Fractal

Διάσωση και απώλεια: το ταξίδι του νόστου στα αφηγήματα της Κλεοπάτρας Δίγκα

Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου //

 

vivlio512Κλεοπάτρα Δίγκα «Βιβλίο Νο 512», εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 117

 

Προλέγοντας

Η Κλεοπάτρα Δίγκα, γνωστή ζωγράφος και σκηνογράφος, με ποικίλη εικαστική δράση, έχει εκδώσει τρία αφηγήματα. Το πρώτο πριν 25 χρόνια περίπου. Και άλλα δύο τα προηγούμενα τρία χρόνια. Επομένως. Η συγ-γραφική της ανάγκη φαίνεται να εντείνεται το τελευταίο διάστημα. Θα συν-ανα-γνώσουμε αυτά τα δύο τελευταία της αφηγήματα, τα οποία και τείνουν να συστήσουν έναν συγγραφικό κώδικα.

 

Θέση 44 Παράθυρο

Το Θέση 44 Παράθυρο[1] (2013) είναι ένα βιβλίο με 72 αυτόνομα μικρά αποσπάσματα 170 περίπου σελίδων, σαν σπαρμένα σε Ημερολογιακές καταγραφές (μάλιστα υπάρχουν και 6 κείμενα[2] με αυτόν τον τίτλο), όπου καταλογίζονται -με χρονικούς προσδιορισμούς αλλά διάσπαρτους σε μια μεγάλη διάρκεια 30 περίπου ετών-εικόνες, σκέψεις και συναισθηματικές απηχήσεις κυρίως από στιγμές ταξιδιών -αν και όχι μόνο- το περισσότερο από επαναλαμβανόμενες μεταβάσεις επαγγελματικών υποχρεώσεων, από συνηθισμένες καθημερινές στιγμές, περιστατικά και πρόσωπα που υπάρχουν ή περνούν από δίπλα μας, από όλα αυτά που είναι απλά και κοινά και τις περισσότερες φορές δεν τους δίνουμε σημασία. Σκοπός όχι να καταγραφούν τα αξιοσημείωτα, τα ιδιαίτερα, αυτά που σηματοδοτούν τη μνήμη και αγκιστρώνουν τον χρόνο, αλλά αυτά που κυλούν σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μας, ίδια και απαράλλακτα, αυτά που δεν τα προσέχουμε, τα ταπεινά, που ξαφνικά συνειδητοποιούμε πως έφυγαν και δεν καταλάβαμε το πώς.

Όμως αυτό που ψάχνω στη σκόνη των χρόνων δεν είναι οι ακρογωνιαίες μέρες που στηρίζουν τη μνήμη αλλά εκείνες οι άλλες οι άχρωμες, οι σιωπηλές, οι μέρες της καθημερινής ρουτίνας, οι χιλιάδες, που έχουν κολλήσει η μια με την άλλη. Αυτό το πλήθος που δεν έχει όνομα(…) (σ.72)

Ενδεικτικό πως στην εκπαιδευτική δράση και στο εικαστικό έργο της καριέρας της η συγγραφέας δεν αναφέρεται παρά μόνο σε 4 από τα κείμενα αυτά και μάλιστα σε στιγμές που δεν ήταν, συμβατικά τουλάχιστον, ιδιαίτερα σημαντικές: δύο αναφέρονται σε στιγμές δημιουργίας πορτρέτων-ένα που ζωγράφισε η ίδια και ένα, όπου αποτέλεσε το «μοντέλο» ενός συναδέλφου της- ένα με τίτλο «Ζωγραφίζοντας», εν είδει μικρογραφίας του προσωπικού της εικαστικού μανιφέστου, ένα από μια έκθεση του δασκάλου της Μόραλη και μία στοχαστική παραίνεση για τις «Αποτυχίες», που όμως δεν αφορά μόνο στη ζωγραφική. Και η συνειδητή αυτή επιλογή παραδόξως συνυπάρχει με μια ξεκάθαρη αυτοβιογραφική πρόθεση, όπως δηλώνεται εξαρχής.

