Fractal

Διήγημα: “Μικρά μερεμέτια της ζωής τους”

Tης Βιβής Ζωγράφου // *

 

f10

 

 

Νύχτα σταμάτησαν στη λασπουριά

-Είσαι σίγουρος ότι είναι από εδώ; τον ρώτησε ο Γ.

-Χθες το βράδυ που πέρασα υπήρχε δρόμος, απάντησε ο Μ.

Το αλκοόλ έρεε άφθονο στις φλέβες τους. Το σκοτάδι βαθύ και το κρύο τους τρυπούσε το κόκκαλο. Μπροστά τους, ένας τεράστιος μεταλλικός φράχτης τους είχε κλείσει το δρόμο. Ό,τι είχε απομείνει από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό ήταν τώρα συσσωρευμένο σε ένα σωρό από μπάζα.

Δεν το κούρασαν.

-Ας βρούμε έναν τρόπο να τον προσπεράσουμε, ξαναείπε ο Μ.

-Δεν υπάρχει δρόμος, επέμεινε ο Γ., πρέπει να γυρίσουμε πίσω.

Οι προβολείς από τον πύργο ελέγχου φώτιζαν ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα στη χαβούζα της νέας εξόρυξης και τα χαλάσματα του παλιού σταθμού. Κακοτράχαλο, ετοιμόρροπο και στενό, υπερυψωμένο λίγα μόλις εκατοστά πάνω από τα νέα ορυχεία, το περπάτησαν με πείσμα, κάθε βήμα τους και ένα στοίχημα με τις πιθανότητες, θα υποχωρήσει το χώμα ή όχι.

Βγήκαν στα πρώτα σπίτια της πόλης, εκεί που το εργοτάξιο τα είχε πλησιάσει απειλητικά, είχαν ανοίξει μια καινούρια πρόχειρη πύλη-θα μπορούσαν τελικά να είχαν περάσει κι από εκεί, αν ο Μ. δεν επέμενε τόσο να γίνουν τα πράγματα όπως τα είχε στον νου του.

Μπήκαν μέσα. Οι εκσκαφείς, οι μπουλντόζες και τα φορτηγά άραζαν στην άκρη σαν χορτασμένα πουλιά που είχαν μόλις τελειώσει το γεύμα τους.

Το κουδούνι σήμανε τη λήξη της βάρδιας και οι εργάτες κατευθύνθηκαν στις αποθήκες. Ο γέρος βαρέθηκε να προχωρήσει. Στηρίχθηκε σε μια από τις χοντρές, πανύψηλες σιδεριές και προσπάθησε με δυσκολία να βγάλει τη φόρμα του. Σακατεμένο και ετοιμόρροπο, το πόδι του σκάλωσε στο μπατζάκι του. Σιχτίρισε. Κι αυτή ήταν η τελευταία του κουβέντα.

Του επιτέθηκαν από πίσω. Με την πρώτη μαχαιριά στην καρωτίδα, το αίμα πετάχτηκε πιτσιλώντας τους στο πρόσωπο. Δεν είχαν ιδέα ότι ήταν τόσο πολύ και τόσο ζεστό. Τον έσυραν χειροπόδαρα σε μια περιοχή που την έλεγαν «νταμάρι» γιατί ήταν γεμάτη τεράστιες λευκές κοτρώνες και αφού πήραν το κλειδί για το ντουλάπι του, τον έθαψαν πρόχειρα εκεί.

Ήταν κάποιες μέρες που τους απασχολούσε το θέμα. Ετούτη η γη έκρυβε μέσα της πολύ περισσότερα από λιγνίτη και όταν ο γέρος θα κρεμούσε τα γάντια του για τελευταία φορά, θα έπαιρνε μαζί του και τις αρχαιότητες που είχε επιμελώς μαζέψει στις εξορύξεις.

Ο εκσκαφέας περνούσε δίπλα τους χαρακώνοντας βαθιά το λασπωμένο χώμα, το τρανζίστορ ανακοίνωνε περικοπές και ο θόρυβος της μηχανής τους μπούκωνε το κεφάλι σχεδόν εθιστικά.

Η δουλειά θα είχε γίνει και τότε, αν ένα κοπάδι από αγελάδες, ακολουθώντας τη χθεσινή του πορεία, δεν έμπαινε μέσα στα ορυχεία. Σε δευτερόλεπτα τα ζώα βούλιαξαν στις χαβούζες και πνίγηκαν στα βρώμικα νερά μουγκανίζοντας. Τα βογκητά τους τράνταξαν το νταμάρι. Οι εργάτες μαζεύτηκαν τριγύρω διστακτικοί για το αν θα βοηθούσαν ή όχι. Η γη ήταν μια ανεξάντλητη έκπληξη. Δεν ήξερες ποτέ που θα βρισκόσουν στο επόμενο βήμα σου.

