυναίκας, όπως ο Άμλετ που, ξεχνώντας για λίγο τις θανάσιμες αμφιβολίες του, καρφώνει το βλέμμα στο λασπωμένο κρανίο ενός από παλιά νεκρού παλιάτσου.

Το να μεταφράζεις ποίηση και μάλιστα τέτοιου είδους και βαμβακερής λεπτότητας, με στίχους υφασμένους από νερό και αέρα, καταντάει άθλος επικίνδυνος μια και ισορροπεί στις πιο ρευστές επιφάνειες. Γιατί η ποίηση είναι και ανάσα, ρυθμός, υπονοούμενα, στίξη και θέση λέξεων και των τονισμών ακροβατική. Φέρει, ακόμα και ασυνείδητα, θέλει και δεν θέλει, ένα πολιτισμό, ένα παρελθόν, φαντάσματα αρχαίων εκφράσεων που είναι ίσως ξένα στη χώρα του μεταφραστή. Πώς να μεταφράζεις τις σιωπές, τις τόσο προσεχτικά ζυγισμένες ανάμεσα στα λεγόμενα; Τις τρομερές σιωπές!…

Όμως εδώ, ο Γιάννης Θηβαίος πετυχαίνει να αποκαλύπτει τις αρετές του μεγάλου ποιητή πίσω από μια συγκινητική διαφάνεια. Ο μεταφραστής, με ασκητική ταπείνωση μπορεί και μαζεύει πίσω το εγώ του και αφήνει τον Πρεβέρ να βγει σαρωτικός στη σκηνή των σελίδων και να κάνει τα δικά του μαγικά νούμερα. Ροή, φυσικότητα, άνεση που χαρίζει μόνο ο πολύς, κρυμμένος μόχθος αποκαλύπτουν αισθήματα και νοήματα, το διεισδυτικότερο: ατμόσφαιρες και θερμοκρασίες, με διαύγεια μοναδική. Είναι σίγουρο πως έχει εργασθεί σκληρά για να έχει καταφέρει να μαλακώσει τόσο τον λόγο, να καταλήγει σε τέτοια αμεσότητα, σαν να προκύπτουν με το τίποτα οι ελληνικοί στίχοι. Γιατί είναι άνθρωπος που ξέρει να ταξιδεύει με τα χέρια στις τσέπες μέσα στο γαλλικό σύμπαν, σύμπαν περιεκτικότατο, από τη χαριτωμένη μικρολογία του μπουλβάρ μέχρι το μεγαλειώδη λόγο των Αθλίων του Ουγκώ. Από το πέθιμο Ρέκβιεμ του Μπερλιόζ, την ηδονική επανάληψη του Μπολερό, τον σπαραγμό της Πιαφ, μέχρι τις χαμηλότονες παρλάτες του Ζωρζ Μπρασένς, όλα με αμείωτη και ακατάληπτη γοητεία – αφού η γοητεία πάντα ακατάληπτη είναι – μπορεί να αισθάνεται, και ως εκ τούτου να αποδίδει, εκείνο που γράφει ο Πρεβέρ:

 

Ένα στυλό ή ένα μολύβι τρέχοντας πάνω στο χαρτί

περιγράφει το τοπίο

και το τοπίο ακούει προσεχτικά

γιατί ο ταξιδιώτης του αρέσει

και ακούει την ομιλία

που το περιγράφει κατά γράμμα

 

Κι εφόσον η ποίηση κρύβεται είπαμε και στα μηδαμινά, είναι παντού, ακόμα και σε ένα μισοσκότεινο, σκονισμένο γραφείο της πόλης:

 

Ένας άντρας γράφει στη γραφομηχανή ένα γράμμα ερωτικό και

η μηχανή απαντά στον άντρα και με το χέρι και στη θέση της παραλήπτριας

 