Εδώ και πολλά χρόνια νιώθω την ανάγκη να γράψω την αυτοβιογραφία μου. Κάνω διάφορα σχέδια, από πού να ξεκινήσω, ποια περίοδο να διηγηθώ στο χαρτί, αλλά πάντα όλα μπερδεύονται και στριμώχνονται στο μυαλό μου, όπως ένα πλήθος επιβατών που ορμούν όλοι ταυτόχρονα να μπουν σ’ ένα άδειο λεωφορείο, με αποτέλεσμα να φρακάρουν στην είσοδο και να μη μπορεί να μπει κανείς. (σ.11)

Προσπαθώντας έμμεσα η ίδια να διερμηνεύσει την αυτοβιογραφική αυτή πρόθεση σημειώνει:

Αυτό που με λυπεί, όταν θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, δεν είναι ότι χάθηκαν τα ίδια, αλλά που έλειψε το ξάφνιασμα, η συγκίνηση, η ένταση που συνόδευε κάθε καινούργια για μένα ανακάλυψη στη ζωή. Τότε όλα υπήρχαν για πρώτη φορά. Τι έκπληξη στο βλέμμα του βρέφους που παρατηρεί ένα μήλο πάνω στο τραπέζι! (σ.136)[3]

 

Κλεοπάτρα Δίγκα

Κλεοπάτρα Δίγκα

 

Βιβλίο Νο 512

Ο προφανέστερος δείκτης που παραπέμπει μέσω αυτών των αφηγήσεων στο επόμενο βιβλίο της Δίγκα, το Βιβλίο Νο 512 (εκδ. Γαβριηλίδη 2016) αναγνωρίζεται στην ίδια αυτοβιογραφική ανάγκη, η οποία, όμως υπο-δύεται στο δεύτερο, το προσωπείο ενός αρχαιολόγου∙ είτε για να δηλώσει περισσότερο πρό-δηλα τη συγ-γραφική της πλέον πρόθεση είτε για να υπο-δηλώσει την προσωπική της εμπλοκή στην οικογενειακή ιστορία, την οποία και ξεδιπλώνει∙ ιστορία που ενώ λειτουργεί ενοποιητικά σε οριζόντιο άξονα, επαναληπτικά δεν παύουν να θραύουν τον αφηγηματικό της καμβά οι κάθετες τομές των εξ υστέρου σκέψεων, οι εντυπώσεις των φωτογραφιών, χειρόγραφα σχέδια, παραθέματα εγχειριδίων και στίχοι τραγουδιών.

Το δεύτερο νήμα που συνδέει τα δύο βιβλία είναι η ανάγκη να μνημειωθούν τα ταπεινά και καθημερινά, οι άνθρωποι και οι στιγμές τους που χάνονται. Άρα η ανάγκη να αιχμαλωτίσουμε κατά κάποιον τρόπο τον διαφυγόντα αλλά και διαφεύγοντα χρόνο, ο οποίος για την ωρίμανση που μας προσφέρει, λαμβάνει ως αμείλικτο αντίτιμο τη φθορά και τη λήθη. Στον μορφολογικό άξονα κοινό δείκτη αποτελεί ο θραυσματικός χαρακτήρας, παρόλο που το δεύτερο βιβλίο εκκινεί από ένα αίτημα μεγαλύτερης σύνθεσης- αν και όχι ολοκληρωμένου και ευθύγραμμου συνθέματος. Το Βιβλίο Νο 512 -αριθμός που αναφέρεται στο χώρο φύλαξης των οστών των νεκρών γονιών του αφηγητή- είναι μια προσπάθεια ανα-σύστασης της πατρογονικής μικροϊστορίας, της οικογενειακής ιστορίας του αρχαιολόγου αφηγητή, ξεκινώντας από τον παππού και την γιαγιά του που βίωσαν την καταστροφή της Σμύρνης. Το τέχνημα του εγκιβωτισμού ενός βιβλίου οικογενειακής βιογραφίας που προϋπήρχε της παρούσης αφήγησης- του οποίου όμως παραμένει άδηλο ποιος υπήρξε ο αρχικός γραφέας- ανα-γνώσκεται και εν ταυτώ συγ-γράφεται από τον αρχαιολόγο με σκόρπιες ψηφίδες από περιγραφές εικόνων, αφηγήσεις αναμνήσεων, παραθέσεις πρωτογενών εγγράφων αλλά και σχεδίων που εν-σωματώνονται στον κορμό της διήγησης.