-Δεν θα πάτε να δείτε κι εσείς; Τους ρώτησε ο γέρος κουτσαίνοντας. Το πρόσωπό του ήταν μαύρο από τον άνθρακα, η μπλούζα του σκισμένη, τα γάντια του λασπωμένα. Τα μάτια του ίσα που φαίνονταν κάτω από τη σκόνη-μάτια ημιθανή, περήφανα όμως.

Έγνεψαν αρνητικά.

-Είναι φορές που ούτε το βάρος το δικό σου δεν μπορείς να σηκώσεις, πόσο περισσότερο το βάρος κάποιου άλλου, του είπε ο Μ. στυφά.

Ένας από τους καινούριους εργάτες έτρεχε να ειδοποιήσει τους επόπτες για το συμβάν.

-Φεύγει ο γέρος, τσίριξε, περνώντας από μπροστά τους. Ζωή σε λόγου μας!

Η συνταξιοδότηση του γέρου τους έκανε νευρικούς. Σκάρωσαν έναν πρόχειρο υπολογισμό. Αν είχαν έξτρα έσοδα και με λίγες στερήσεις, θα έφερναν τις αποταμιεύσεις τους στο μισό περίπου εκείνων που είχαν τα προηγούμενα χρόνια.

– Δουλεύουμε για το τίποτα, είπε ο Μ. Δεν φτάνει ένας μισθός, κι αυτός κουτσουρεμένος, να βάλουμε στην άκρη κάτι.

Υπολόγισαν και πάλι. Αν έβγαζες, μείον τις αργίες και τις άδειες, συν τα έξτρα, μέχρι να βγουν στη σύνταξη, από αυτό το μπουρδέλο θα έφευγαν σε….

Ο Γ. έξυνε σιωπηλός ένα ξύλο με ένα μικρό σουγιά. Σκούρος στο δέρμα και σκοτεινός, της είχε μοιάσει της λύπης του απ’ την πολλή συνάφεια.

-Να πας τη γυναίκα σου στην ταβέρνα την Κυριακή, του είπε στο τέλος. Βλέπω ότι κουράστηκες.

-Μπα, τα λεφτά δεν φτάνουν, είπε ο Μ ψέματα. Εξάλλου η κυρά τα ψωνίζει όλα πια από τη Βουλγαρία, τα βρίσκει πιο φτηνά εκεί.

-Ό,τι και να κάνουν το φαγητό δεν θα μας το κόψουν, του είπε. Είναι ακόμα νόστιμο στην Ελλάδα.

Ο Μ. είχε χαθεί στις σκέψεις του. Πειραματιζόταν με την ιδέα ότι η ζωή χάνεται πιο γρήγορα από την οικονομία. Το θέμα ήταν αν θα χανόταν η δική του ζωή πρώτα, ή αλλουνού.

Έδεσε την ζακέτα της σταυρωτά, ενώ κοιτούσε κλεφτά στον επαρχιακό δρόμο, μήπως ερχόταν κανείς. Το νταμάρι σώπαινε, κλεισμένο με βουνά από παντού. Μέρα μεσημέρι, είχαν ρισκάρει να πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Έχοντας ακόμα τη θέρμη του κορμιού του στον κόρφο της, τον έβλεπε τώρα να ξεμακραίνει ανάμεσα στις κοτρώνες. Μια μικρή, ασήμαντη κουκίδα μπροστά στη γιγάντια καμινάδα που κάπνιζε ασταμάτητα στον κάμπο. Μάζεψε τα κλειδιά του αγροτικού και τα γυαλιά ηλίου από το χώμα. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε αργήσει.

Ο δρόμος για το σπίτι της ήταν απροσπέλαστος. Κάποιος μηχανικός έδειχνε στα αυτοκίνητα να ακολουθήσουν την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ τεράστιοι γερανοί σήκωναν προς τον ουρανό τις βαριές, νεκρές αγελάδες που έσταζαν λασπόνερα.

Βρήκε τον άντρα της στην κουζίνα, να πίνει την μία μπύρα μετά την άλλη. Στραπάτσερνε τα άδεια κουτιά και τα πετούσε στον νεροχύτη. Της έδειξε το σημείωμα. Το εργοστάσιο ερχόταν καταπάνω τους, έπρεπε να του δίνουν από το σπίτι το συντομότερο.

