Fractal

Διήγημα: “Τα Παπούτσια της Μαρούλως”

της Βούλας Τζιλιάνου // *

 

Typewriters

 

Έβγαλε τις φουρκατέλλες με γρήγορες κινήσεις να ελευθερώσει τα γκρίζα μακριά μαλλιά της από το χαμηλό κότσο, όλη μέρα στα χτήματα και να κουβαλήσει και στο κεφάλι το κανίστρι με τα λάχανα και τα φρούτα, απόκαμε . Ο ποδολόγος της είχε φάει το κεφάλι….και τότε έπεσε το μάτι της μέσα από τον καθρέφτη,….στο μικρό σημείωμα που ήταν αφημένο πάνω στον κομό πλάι από τη φωτογραφία του αδελφού της του Σπύρου που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Κάτι την άρπαξε ..κάτι μαύρο…. ΄Αφηκε τις φουρκέτες να πέσουν από τα χέρια της γύρισε το κεφάλι με τα μισά ξέπλεκα μαλλιά και άρπαξε το σημείωμα. Μάνα θα σκοτωθώ, θα πνιγώ… συγχώρεσε με.. θα βρεις τα παπούτσια μου στο πηγάδι.

Για μια στιγμή θόλωσαν τα μάτια της τα πόδια της δεν υπάκουσαν στην εντολή του εγκεφάλου να κουνηθούν προς τη κάμαρα της Μαρούλως. Έμεινε σύξυλη…εκεί ..κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη και το χέρι της που κρατούσε το σημείωμα και νόμιζε ότι έβλεπε κάποιαν γυναίκα άλλη… έναν αντικατοπτρισμό μιας άλλης ζωής που δεν την αφορούσε.

Της ήρθε στο νου ο σκύλος της Μαρούλως που ήταν δεμένος ακόμα κάτω από την τσαντσαμιδιά και δεν γαύγισε όταν πέρασε από κοντά του…. Τώρα επιτέλους ξεκόλλησαν τα πόδια της από το πάτωμα και αυτόματα έτρεξαν προς την σκάλα ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά που έτριζαν και ρίχτηκε με όλο το βάρος της στην πόρτα της κάμαρας με την ανάσα φωτιά να καίει τα ίδια της τα ρουθούνια. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε…προσπάθησε να μαντέψει τι θα έβλεπε όταν άνοιγε η πόρτα…πέρασαν όλες οι σκηνές αυτοχειρίας που είχε διαβάσει στις ιστορίες του Ρομάντζου… ανατρίχιασε και με μία αποφασιστική κίνησε γύρισε το πόμολο. Η πόρτα έτριξε και άνοιξε ..στο ισχνό φως του φεγγαριού που έμπαινε από τη φανέστρα είδε το κρεβάτι άδειο το δωμάτιο τακτοποιημένο…άνοιξε σαν τρελή τη ντουλάπα και έψαξε με τα μάτια σπίθες ποια παπούτσια έλειπαν και αν έλειπαν.. δεν ήταν και πολλά ..ναι όντως μια θέση ήταν άδεια. Έπιασε το κεφάλι της …το στήθος της ξεσκιζόταν από τους χτύπους της καρδιάς.. έμεινε ένα δευτερόλεπτο-αιώνα ίδια στήλη άλατος και με μια κραυγή …αυτή την κραυγή της Μάνας ή του πληγωμένου ζώου..κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στην αυλή. Στο διάβα της έριξε τα πιτέρια με το βασιλικό η μυρωδιά τους της έδωσε χαρά και παρηγοριά. Κοντοστάθηκε λίγα μέτρα πριν το πηγάδι. Η μυρωδιά η ομορφιά της νύχτας δεν προμήνυαν κανένα κακό. Και το σημείωμα…; ήταν το σημείωμα… Κοίταξε το πηγάδι και σκέφτηκε ότι αν είχε πέσει η Μαρούλω της θα είχε χύσει και το γάλα που είχε κρεμάσει με το μακρύ σκοινί να στέκει δροσερό μέχρι το πρωί , τι θα τάιζε τα παιδιά της αύριο.; Θυμήθηκε το φίδι που είχε βρεί τις προάλλες μέσα στο τενεκέ να πίνει το γάλα…. θυμήθηκε τον πατέρα της χρόνια πεθαμένο να στέκει εκεί καθιστός με τα μεγάλα του πόδια ανοιχτά και να αγκαλιάζει το μαστέλο με το κρύο νερό και τα φραγκόσυκα που μόλις είχε κόψει να παγώνουν. Είδε τον εαυτό της 5-6 χρονών πρώτη να στέκεται στην σειρά από τις άλλες τέσσερις αδελφές της και τον μικρότερο αδελφό το Σπύρο, να κρατά το τσίγκινο πιατάκι στο λιανό χεράκι και να περιμένει να παστρέψει ο πατέρας τα παυλόσυκα ..να πάρει το μερτικό της. Είναι δυνατόν να ζεις μια ζωή μόνο μέσα σε μία στιγμή ..μόνο και μόνο από τον φόβο και τον τρόμο…θεέ μου ας είναι ψέμα ας είναι χωρατό …και η ζωή της να περνά μέσα από τα μάτια της τώρα αυτή τη στιγμή και να μην την αφήνει να πλησιάσει το χείλος του πηγαδιού λές και ήταν επιτακτικό να ζήσει πάλι τη ζωή της εκεί μπροστά στην επικείμενη τραγωδία ….βλέπει τη μάνα χρόνια και αυτή πεθαμένη με την κυρτή της ράχη να την ισιώνει στο καλάμι που κρατάει και να μαζεύει τα ασπρόρουχα από το σκοινί πριν πιάσει η βροχή. Το πρωί είχε βάλει να πλύνει με αλυσίβα τα σεντόνια είχε βάλει στάχτη και δαφνόφυλλα να μοσχομυρίσουν.. χτυπούσαν τώρα στον αέρα που είχε σηκωθεί συνοδεία της βροχής που ερχόταν από λίγο μακρύτερα από τον Παντοκράτορα…από εκεί ερχόταν πάντα η βροχή και πήγαινα προς τη θάλασσα αφού έβρεχε τα λιόδεντρα, τα ξινά, τα οπωροφόρα, τα λουλούδια και την καυτή άσφαλτο που μύριζε πίσσα, τις φωλιές των μυρμηγκιών που τα λυπόταν, τις ντάλιες του Πατέρα που τόσο αγαπούσε και τους χαμήλωνε λίγο το κεφάλι από την ορμή και το βάρος των σταγόνων της.