Ο πατρογονικός Οίκος, που έκανε την εμφάνισή του σποραδικά[4] και στο πρώτο βιβλίο, εδώ κατά κάποιον τρόπο πρωταγωνιστεί. Υπάρχουν μάλιστα δύο σελίδες με χειρόγραφα σχέδια του πατρικού σπιτιού από τον πατέρα του αφηγητή, όπως και δύο σελίδες με χειρόγραφα σχέδια της πατρικής επιχείρησης σαπωνοποιίας. Επαγγελματική δραστηριότητα που διαποτίζεται με ένα είδος «ιερότητας» αλλά φέρει και το συμβολικό βάρος ενός εθνικού χαρακτήρα. Τα αιθέρια έλαια κουβαλά η οικογένεια μαζί με τα κειμήλια, τα παιδιά και τα κοσμήματα, όταν φεύγει κυνηγημένη από την Σμύρνη. Είναι η «μαγιά», η πρώτη ύλη με την οποία θα ξαναχτίσουν ό,τι χάθηκε. Το σπίτι, την οικογένεια, άρα και την πατρίδα. Ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίον παρουσιάζεται να κρύβει ο παππούς του αρχαιολόγου ένα έγγραφο με τον Εθνικό Ύμνο ανάμεσα στα φύλλα του Εγχειριδίου της Σαπωνοποιίας. Το συμβολικό απόβαρο της πράξης αυτής εντείνεται καθώς τρεις φορές καταστρέφεται και ξαναχτίζεται η οικογενειακή επιχείρηση: μία με τη φωτιά της Σμύρνης, δύο φορές πνιγμένη στο νερό της πλημμύρας, η πρώτη στη Μυτιλήνη και η δεύτερη στην Αθήνα. Αλλά δεν κάμπτεται. Παρόλες τις δυσκολίες, και τις οικονομικές και τις οικογενειακές, η ευγένεια, η αρχοντιά, η «καλλιέργεια», η «φυσική» όπως κατονομάζεται, ο σεβασμός στην αξία της μόρφωσης δεν χάνονται. Και μια τελευταία, φυσική, καταστροφή που θα σημαδέψει το τέλος μιας εποχής μαζί με το τέλος των φυσικών προσώπων, των γονιών του αφηγητή. Η εποχή των απωλειών μοιάζει να κλείνει, για να ανοίξει το ημιτελές τόξο του νόστου, εξωτερικού αλλά κυρίως εσωτερικού.

Ενδεικτικός ο αφηγηματικός, συγγραφικός αλλά και υπαρξιακός προβληματισμός του αρχαιολόγου:

Αυτό που ήταν οι γονείς μου σε ποιο μέρος θα υπήρχε; Πώς θα γινόταν να μείνει καταγραμμένο, χωρίς καμία έξαρση, ούτε πιο σπουδαίο, ούτε πιο σημαντικό από αυτό των διπλανών; Όχι μόνο γεγονότα και ημερομηνίες, αλλά ολόκληρες αλυσίδες εικόνων, αλληλουχίες αισθημάτων, σκέψεων, προσπαθειών ή συνηθειών (σ.12)/ Διαβάζοντας τις σελίδες διαγώνια, βλέπω πως τα πάντα είναι γραμμένα με άκρα λεπτομέρεια. Σπίτια, σχέσεις, ρούχα γεγονότα, φωτισμοί της μέρας, αρρώστιες που δεν ήταν σοβαρές. Κάτι συμβαίνει, κάτι λέγεται, κάτι προκύπτει, όλα αυτά που έχει η κάθε ζωή, αυτά που γίνονται απ’ έξω, που όμως φτιάχνουν το «μέσα» του καθένα. (σ.46)/ Όλ’ αυτά είναι κοινά και περίπου ίδια για τους περισσότερους ανθρώπους. Ωστόσο υπάρχει μια μοναδικότητα, που όλα τα κάνει να συμβαίνουν για μία και μοναδική φορά, μ’ έναν και μοναδικό τρόπο στον καθένα. Όπως μοναδικός είναι ο καθένας στην όψη, στη δομή των κυττάρων, στις ψυχικές αντιδράσεις. Ίσως γι’ αυτό κρατήθηκε αυτό το αρχείο. (σ.82)

