Fractal

Διήγημα Fractal: “Βουτιά στην κατηφόρα”

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου // *

 

old-bike2

 

Ο Κωστής ο μικρός σκούπισε τα χέρια του στο παντελόνι του, έπιασε το ποδήλατο και ξεκίνησε να πάει να βρει τον παππού του, τον Κωστή τον μεγάλο να κουβεντιάσουν για αυτό που τον απασχολούσε. Το είχε παιδέψει μέσα στο νου του μέρες πολλές, το δούλευε στο κεφάλι του  και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως μόνο ο παππούς θα μπορούσε να τον βοηθήσει. «Αφού από τον παππού το κληρονόμησα αυτό», σκέφτηκε νευριασμένος, και ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα και να τα παίρνει μακριά ο αέρας. «Νερό! Πάντα το νερό!» είπε και σκούπισε τα μάτια του που συνέχισαν να τρέχουν με την ανάποδη του χεριού του με αποτέλεσμα να συγκρουστεί σχεδόν πάνω στον φίλο του τον Γιαννή που ερχόταν από απέναντι. «Είσαι στραβός;», του έβαλε τις φωνές ο Γιαννής παραμερίζοντας. Ο Κωστής συνήλθε απότομα. «Παράτα μας!», είπε και πήρε το ποδήλατο στα πόδια του. Το σπίτι του παππού  ήταν πάνω στο λόφο και ήθελε δύναμη να το φτάσεις. Ήτανε ένα σπίτι απόμερο που οι περισσότεροι στην περιοχή απέφευγαν να περάσουν. «Είναι επειδή θεωρούν τον παππού περίεργο!», σκέφτηκε ο Κωστής. Τον πιστεύουν τρελό, αλλόκοτο. Πώς τον είχε πει μια φορά ο άλλος παππούς; Αλλοπαρμένο! Ότι τον είχαν πάρει οι «άλλες». Και ότι από μικρό τον κορόιδευαν και δεν ήθελαν να τον κάνουν παρέα! «Πάντα το νερό!», μονολόγησε ξανά ο Κωστής. Η ικανότητα του παππού να το βρίσκει, να το ανακαλύπτει μέσα στα έγκατα της γης. Κάθε φορά που ήταν να γίνει ανομβρία, που χανόταν το νερό από την γη καλούσαν οι χωριανοί τον παππού του να βοηθήσει. Και πάντα πήγαινε ο παππούς. Επειδή το χάρισμα δεν ήτανε δικό του να κρατήσει. Αλλά του κόσμου και έπρεπε όποτε του ζητούσε κάποιος να βοηθήσει. Τα παρατούσε όλα και άρχισε το «ταξίδι». Επειδή δεν ήταν εύκολο να βρεις  νερό. Δεν είναι εκεί να σε καρτερά το νερό να το έβρεις. Πρέπει να κάμεις την προσευχή σου. Να ακούσεις τον ήχο του μέσα σου. Να αφουγκραστείς την μεγάλη εικόνα. Να γίνεις Άξιος. Το νερό θέλει παρακάλια. Θέλει κάλεσμα. Θέλει να το καλοπιάσεις. Πήγαινε εκεί και στάσου. Βάλε τα χέρια σου οριζόντια. Κλείσε τα μάτια σου. Θα το νιώσεις. Στα ακροδάχτυλά σου στην αρχή. Στις παλάμες σου. Μετά στο χέρι σου. Περίμενε! Να αφήσεις το νερό να φτάσει στην καρδιά σου. Να αναβλύσει εκεί. Να ανοίξεις τα μάτια σου μετά. Να το δεις. Η μυστική συμφωνία. Και μετά αν δεχτεί, να το πεις και στους άλλους. «Γιατί έτυχε παππού να βρεις νερό και να μην το πεις;», τον ρώτησε κάποτε  ο Κωστής. Έτυχε! είπε ο παππούς. Βρήκε το νερό, αλλά το νερό ήθελε μόνο ο παππούς να το δει. Και δεν είπε που ήταν. Επειδή δεν γινόταν να το κακοκαρδίσει το νερό. «Μετά δεν θα σου ξαναφανερωθεί», είπε ο παππούς. Δεν θα σου ξαναμιλήσει ποτέ.

Δεν του άρεσαν  πάντα του Κωστή αυτές οι ιστορίες. Ούτε κάτι μισόλογα που άκουγε στο χωριό ότι δήθεν ήταν ο διάδοχος στο νερό, επειδή ήταν ο δεύτερος γιός της δεύτερης κόρης και πάντα, πάντα το χάρισμα πήγαινε σε αυτόν. Ο Κωστής δεν ήθελε χαρίσματα και ιστορίες στην ζωή του. Ήθελε να παίζει με το ποδήλατο, να βλέπει λίγη τηλεόραση, να πηγαίνει κουτσά στραβά στο σχολείο. Δεν ήθελε να μην το παίζουν και να του λένε ονόματα και ιστορίες πίσω από την πλάτη του. «Χαρίσματα και χαζομάρες». Αλλά μετά σφίχτηκε η καρδιά του επειδή δεν ήταν αστεία πράματα αυτά και φοβόταν ότι το νερό είχε αρχίσει σιγά-σιγά να του μιλά. Ήταν τώρα κάτι μήνες που ένιωσε τα πρώτα σημάδια πάνω στα χέρια του, κάτι μυρμήγκιασματα πάνω στα δάχτυλά του όταν περνούσε τον Ασπρόγκρεμο που όλοι ήξεραν πως είχε υπόγεια λίμνη. Ένιωθε τα δάχτυλα του να πάλλονται, τα χέρια του να τρέμουν. Μετά, ένα σφίξιμο, ένα άρπαγμα στην καρδιά, όταν όπως έτρεχε στην κατηφόρα με το ποδήλατο δυνατά και ένιωθε να πέφτει στο κενό. Το ξανάνιωθε όταν περνούσε από πηγάδια, από λίμνες φανερές και κρυφές. Η ίδια πάντα αίσθηση, το μυρμήγκιασμα , ο παλμός και μετά το σφίξιμο. Η βουτιά στην κατηφόρα.