Είχε ξεχάσει να λύση τη Ζιζή τη σκυλίτσα της Μαρούλως και είχε χαλάσει τον κόσμο με τα αλυχτίσματα της…της φάνηκαν τώρα παράξενα κι αυτά.. αλλά δεν τολμούσε… το σιδερένιο καπάκι του πηγαδιού παρέμενε κλειστό φυλάγοντας για λίγο ακόμα το τρομερό μυστικό του… το σώμα της Μαρούλως μου σκέφτηκε… προχώρησε άλλα 2-3 βήματα πάλι κοντοστάθηκε…τη θυμήθηκε μικρή που ο Σπύρος την ανέβαζε πάνω στη αυτοσχέδια καρέτα και την έσπρωχνε στον κατήφορο και ξεκαρδιζότανε στα γέλια που η μικρή φώναζε και φοβόταν ..πάντα την ξεγελούσαν….΄Ητανε μοναχική η Μαρούλω μου όχι σαν τα άλλα παιδιά μου είχε μια μελαγχολία που την έκανε σχεδόν απόκοσμη.. κρυβόταν με τις ώρες κάτω από τη φουντωτή μαργαρίτα αγκαλιά με το σκύλο.. δεν έβγαινε με τα παρακάλια κανενός και τότε φώναζε η μάνα…ε..καραμέλες που έχω Μαρούλω..και πεταγόταν αφήνοντας την ζεστή κρυψώνα της και μαζί της και η Ζιζή και έλεγε πούντες μάνα! Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχαν καραμέλες και την έπαιρνε το παράπονο και έκλαιγε και κλώτσαγε τη μάνα ….. με κορόιδεψες πάλι φώναζε με πείσμα και κακία πολλές φορές. ήταν μια στιγμή που την τρόμαζε τη μάνα αυτή η αντίδραση σ’ αυτό το αστείο.