Σε κάθε ενοποιημένη αφήγηση η «ιστορία» φαίνεται να προηγείται, ενώ η πλοκή συνήθως έπεται. Στα αφηγήματα της Δίγκα η πλοκή, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται στο αφηγηματικό επίπεδο η ιστορία, είτε μικροσκοπική είτε μακροσκοπική δεν επιμερίζεται ως συνήθως σε διαδοχικά επεισόδια, τα οποία οφείλουν- είτε υπακούοντας σε μια χρονική ακολουθία είτε όχι- να συστήνουν κάποιου είδους αιτιακή σχέση. Η πλοκή εδώ παρεμβαίνει και τροποποιεί ή και ανατρέπει την αφηγηματική ακολουθία με αποκλίσεις και διαφυγές που δοκιμάζονται από μια ελευθεριότητα, η οποία άλλοτε συμμαχεί συν-έχοντας και άλλοτε συγκρούεται δια-σπώντας τις αφηγηματικές εντολές.

Ξεφυλλίζοντας, έπεσα στο κομμάτι της εγκατάλειψης της Σμύρνης από την οικογένεια του πατέρα μου λίγο πριν την Καταστροφή. (σ.14)/Ποιος έχει γράψει το Βιβλίο Νο 512; Αυτό είναι μέγα ερώτημα. Τα στοιχεία με ποιού τη ματιά καταχωρίστηκαν; Με των γονιών μου, όπως τα διηγιόνταν; Και σε ποια ηλικία; Η όραση πάντα στα πράγματα της ζωής μας αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Με άλλα μας συμφιλιώνει, άλλων τους οξύνει τις γωνίες καθιστώντας τα οδυνηρότερα. Μήπως κάποιος μυστικός καταγραφέας έκλεψε τη μνήμη μου; Ή τη δική τους Και ποια μνήμης; Αυτή που έχω τώρα γι’ αυτά που έγιναν ή όπως φτιάχτηκαν μέσα μου όταν τα πρωτάκουσα; Τη δική τους όπως αυτοί τα κρατούσαν μέσα τους; (σ.90)

 

Φθορά και απώλεια

Αλλά η έννοια της φθοράς, της καταστροφής και της απώλειας υπάρχει έντονη και στα δύο βιβλία. Παραβάλλω τον τρόπο που το Θέση 44, Παράθυρο τελειώνει: Ό, τι προσπαθήσαμε, κάναμε, ελπίσαμε, γκρεμίζεται. Ο θρίαμβος του τίποτα. Αν μείνει κάτι είναι στην ψυχή και στη μνήμη των ανθρώπων. Με το κύλισμα του χρόνου, κι αυτά θα σβήσουν σιγά σιγά. (σ.174) Όπως και η τυχαιότητα της αρχής ή ένα άτυπο τέλος που θα μπορούσε να συνεχιστεί ή να λείπει αφήνοντας τελειωμένη την αφήγηση σε άλλο σημείο. Η επιλογή αυτή ενισχύεται όταν τα αυτοαναφορικά σχόλια  της αρχής ή και του τέλους επισκιάζουν ως εμβόλιμες αναδρομές ή προβολές το κεντρικό θέμα. Παραθέτω τον τρόπο με τον οποίο αρχίζει το ίδιο βιβλίο: Αγαπητέ μου φίλε, αυτό το βιβλίο που κρατάς θα μπορούσε κανείς να πει με σιγουριά ότι δεν έχει αρχή και τέλος, αφού κάθε κομμάτι του θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχή του ή και τέλος του(σ.7) Και τον τρόπο με τον οποίο τελειώνει το δεύτερό της βιβλίο: «Σκόνη» χαρακτηρίζεται η μάζα που αποτελείται από πολύ λεπτά σωματίδια σε στερεή κατάσταση, τα οποία δεν ενώνονται μεταξύ τους σε συσσωματώματα. Η σκόνη μπορεί να παραχθεί από τη σύνθλιψη μεγαλύτερων σωμάτων ή και από τη φθορά της εξωτερικής τους επιφάνειας. Η εσωτερική μορφή τους, αόρατη, σφηνώνεται στη φαντασία ζώντων σωμάτων, έλλογων. Τινάζοντας το ξεσκονόπανο αναπνέω τη μάνα μου και τον Αισχύλο. (σ.117)