Ο λόγος στη γαλλική γραφή, όσο ίσως πουθενά αλλού τόσο, ανακατώνεται με την υπόγεια μελωδία, η έννοια και η μουσική δεν ξεχωρίζουν όσο σε άλλες λογοτεχνίες. Μπορεί όχι μόνο να ενισχύει η μία την άλλη, αλλά και να θυσιαστεί η μια για χάρη της άλλης, να αλληλοβυθιστούν από έρωτα. Σαν τρίτο στοιχείο, το εικαστικό, το λεπταίσθητα ζωγραφικό, συχνά σε μαυρόασπρες φωτογραφίες, συχνά αφαιρετικό όπως η πινελιά κινέζου μελανογράφου, πνέει και περιτυλίγει τα έργα και σκορπά εικόνες φευγαλέες, που δύσκολα λησμονιούνται. Κι αν ξεχάσεις το ποίημα, οι εικόνες του θα τυπωθούν στο μαύρο θάλαμο της μνήμης σου, ακόμα και αδέσποτες από τα υπόλοιπα. Θα συνδυαστούν ίσως περισσότερο από όλα τα άλλα με το όνομα, Ζακ Πρεβέρ.

Όσο προσπαθώ να επιλέξω κάποια «δείγματα βυθού» από τούτο το ωραίο βιβλίο, τόσο χάνομαι στο μαγικό του καλειδοσκόπιο και δεν ξέρω τι είναι καλύτερο από το άλλο. Σε όλα σκαλώνω και καθυστερώ για δική μου απόλαυση. Αν είναι δύσκολο να μεταφράσεις την ποίηση, άλλο τόσο, και πιο πολύ δύσκολο, είναι να την περιγράφεις, να προσπαθείς με τα άχαρα λόγια σου να φανερώσεις τη χάρη της. Δε γίνεται! Θυμάμαι τον Ελύτη να λέει κάτι παρόμοια απειλητικό, πως, κι αν πιάσεις και φυλακίσεις το πουλί, τον κελαϊδισμό του δε γίνεται να το φυλακίσεις.

Και έτσι όπως μου ξεφεύγουν κι εμένα κελαϊδισμοί, οι στίχοι του Πρεβέρ, μεταφρασμένοι μοναδικά από τον Γιάννη Θηβαίο – τον Γιάννη που λέει  αγαπάει τις μακρόσυρτες «Κακοκαιρίες» – δεν προλαβαίνω παρά να αρπάξω κάτι από τη μελωδική ειρωνεία, κάτι από το αριστουργηματικό «Τι συμβαίνει!»

Να μεταφέρω ως τέλος ατελείωτο, ένα θάνατο που δε λέει να φύγει από τη ζωή, με ένα παράπονο που δε θάβεται, σε ένα γάμο που δε λυτρώνεται, με ένα χορό πένθιμο και επιπόλαιο, με μια πίκρα που το χιούμορ την κάνει πικρότερη:

 

-Ω έχασα τη γυναίκα μου! τραγουδάει και χορεύει ο χήρος απαρηγόρητος,

ιλαρός κι απελπισμένος, με νεύρα σπασμένα και μπαλωμένα.

Ο άντρας μου μ’ έχασε! Τραγουδάει και χορεύει η γυναίκα, η νεκρή

του ζωντανού, χαμογελαστή, αδιάφορη, αλλά πάντοτε θλιμμένη όπως και στο

παρελθόν.

Ο άντρας μου με έχασε, που ποτέ δεν με είχε βρει!…

 

………..

Και χορεύουν δεξιά κι αριστερά, κοντά στο νεκροταφείο, κοντά στο σαλόνι του

τσαγιού, και μαζί και χώρια, μαζί, όπως κοιμόνταν….

 

ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

Συγγραφέας

 

Jacques Prevert

 

 

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

(Λότο κριτική)

 

Τα έχουμε μπερδέψει όλα

αυτό είναι γεγονός

Επωφεληθήκαμε από την ημέρα της Πεντηκοστής για να κρεμάσουμε

Πασχαλινά αυγά του Αγίου Βαρθολομαίου στο Χριστουγεννιάτικο

δέντρο της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου

Έκανε κακή εντύπωση αυτό

Πολύ κόκκινα ήταν τ’ αυγά

Το περιστέρι το ‘σκασε

Τα έχουμε μπερδέψει όλα

αυτό είναι γεγονός

Τις μέρες με τα χρόνια τις επιθυμίες με τις λύπες και το γάλα με το

καφέ

Στο μήνα της Παναγίας λένε τον πιο όμορφο μήνα βάλαμε την Παρασκευή

και δεκατρείς και την Κυριακή των Γαΐων την ημέρα του θανάτου του

Λουδοβίκου 16ου την τρομερή χρονιά την Ώρα του βοσκού και πέντε λεπτά στάση για φαΐ