‘Απλωσε τα χέρια να σηκώσει το καπάκι ήταν όμως μακριά δεν το έφτανε ακόμα…και σκέφτηκε τη Μαρούλω της να κλαίει γιατί πάλι την κορόιδεψε…την είχε στείλει για πετρέλαιο στο χωριό. Όταν τέλειωναν τα σπίτια και τα φώτα η Μαρούλω φώναζε…έλα μάνα να με πάρεις φοβάμαι..η μάνα κατάκοπη από όλη μέρα έβγαινε στο πορτόνι και την παρηγορούσε με τη φωνή..ελα κόρη μου έρχομαι….περπατούσε η Μαρούλω με τα μάτια και τα αυτιά ορθάνοιχτα να βλέπει ν ακούει αυτό που φοβόταν, την δενδροσκιά το αγέρι που κουνούσε τα φύλλα, τα τσαλαχίσματα των μικρών ζώων στο σκοτεινό λόγγο. Αλλά δεν έβλεπε τη μάνα…μάνα έρχεσαι φώναζε..ναι κόρη μου…τότε για να παίρνει θάρρος τραγουδούσε να κάνει παρέα στο φόβο της ….δεν αγάπησα γυναίκα δεν αγάπησα κορμί….τότε ήταν της μόδας το τρανζίστορ….είχε φέρει ο σπύρος ένα φίλιπς κίτρινο με άστρο χεράκι και το παίρνανε στις ελιές και ακούγανε το ράδιο Αμαλιάδα ότι ζητούν οι ακροαταί..ο…αφιερώνει στην….τα είχε μάθει όλα τα παλιά λαικά….και τα σιγοτραγουδούσε….αλλά η μάνα δεν ερχόταν ήταν μόνο έξω από το πορτόνι..πάλι έκλαιγε πάλι την κορόιδεψε… καημένη μάνα πόση κούραση θα είχες… σκέφτηκε τώρα μεγάλη εκεί λίγα βήματα πριν την μοίρα της…. Διαπίστωσε αυτή τη τρομερή στιγμή ότι χαμογελούσε με νοσταλγία στην περασμένη ζωή ενώ ένα κομμάτι του μυαλού της ήταν φρικαρισμένο. Το βρήκε παιγνίδι που θα μπορούσε να το παίζει μία αιωνιότητα, αρκεί να μην σήκωνε το καπάκι του πηγαδιού.. έψαχνε απεγνωσμένα για μνήμες που θα απασχολούσαν το χρόνο για πάντα να μην έρθει εκείνη η στιγμή….

Τώρα το μυαλό της πήγε στο κακό… είδε το αγαπημένο σώμα στον πάτο του πηγαδιού με τα πράσινα μάτια να την κοιτούν με παγωμένο βλέμμα και τα μαλλιά τα σγουρά τα μακριά που τόσες φορές τα έλουσε και τα χτένισε να πλέουν στο νερό, ακριβή κορνίζα του θανάτου.

Συνήλθε…. Από το ονειροπόλημα … δεν ήταν ακριβώς ονειροπόλημα.. περνούσαν εικόνες ολοζώντανες σαν στο πανί του κινηματογράφου στο Καφενείο του Δήμου που έστηνε κάποιες φορές ο Ανέστης … Συνήλθε από μακρινές φωνές αναταραχής και αλυχτίσματα σκύλων…είδε και ένα φως που έφεγγε και κινιόταν …. Οι άνθρωποι του χωριού είχαν βγεί και εξέταζαν τα πηγάδια ένα -ένα στου Μόσκεμα, στου Κουτούη, στου Τσάταρα….. γιατί η Μαρούλω είχε στείλει την φιλενάδα της τη Ρήνη με ένα σημείωμα στο σπίτι του Ανδρέα .. εκείνο το σπίτι που είχε ακόμα τη χαρά και τα κεράσματα του γάμου. Στο μεσαίο δωμάτιο κρεμόταν το νυφικό της ξένης κοπέλας που είχε μόλις χθές παντρευτεί και η αρχόντισσα έδινε διαταγές στις δούλες να καθαρίσουν να πλύνουν να συγυρίσουν την κάμαρα των νιόπαντρων να μαζέψουν ίσως και το ματωμένο σεντόνι της παρθενιάς.