Στην πόρτα της κουζίνας τους, τα κουτιά με τα ψώνια από το τελευταίο της ταξίδι στη Βουλγαρία ήταν ακόμα κλειστά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, τα τρόφιμα στα ντουλάπια είχαν λήξει εδώ και μέρες, άθικτα, και στο ψυγείο δεν υπήρχε τίποτα φρέσκο. Από το παράθυρο της κουζίνας η σκαλωσιά για την επέκταση που λέγανε τους έκλεινε τη θέα και επεσήμανε ότι τα μερεμέτια στο σπίτι τους εκκρεμούσαν. Η δουλειά είχε ξεκινήσει και έμενε στη μέση. Είχαν ραγίσει τον τοίχο και τα τούβλα έχασκαν τώρα μπροστά τους.

-Οι μάστορες τηλεφώνησαν τρεις φορές από το πρωί για να μάθουν τι θα κάνουν, της είπε, και δεν σε βρήκαν εδώ. Θα μου πεις τι σκατά έκανες όλη την ημέρα;

-Ε κάνε κι εσύ κάτι, του είπε η Κ. και ετοιμάστηκε να μπει στο μπάνιο.

Κατάπιε την κουβέντα της με δυσκολία, μα τα κατάφερε να μην της απαντήσει. Το φθινόπωρο τελείωνε και ο χειμώνας εκεί πάνω δεν χωράτευε. Βγήκε στην αυλή, πήρε μυστρί και κουβά, ανακάτεψε λάσπη με τσιμέντο και επέστρεψε να κλείσει την τρύπα.

Είχε χρόνια να φτιάξει κάτι στο σπίτι τους. Αναπόλησε την παλιά του εικόνα, όταν έκανε πολλά για εκείνη, όταν το βλέμμα του δεν είχε φόβο, όταν τον ήθελαν όλες αλλά τον είχε μόνο αυτή, όταν ένιωθε ότι τον αγαπούσε.

Έκανε τη δουλειά του βιαστικά, τσαπατσούλικα, γεμίζοντας το πάτωμα λάσπες. Περίμενε να του βάλει τις φωνές. Ούτε κι εκείνη μίλησε. Η δυσαρέσκεια γινόταν ανταποδοτική μεταξύ τους. Την μετέφεραν ο ένας στον άλλον με το βλέμμα τους. Ήταν και που δεν τα είχε καταφέρει να κάνει παιδιά, σκέφτηκε. Μια γυναίκα στέρφα ήταν σαν άντρας που ανακατευόταν μέσα στα πόδια του.

Της άφησε τα χώματα έτσι, χωρίς να τα μαζέψει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτή νηστικό τον άφησε να φύγει για τη δουλειά.

Όταν έφτασε στο εργοστάσιο, ο επόπτης του είπε ότι ήταν η σειρά του να επισκευάσει τον ταινιόδρομο. Τους τελευταίους έξι μήνες, χαλούσε κάθε βδομάδα στο ίδιο ακριβώς σημείο και κανείς δεν τον άλλαζε. Η επισκευή του μάλιστα συνεπαγόταν να αντιμετωπίσεις και το ψοφόκρυο, που έκανε εκεί κάτω, όταν ο ήλιος είχε δύσει.

Πήρε τη βαριοπούλα και βάρεσε τον χαλασμένο σωλήνα. Τον έβγαλε από τη θέση του και τον πήγε στο κοίλο μιας λαμαρίνας που είχαν φτιάξει στην άκρη σαν μια πρόχειρη αποθήκη. Εκεί το κρύο ήταν λιγότερο.

-Ε, Σταυρόπουλε! τον φώναξε ο επόπτης με το επώνυμό του, εμείς γιατί να το φτιάχνουμε εκεί, όρθιοι, μέσα στο κρύο;

Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και επέστρεψε στο σημείο για να ξαναβιδώσει τον σωλήνα. Τον είχε έτοιμο. Φεύγοντας, του τον κούνησε στον αέρα.

Ο επόπτης τον πρόλαβε και του έκλεισε το δρόμο.

-Τσαμπουκά έξω από το εργοτάξιο, του είπε. Εδώ τα πράγματα θα εκτελούνται όσο δύσκολα τα ορίζω εγώ.

Η Κ. κοίταξε έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Ο κάμπος χανόταν και πάλι στο σκοτάδι, η μέρα έδινε τη θέση της στην νύχτα, μόνο η καμινάδα έμενε ίδια, σταθερά εξέπεμπε τον καπνό της, αψηφώντας το χρόνο. Οι μέρες τώρα θα μίκραιναν και οι ώρες που θα έβλεπε τον Γ. λιγόστευαν. Και τι με αυτό όμως; Τι της ήταν πια κι ο Γ., αν όχι, ένα διάλειμμα; Δεν ήξερε, όμως, από τι.