Και προσθέσαμε χωρίς ρίμα ούτε αιτία χωρίς ερείπια ούτε σπίτια χωρίς

εργοστάσια και δίχως φυλακές τη μεγάλη εβδομάδα με τις σαράντα ώρες και τις τέσσερις Πέμπτες

Κι ένα λεπτό φασαρία

παρακαλώ

Ένα λεπτό με κραυγές χαράς τραγούδια γέλια και κρότους κι ατέλειωτες

χειμωνιάτικες νύχτες για ύπνο κι άλλες ώρες ακόμη για να ονειρευτούμε πως είναι καλοκαίρι κι ατέλειωτες μέρες για να κάνουμε έρωτα και ποτάμια για να κάνουμε μπάνιο λιακάδες για να στεγνώσουμε

Έχουμε χάσει τον καιρό μας

αυτό είναι γεγονός

αλλά ήταν ένας τόσο κακός καιρός

Βάλαμε μπροστά το ρολόι

Σκίσαμε τα ξερά φύλλα του ημερολογίου

Αλλά δεν έχουμε χτυπήσει κουδούνια στις πόρτες

αυτό είναι γεγονός

Μόνο γλιστρήσαμε στις κουπαστές των σκαλοπατιών

Μιλήσαμε για κρεμαστούς κήπους

ενώ εσείς ήδη βρισκόσαστε στα ιπτάμενα οχυρά

και σβήνετε απ’ το χάρτη μια πόλη ολόκληρη πιο γρήγορα απ’ όσο θέλει ο

μπαρμπεράκος για να ξυρίσει όλους τους άντρες του χωριού του

Ερείπια μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο

ο ίδιος ο βαφέας πεθαίνει

πως θέλετε να πενθήσουμε λοιπόν

 

Αύγουστος 1940, Ζυρανσόν.

 

 

 

Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ

 

Ξαπλωμένος σε μιαν έξοδο ζεστού αέρα

γωνία μπουλβάρ Βικτωριά και οδού Λαβαντιέρ-Σαιντ-Οπορτύν

ένας κηφήνας του δρόμου βασιλιάς

ορθώνεται τρικλίζοντας

πιωμένος του σκασμού

κι ουρλιάζει στο φεγγάρι

 

Ναι έχω ένα πόδι γυάλινο

και ξύλινο ένα μάτι

κι όμως δεκαπέντε γυναίκες βγαίνουν για μένανε στην πιάτσα

Σαν τα δάχτυλα του πιανίστα στο ελεφαντόδοντο του πιάνου

σαν τις μικρές μπαγκέτες στου ταμπούρλου το τομάρι

κουνάν γαμπίτσες στην μπουλβάρ Στρασμπούργκ

γδύνονται τα μαύρα

και με γέλια λιγοστά

προσφέρονται στους τέσσερις ανέμους

πρωί και βράδυ

Πλαγιάζουν με τη μιζέρια

κάνουν σαν το σκουπιδιάρη

κοιμούνται ορθές μαζί με τους υποτιμημένους τους ακρωτηριασμένους

τους φτωχούς τους υποσιτισμένους

Ένα νεύμα κι ο κομιστής κατεβαίνει από το αμάξι

Κι ο πολύ θλιβερός έρωτας γίνεται ευθύς

στην πίσω βοηθητική ρόδα

Κι όταν πούλησε μολύβια μια ντουζίνα

ο έμπορος μολυβιών ούτε κι αυτός είπε όχι

κι ο άνθρωπος ορχήστρα με το καμένο πρόσωπο δεν σταματά τη

μουσική χάδια για να δεχτεί

 

Ναι

δεκαπέντε γυναίκες σας το λέω δεν σας το κρύβω

με περιμένουν κάθε βράδυ στην Πηγή των Αθώων

τα χέρια ν’ απλώσω σαν πανεράκι λυγαριάς

η λυγαριά τραβά τα φράγκα

κι αυτά τη λυγαριά

 