Δεν είπε σε κανέναν τίποτε ο Κωστής, ούτε της μάνας του, ούτε στα αδέλφια του επειδή δεν ήθελε να αρχίσουν τα λόγια. Σκέφτηκε να σιωπήσει, ίσως έτσι να το κάμει να περάσει. Φύγε έλεγε νερό, φύγε. Δεν θέλω να σε νιώθω. Αλλά τούτο σαν να δυνάμωνε αντί να ησυχάζει, γινόταν φωνή δυνατή και έμπαινε και στα όνειρα του τις νύχτες και τον καλούσε. Έβλεπε και μιαν κοπέλα τελευταία, μιαν κόρη με ρούχα γαλάζια και μαλλιά γαλανά και του έγνεφε, του άπλωνε το χέρι και του μιλούσε χωρίς να μιλά. «Έλα!», του έλεγε χωρίς να κουνά τα χείλη, έλα, έλα. Αλλά ο Κωστής δεν πήγαινε! Κρατιόταν από τα σεντόνια του, από το κρεβάτι του, από την ζωή του! Φύγε! Φύγε, δεν έρχομαι! «Έλα», έλεγε εκείνη και μερικές φορές όπως χθες βράδυ γελούσε κιόλας και του έλεγε «θα έρθεις! Θα έρθεις κι εσύ».

Δεν ήθελε να πάει πουθενά ο Κωστής. Φοβόταν, ήταν μικρός, την ήθελε την ζωούλα του, το ποδήλατό του. Τα καλοκαίρια του. Δεν ήθελε χαρίσματα. Δεν ήθελε νερά, δεν ήθελε τίποτε. «Παράτα με!», φώναζε τις νύχτες στην  κόρη την γαλανή. Δεν έρχομαι! Να φύγεις. Αλλά εκείνη γελούσε και του έγνεφε. Για αυτό πήγαινε τώρα να δει τον παππού. Να ζητήσει ο παππούς από το χάρισμα να φύγει.

Βρήκε τον παππού να κάθεται κάτω από την λεμονιά, να έχει μπροστά του ένα ποτήρι νερό και να το κοιτάζει. Να μην το πίνει. Του φάνηκε σαν μαραζωμένος. Πέταξε το ποδήλατο ο Κωστής. Πήγε κοντά του. «Παππού!». Τον κοίταξε αργά ο παππούς και ο Κωστής φοβήθηκε. Ο παππούς ήταν πιο μεγάλος, πιο γερασμένος. «Παππού!», είπε πάλι θυμωμένα . Ο παππούς δεν μίλησε πάλι. Έπιασε το ποτήρι με το νερό, έδωσε του να πιει. «Δεν το θέλω παππού!», νευρίασε ο Κωστής. «Δεν πίνω!». Δεν υπάρχει επιλογή, είπαν τα μάτια του παππού. Δεν είναι δικό σου το χάρισμα να το χαρίσεις. «Δεν το θέλω!», φώναζε τώρα ο Κωστής. «Δεν πάω!», είπε και το έριξε στο χώμα να σπάσει. Δεν υπάρχει επιλογή, είπαν τα μάτια του παππού. Άρχισε να κλαίει τώρα ο Κωστής. Έπιασε το ποδήλατο, να κατεβεί το λόφο να φύγει. Έτρεχε και έκλαιγε. Τα πόδια του τον πήραν αθέλητα στον Ασπρόγκρεμο. Ζαλίστηκε! Σταμάτησε εκεί ψηλά. «Δεν το θέλω», είπε ξανά, σιγανά.  Δεν θέλω να πάω. Μετά, ένα σφίξιμο, ένα άρπαγμα στην καρδιά, όταν όπως έτρεχε στην κατηφόρα με το ποδήλατο δυνατά και ένιωθε να πέφτει στο κενό. Ο παλμός, το σφίξιμο. Η βουτιά στην κατηφόρα. Δεν θέλω, δεν πάω. Ψιθύρισε ο Κωστής. Ο Κωστής ο μικρός. Και τότε άκουσε την γαλανή φωνή. Να γελά σιγανά, λιγάκι κοροϊδευτικά. «Ήρθες. Όλοι έρχονται στο τέλος».

 

k_sotiriou* Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1975. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου  και εργάζεται ως Λειτουργός Τύπου στον Κλάδο Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου  και πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διηγήματα της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Το βιβλίο της «Η Αϊσέ πάει διακοπές», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top