Άνοιξε ένα περιοδικό διακόσμησης, κάποιο τεύχος από τα παλιά, των «καλών καιρών». Το συμβουλευόταν για τις αλλαγές που έκανε στο σπίτι τους, μερεμέτια, καθιστικό, αίθριο, κήπος…. «Πρέπει να δημιουργούμε τον χώρο μας «ανεξαρτήτως συνθηκών και πάση θυσία» έλεγε. Τριγύρω, οι κορυφογραμμές των βουνών της έκλειναν τους ορίζοντες, σαν τη ραφή από ένα πουγκί που δεν έλεγε να ανοίξει παραπάνω. Αλλά εκείνη δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Δεν της ταίριαζε να πενθεί για κάτι που θα μπορούσε να έχει.

Ο Γ. της τηλεφώνησε στο καπάκι.

-Πρέπει να σε δω, της είπε, τώρα, και από τη φωνή του κατάλαβε ότι δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Την περίμενε στο ίδιο σημείο, ίδια περιοχή, στο νταμάρι, αμέσως.

Κρατούσε δύο τσάπες. Της έδωσε την μια.

-Σκάβε, της είπε

Τα ‘χασε

-Μα… τι κάνουμε τώρα;

Έκανε δύο βήματα πάνω κάτω σκεφτικός, διστάζοντας.

Του ζήτησε και πάλι εξηγήσεις.

Την αγριοκοίταξε.

-Θα πάψεις;

Οι μακριές, ξανθές, βαμμένες, μπούκλες της κατέληγαν μέσα στο προτεταμένο στήθος της που άρχισε τώρα να φουσκώνει από παράπονο.

-Άντρας κι εραστής τα ίδια σκατά είστε, είπε, φτύνοντας τις λέξεις.

Τελικά το αποφάσισε το σημείο.

Τον λοξοκοίταξε, το κορμί του διαγραφόταν κάτω από το πουκάμισο και αυτό της έδινε τουλάχιστον μια παρηγοριά. Ίσως, μετά, να την ευχαριστούσε ακόμη μία φορά.

Πέταξε την τσάπα στο χώμα και άρχισε να σκάβει με τα χέρια του τον λάκκο. Τα μάτια του γυάλιζαν. «Να, εδώ είναι» φώναξε κραδαίνοντας στον αέρα ένα πορτοφόλι.

Από τα λεφτά που έπιασε στη χούφτα του, της έδωσε τα μισά. Ήταν περίπου χίλια.

-Να, πάρε, της είπε

Τον κοίταξε παραξενεμένη. Μέσα στο λάκκο αναπαυόταν το πτώμα ενός άγνωστου άντρα.

-Τι; Μήπως δεν ήξερες ότι ο άντρας σου πάει να σε ρίξει; της είπε.

Γνώριζε που τη χτυπούσε. Αν της δημιουργούσε αμφιβολίες για τον Μ. δεν θα τον άφηνε εκείνον ποτέ. Της ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς να έχει κάποιον να της δίνει απολαύσεις.

Το κουδούνι της βάρδιας αντήχησε δυνατά στο νταμάρι, τραντάζοντας τις πέτρες. «Φεύγω» της είπε κοφτά. «Φεύγω για να προλάβω».

Έμεινε για λίγο μόνη της, ακίνητη, τετ α τετ με τον θάνατο. Ύστερα, άρχισε να φτυαρίζει και πάλι το χώμα πίσω. Στην τελευταία φτυαριά κατάλαβε ότι εκείνος ο άντρας δεν της ήταν καθόλου άγνωστος.

Έφυγε αμέσως για την πόλη βιαστικά. Είχε να φουλάρει το αμάξι και να φύγει για τη Βουλγαρία.

Περιμένοντας να γεμίσει το ντεπόζιτο, μια ζητιάνα την πλησίασε και της έχωσε το χέρι της μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου της.

«Δώσε μου καλέ κυρία κάτι για να φάω», της είπε

«Δεν έχω», την έκοψε βλοσυρά.

Έψαχνε για το κινητό της. Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Μ. να μην την περιμένει.

Όμως το κινητό ήταν πάνω στο κρεβάτι τους, μέσα στις σελίδες του περιοδικού διακόσμησης, με καταγεγραμμένη την τελευταία κλίση του Γ.

Βγήκε αγχωμένη από το αμάξι ψάχνοντας για καρτοτηλέφωνο.

Η ζητιάνα την ακολούθησε και την έφτασε στον θάλαμο.