Ω ξέρω πώς σκέφτεστε άνθρωποι καλοί κι αγαθοί

Όλα στον εαυτό του μπορεί να τα προσφέρει

ο άνθρωπος αυτός με τα λεφτά του

Αν θέλετε να μάθετε τι κάνω τα λεφτά τα βάζω στο βρακί μου

και την ώρα περιμένω

την ώρα που ανοίγει η αγορά των λουλουδιών

κι όταν έρθει η ώρα

αγοράζω λουλούδια απ’ τους σωρούς των λουλουδιών

και παίρνω το τραίνο απ’ το γκαρ ντε λ’ Εστ

Ω ξέρετε τι είναι για το Παρίσι το γκαρ ντε λ’ Εστ

ή το έχετε ξεχάσει

Και οι δεκαπέντε γυναίκες μου με συνοδεύουν στο σταθμό

και με δάκρυα στα μάτια κουνάνε τα μαντήλια

και το τραίνο ξεκινά και με παίρνει με τους άλλους ταξιδιώτες

ναι το τραίνο ξεκινά και με παίρνει μαζί με τα λουλούδια

κι αυτά τα λουλούδια εγώ τα φέρνω

σ’ αυτή την ανυπόφορη στρίγγλα

που αφήνει στην αποβάθρα του σταθμού

την τρομακτική κραυγή της

 

Κουφέτα του Βερντέν

Μαγδαληνές

Γλυκά του Κομερσί

 

Ας της φέρω λουλούδια

όπως σε μια νεκρή κάτω απ’ τη γη

για να σωπάσει

ναι

να πάψει την κραυγή για μια στιγμή

Η Μαρία η Μαγδαληνή του Κομερσί

τη φρικιαστική της πολεμική κραυγή

που φέρνει γρουσουζιά στο αδειούχο που ξαναγυρίζει στη σφαγή.

 

 

 

ΟΛΑ ΦΕΥΓΑΝ

 

Υπήρχαν γυναίκες αδύναμες

γυναίκες εύκολες

και γυναίκες μοιραίες

που θρηνούσαν ούρλιαζαν έκλαιγαν με λυγμούς

μπροστά στους ανθρώπους που σαν άχυρα

καιγόντουσαν

Παιδιά χαμένα έτρεχαν στους ερειπωμένους δρόμους

κατάχλομα μη ξέροντας πού βρίσκονται

Και οικογενειάρχες

που δεν αναγνωρίζανε τη στέγη του σπιτιού τους

ανεβοκατέβαιναν έξαλλοι πάνω κάτω

μέσα σε μια βροχή από ψάθες άχυρα κουτάλια και φτερά

Όλα φεύγαν

Η πόλη κατέρρεε

αναδευότανε

θρυμματιζότανε

γύριζε γύρω απ’ τον εαυτό της

ενώ ακίνητη φαινόταν

Μαύρα γουρούνια τυφλωμένα

απ’ το ξαφνικό σκοτάδι

ενός μοντέρνου γουρουνάδικου

καλπάζανε

Η πόλη έφευγε

φτύνοντας αίμα και νερό

κι αέρια

Όσοι ονειρεύονταν μόνο πληγές και τραύματα

ξυπνούσαν

αποκεφαλισμένοι

έχοντας χάσει χτένες βούρτσες

κι άλλα τέτοια καθημερινά

Ένας μαύρος  γάμος ήδη νεκρός

από τους νιόνυφους ως τον κουμπάρο

κρατούσε μια ισορροπία επίπλαστη

μπρος σ’ ένα φωτογράφο

καβουρντισμένο τρομαγμένο

Νέα ερείπια ολοκαίνουργια

φόρος πολέμου

παιχνίδια ανοικοδόμησης

κέρδη κι απώλειες

ξύλα και κάρβουνα

Στην άκρη του σπιτιού ενός εργάτη

αφημένη μια ομελέτα

κρεμόταν σαν παλιόρουχο

σε μια σπασμένη τζαμαρία

και τ’ απομεινάρια ενός παλιού απανθρακωμένου κρεβατιού ανακατεμένα

με τα πριονίδια ενός μπουφέ εξαφανισμένου

η απανθρακωμένη σάρκα του ανθρώπου έγινε ένα με το κρέας που τρώμε

Στο όνομα της προόδου

άνθρωποι αδέκαστοι ακολουθούσαν πλήρως την προοδευτική διάσπαση

της ζωντανής ύλης

της χαμένης.