Επομένως ο αφηγητής αισθάνεται πως είναι καμωμένος από τους άλλους, και σ’ αυτούς τους άλλους γυρίζει, για να γνωρίσει πιο καλά τον εαυτό του, γιατί το αδιόρατο νήμα υφαίνεται ακόμα από το ζωντανό παρόν μέσα του, των νεκρών προγόνων του που εξακολουθεί να τον διαμορφώνει. Ούτε μια στιγμή δεν φαίνεται να ξεχνά πως όλα αυτά κρύβουν ένα βαθύτερο μήνυμα και χρέος του είναι να το περισυλλέξει και να το πει τώρα αυτός, ώστε να το διασώσει από τη φθορά και τη λήθη.

Ετούτο το βιβλίο με το νούμερο 512 μοιάζει με σωστική ανασκαφή, όπου όλα τα ευρήματα, για πολλούς λόγους, δεν είναι αναδείξιμα, αλλά βοηθά σε συμπεράσματα εμάς τους αρχαιολόγους. (σ.75)/ Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ: Ανεύρεση – Αποκάλυψη – Αναστύλωση – Συντήρηση – Ανάδειξη – Κοινωνικοποίηση (σ.86)

Ένας ιδιότυπος σωστικός νόστος είναι το Βιβλίο 512, ταξίδι ψηλάφησης του παρελθόντος, αναζήτησης της ταυτότητας∙ και τι άλλο παρά ουσιαστικά αναζήτηση της πατρίδας δεν είναι η περιπλάνηση όπου γίνεσαι άλλος για να συναντήσεις τον εαυτό σου;

Όσο είναι νέος κανείς συνήθως κοιτά μπροστά. Πρέπει να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, η ώρα που κοιτάζεις μέσα και κοντά να δεις ποιος είσαι, πώς έγινες. Τότε αρχίζεις να ρωτάς (σ.21)

Και μέσα απ’  αυτήν την ανα-ζήτηση των απαντήσεων από-καλύπτεται η γεύση της πικρής απουσίας μέσα στην παρουσία της μνήμης, όσο και της τυραννικής παρουσίας μέσα στην απουσία της θαλπωρής∙ αλλού προφανής και αλλού σχεδόν λαθραία, η οποία διαφεύγει από το αφηγηματικό κέντρο και συγχρόνως το περιβάλλει, μεταβάλλοντας την ευθύγραμμη κίνηση σε σπειροειδή. Η τελική εκκρεμότητα της ταυτότητας του αφηγηματικού εγχειρήματος θυμίζει ή και μεταγράφει τόσο τους ρομαντικούς τρόπους όσο και κάποιους από τους νεωτερικούς μετασχηματισμούς.

Σ’ αυτό το παλινδρομικό ταξίδι του νόστου του 512 μπορεί η πατρική φιγούρα και η ιστορία της δικής του οικογένειας να κυριαρχεί, αλλά τα όνειρα του αφηγητή, τα δύο που διηγείται, σχετίζονται  με το πατρικό σπίτι μεν, αλλά με πρωταγωνιστή τη μητέρα. Με την μητέρα να πέφτει στο κενό και να ακολουθείται από τον γιο που προσγειώνεται στο υπό κατασκευή σπίτι. Ή με τη μητέρα να πέφτει από την ταράτσα υλοποιώντας τον παιδικό φόβο που προερχόταν από μια υπαρκτή φωτογραφία τραβηγμένη σε ένα ριψοκίνδυνο σημείο και πάλι στο δώμα του σπιτιού στο οποίο γεννήθηκε ο αρχαιολόγος. Ωραίες ψυχοδυναμικές αλληγορίες.