Αρνιόταν όμως να προχωρήσει…. Λες και έπρεπε να τα δεί όλα γιατί σε λίγο θα τελείωναν όλα θάταν για πάντα σκοτάδι.. τίποτε δεν θα είχε σημασία… άνθρωποι ανήσυχοι πλησίασαν το σκοτεινό σπίτι με τις φωτιές στα χέρια τις αλυσίδες των σκυλιών να χτυπούν και να φωνάζουν…. Μα που είναι το κορίτσι μήπως είναι χωρατό; μήπως κοιμάται στην κάμαρά της; Φώναζε κάποιος…

Έκανε όλα τα βήματα μαζί…. ένας αιώνας μέσα σε λίγα βήματα… χωρίς μάτια, χωρίς καρδιά, χωρίς χέρια, σήκωσε το καπάκι του πηγαδιού. Δεν είδε τίποτα άλλο από τον τενεκέ με το γάλα να ξεκουράζεται στο φρέσκο του πηγαδιού που φωτιζόταν από το ολόγιομο φεγγάρι, και το καρπούζι που πάγωνε ,κανένα σώμα δεν επέπλεε στο σκοτεινό νερό.

Οι φωνές πλησίασαν στο αυτί της ήταν δίπλα της έσκυβαν στο πηγάδι…ενώ εκείνη είχε τραβηχτεί και έκανε το σταυρό της σε μια τελευταία ανέλπιδη στιγμή… αχ! Άγιε μου νάταν όλα ψέματα ένα χωρατό της Μαρούλως μου…να μη βρεθεί ποτέ το αγαπημένο σώμα… χωρίς σώμα δεν υπάρχει θάνατος…

Τότε έλυσαν τη Ζιζή εκείνη γνώριζε τη μυρωδιά της εκείνη θα τους πήγαινε κοντά της… κανένας δεν έδωσε σημασία της μάνας που είχε αφήσει το καπάκι να πέσει από το χέρι της, την παραμέρισαν… κοίταξαν και αυτοί το φεγγάρι στον πάτο του πηγαδιού, πήραν τη Ζιζή και έφυγαν με φωνές.

Η Ζιζή ελεύθερη από την αλυσίδα έτρεξε με σιγουριά σαν να γνώριζε, πήδηξε την χαμηλή μάντρα στάθηκε μπροστά στο πηγάδι του αρχοντικού του Ανδρέα και άρχισε πότε να γαυγίζει και πότε να κλαίει.

Χτύπησαν το μεγάλο σιδερένιο πορτόνι… ένας παρατρεχάμενος κρατώντας ένα φανάρι έφεξε…ζητούσαν να μπουν μέσα…υποχώρησε.. τρομαγμένος έμεινε εκεί κρατώντας το φανάρι άκουσε τη φωνή της κυράς του…μα ποιος είναι τέτοια ώρα Γεράσιμε; Αυτός δεν απάντησε κάτι του έλεγε ότι ήταν πολύ σημαντική η στιγμή….

Πέντε έξι άνδρες λαχανιασμένοι σαν σε αρχαίο χορό τριγύρισαν το πηγάδι και άρχισαν σαν γυναίκες να μοιρολογούν ήταν παράξενο ..μοιρολογούν και οι άνδρες; Είναι γυναικεία δουλειά αυτή. Κοίταξαν όλοι μαζί το σκυλί με φωνές και ψίθυρους… κάποιος σταυροκοπήθηκε ,δεν τολμούσαν να ανοίξουν το καπάκι του πηγαδιού….

Η Ζιζή κάτι κρατούσε στο στόμα της….είναι παπούτσια …. τα πάνινα παπούτσια της Μαρούλως.

Το νέο θλιβερό έτρεξε όλο το χωριό και χτύπησε τη καμπάνα του Τραξιάρχη!

Από πολύ μακριά από τη μεριά της θάλασσας αχνά ακούστηκε η σειρήνα του Αγγέλικα.. κοντά η καμπάνα μακριά η σειρήνα …..ο Ανδρέας κρατώντας τη νέα γυναίκα του από τη μέση αποχαιρετούσε το νησί .

Είχε ξεγελάσει κι αυτός τη Μαρούλω….με τη σειρά του.

 

* Η Βούλα Τζιλιάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Τώρα ζει στην Αθήνα και εργάζεται σε μεγάλο Μαιευτήριο. Αγαπά τα ταξίδια και έχει κάνει αρκετά σε Ευρώπη και Ασία, Βραζιλία, Βόρειο Πόλο, Αφρική κλπ. Της αρέσει να γράφει για πράγματα και καταστάσεις που έχει ζήσει. 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top