 

 

 

ΕΞΩ

 

Ένα παιδί βαδίζει ονειροπολώντας το όνειρό του τον ακολουθεί χαμο-

γελώντας

όχι σαν όνειρο κατοπινό όταν θα μεγαλώσω

όχι

ένα όνειρο τωρινό αστείο κοντινό και ζωντανό

Και το παιδί γλιστράει και πέφτει και τ’ όνειρό του σπάει και το παιδί

απομακρύνεται κουτσαίνοντας κι αφήνει στο πεζοδρόμιο μια

μικρή κηλίδα αίμα

Φτάνει τότε ο γερο-άποικος που όλοι ακόμα αποκαλούν ο Διοικητής

Παγερός μπρος στην κηλίδα ψέγει επιδεικτικά

Ω αίμα

αίμα παιδιού

αίμα χαμένο

και άδικα σκορπισμένο

δεν έπρεπε να χυθείς παρά στην ώρα σου

και για της Αυτοκρατορίας τη σωτηρία

Όμως το αίμα το δικό του τώρα οργίζεται

το ξινισμένο του αίμα

το ξεθωριασμένο το ξεραμένο το γερασμένο στην υπηρεσία του στρατού

Και

περνώντας σύμφωνα με τους κανονισμούς την αρτηριοσκληρωτική και

τρίχρωμη ιεραρχία

του δίνει άσχημη γεύση προτού χαλάσει

οριστικά

Η γη γυρίζει βίαια κι η άκρη του κράσπεδου όπου υπάρχει ακόμα η

κηλιδούλα απ’ το αίμα υψώνεται ως την κεφαλή

του Διοικητή

Τότε ένας κύριος που σίγουρα είναι κάποιος έρχεται αμέσως με κάτι

πλάκες γυάλινες και σκύβει κι αυτός στο πεζοδρόμιο αλλά με πολλή

ευαισθησία

 

Λίγο μετά στο αμφιθέατρο μπρος σ’ ένα κοινό εκλεκτό αποδεικνύει στον

κόσμο την αιώνια ομορφιά του ανθρώπινου γένους που επιτρέπει σ’

έναν παλιό στρατιωτικό εξήντα εννιά χρονών να επιστρέψει τη ψυχή του στο Θεό χύνοντας τελικά μόνο λίγο αίμα όμοιο και τούτο αποδεικνύεται

επιστημονικά με ενός μικρού παιδιού

Τότε με μια θερμή κι απίστευτη ορμή νόμιμης περηφάνιας ο κόσμος όλος

κλαίει από συγκίνηση αγκαλιάζεται  χειροκροτεί κι ορθός

Εμπρός παιδιά σαν ένας ψάλλει

Και όλοι μαζί σαν ένας από τη μια κι από την άλλη ένας μόνος έμεινε

καθιστός

ένας παρασκευαστής που ήρθε εδώ από πλήξη

Αυτομάτως και με μιας τον έδειξαν με το δάχτυλο και τον κεραυνοβόλησαν

με το βλέμμα

Συγχωρέστε με νύσταζα

βρίσκω τον πόλεμο θανάσιμα ανιαρό

καταλαβαίνετε λοιπόν

Όμως μην ενοχλείστε

μη σταματάτε το ξεφάντωμά σας

εμπρός εμπρός

εμπρός παιδιά εμπρός εμπρός

αίμα μιαρό ας ποτίζει τα χνάρια σας κι οι σάλπιγγες της Ιεριχούς σε κάθε

τέτοια μεγάλη στιγμή ας γκρεμίζουν τα τείχη

Συγχωρέστε με τέλος που τάραξα αφελώς τις μεγάλες αιματηρές σας

διαχύσεις

Γι αυτό τον πέταξαν έξω ατιμωτικά

Έξω

παρόλο που ο πόλεμος κι ο θάνατος είναι χαραγμένα μέσα στο μυαλό του

έξω σαν κάθε μέρα

τρέχει στο ερωτικό του ραντεβού

Γι αυτόν

το αίμα είναι πάντα

ο πιο θερμός της ζωής εραστής

 

Όσο υπάρχει ένα βαρέλι κόκκινο κρασί πίσω απ’ το μαγαζί του

φεγγαριού

Όσο υπάρχει μια καράφα δροσερό νερό στη βεράντα

του ήλιου

Όσο υπάρχει ένα σμάρι ψάρια σε κάθε θαλάσσιο κύμα

 

Όσο υπάρχει

Ένα κορίτσι ανήσυχο μπροστά στον ημεροδείχτη

Που καρτερεί δίχως λέξη να πει το αίμα να φανεί.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top