Εξάλλου τι άλλο είναι παρά μια αφήγηση ονείρου η ίδια η προσπάθεια να αναπλαστεί στο χαρτί μια εποχή φτιαγμένη από φαντασία και μνήμη, από την ξαφνιασμένη πρώτη αθωότητα της παιδικής ηλικίας και μαζί από την νοσταλγική αναπόληση της ωριμότητας;

 

512_cover

 

Επιλογίζοντας

Ξύπνημα με δυνατή αίσθηση από τις γωνιές του σπιτιού, όπου γεννήθηκα.(…)Κατεβαίνοντας τις σκάλες, ανάγκη να συναντήσω κάποιον ηλικιωμένο, για τον οποίο με πλημμυρίζει αίσθημα σεβασμού κι αγάπης. Να του μεταδώσω τη συγκίνηση από την επίσκεψη στο σπίτι μου. Συνείδηση ότι αυτό είναι αδύνατον, γιατί τι θα ήταν για αυτόν το σπασμένο πλακάκι ή το μπρούτζινο χερούλι στην εξώπορτα κι άλλες γωνιές του που κυλούν στο αίμα μου. Κι αυτά δεν μεταφέρονται. (44, σ.30) Διότι:  Είναι στιγμές οι τόποι, που όλες μαζί ενώνονται. Όπως κι οι άνθρωποι. (44 σ.106)

Το αμετάκλητο των πεθαμένων είναι πως δεν μπορείς να τους ρωτήσεις τίποτα πια. (512, σ.101)

Η επανασύνδεση με το πατρώο σπίτι αλλά και η επιστροφή στον τόπο, που αισθάνεσαι κι επιθυμείς να «ανήκεις», με επίμονο τρόπο∙ και εν ταυτώ η προσπάθεια να απαντηθούν οι ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ, είναι οι βαθύτεροι και γνησιότεροι πυρήνες των αφηγημάτων της Δίγκα. Ακόμη και στις στιγμές που ο/η αφηγητής/τρια με διαφορετικά σκάφανδρα καταδύεται στο βυθό της ανθρώπινης συμπεριφοράς επιθυμώντας να μιλήσει για τους Άλλους, είναι σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από αυτό που της όρισε η αφηγηματική της μοίρα και να μη δύναται. Στο τέλος επιστρέφει πάλι εκεί. Στο παρελθόν της οικογένειας και της μνήμης. Επιθυμώντας να παραδώσει με το ποδήλατο «τα δωρήματα που δεν πρόλαβε η μητέρα». Φοβούμενη πως η «δική της κόρη» θα σπάσει τον κρίκο της αλυσίδας. Αγωνιώντας να διασώσει τα πολύτιμα.

____________________________________

[1] Αυτές οι σημειώσεις γράφτηκαν μέσα στα υπεραστικά λεωφορεία που ταξίδευα για αρκετά χρόνια ανάμεσα Καλαμάτα-Αθήνα-Πάτρα(…) Ζητούσα πάντα τη θέση 44, παράθυρο(…) Κλεοπάτρα Δίγκα, Θέση 44 Παράθυρο, εκδ. Γαβριηλίδη, 2013, σ.9

[2] «Ημερολόγια 1, 2, 3, 4, 5, 6»

[3] Ενδιαφέρον στοιχείο ότι το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα πίνακας της Δίγκα με ένα μήλο.

[4] Ξύπνημα με δυνατή αίσθηση από τις γωνιές του σπιτιού όπου γεννήθηκα. (σ.30)/ Τον τελευταίο καιρό που ζήσαμε μαζί, ξεσπιτωμένοι από τον σεισμό του ’99, στο μικρό διαμέρισμα που μας παραχωρήθηκε πρόσκαιρα στη Λιοσίων (σ.154)/ Μ’ αρέσει να διαβάζω και να γράφω σε σταθμούς περιμένοντας να ταξιδέψω. Τότε μέσα μου όλα ανθίζουν κι ανοίγουν σαν περίεργα λουλούδια και οι σκέψεις μου και το μολύβι μπορούν να τρέχουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί το σπίτι μου με βασανίζει τόσο. Μέσα εκεί προσπαθώ πάντα να ξεφύγω από τον εαυτό μου και γυρίζω σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί. (σ.11)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top