-Δώσε μου καλέ κυρία την κάρτα σου να πάρω κι εγώ ένα τηλέφωνο τον άντρα μου, της είπε.

Η επιμονή της ζητιάνας της θύμισε λίγο από τον εαυτό της. Έπρεπε σώνει και καλά κάτι να πάρει από εκείνη.

Ενοχλημένη ξαναμπήκε στο αμάξι και το γκάζωσε. Θα του τηλεφωνούσε αργότερα από τη Βουλγαρία.

Λίγα μέτρα πιο κάτω ο δρόμος έκλεισε και πάλι. Ένα κοπάδι πρόβατα τον διέσχιζε κάθετα, αυτή τη φορά ήταν και ο βοσκός μαζί τους. Τα πήγαινε να βοσκήσουν, σε μια στενή λωρίδα από λιβάδι που είχε απομείνει ανάμεσα στα ορυχεία και τους πρώτους βράχους του βουνού. Τη σπαταλούσαν τη γη τους και η μία δραστηριότητα υπονόμευε την άλλη. Για να βοσκήσουν τα πρόβατα έπρεπε να σταματήσουν τα αυτοκίνητα, για να λειτουργήσει το εργοστάσιο έπρεπε να σταματήσουν να βόσκουν τα πρόβατα. Τα ζωντανά άρχισαν να βελάζουν ανυπόμονα.

Ό Γ. και ο Μ. μπήκαν στα κρυφά στην αποθήκη και ξεκλείδωσαν με γρήγορες κινήσεις το ντουλάπι του γέρου. Ο σάκος με τα αρχαία ήταν εκεί και τους περίμενε. Έχωσαν τα χέρια τους μέσα του και τα πασπάτευαν σαν να ήταν από χρυσάφι.

-Σωθήκαμε, είπαν. Έκαναν πάλι τους πρόχειρους υπολογισμούς τους, μείον τις αργίες, συν τις στερήσεις.

– Θα το πεις στη γυναίκα σου; τον ρώτησε ο Γ.

– Τι σε νοιάζει εσένα; του είπε ο Κ.

Κοκκίνισε.

-Τι έπαθες τώρα; σου πήραν το κορίτσι και θύμωσες;

Όρμησε κατά πάνω του.

-Αν δεν ήσουν εσύ που τη γαμούσες μαλάκα…

Σήκωσε τα χέρια του για να τον αποκρούσει. Η μελαγχολία του είχε γίνει πικρόχολη, ρεαλιστική.

-Άσε, του είπε. Όμως εγώ είμαι και εμείς είμαστε μαζί σε αυτήν εδώ την μπίζνα.

Το κουδούνι σήμανε την έναρξη της επόμενης βάρδιας.

-Να πάει να γαμηθεί η παλιοδουλειά, είπαν. Μας έφαγε τα χρόνια.

Ξαναχτύπησε, ύστερα από ένα λεπτό, αυτή τη φορά τους φάνηκε πιο επιτακτικό. Δίστασαν. Κι αν; Κι αν οι Βούλγαροι δεν έρχονταν τώρα; Αν δεν τους εμπιστεύονταν τώρα που δεν θα έβλεπαν τον γέρο; Να έχουν τουλάχιστον κάτι σίγουρο μέχρι να γίνει το άλλο, το καλό…

Κλείδωσαν τον σάκο πάλι πίσω στο ντουλάπι και βγήκαν με πολλές προφυλάξεις πάλι πίσω στο εργοτάξιο. Με το χώμα των αρχαίων ακόμη στα χέρια τους, άρχισαν να τρέχουν βιαστικά προς το πόστο τους. Χοροπηδούσαν πάνω από τις μεγάλες, λευκές κοτρώνες, δυο μικρές, ασήμαντες κουκίδες που ξεμάκραιναν, μπροστά στην ψηλή, τσιμεντένια καμινάδα που δεν σταματούσε να καπνίζει στον κάμπο.

 

 

* H Βιβή Ζωγράφου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Μοιράζεται ανάμεσα στην εικόνα (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ) και τη συγγραφή (διήγημα, βιογραφία, δημοσιογραφία, ποίηση). Έργα της: «Το μωρό μου φτάνει», μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, «Εθελοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα», ( Εκπαιδευτική Τηλεόραση, ως βοηθός σκηνοθέτης), «Πακέτα για ένα σώμα», διήγημα, περιοδικό Πλανόδιο, «Γεωργία Βασιλειάδου, η Ωραία των Αθηνών», βιογραφία, εκδ. Καθρέφτης του Κινηματογράφου, δημοσιεύσεις σε «Αυγή», «Κίνο», «ΝΕΤ» κ.α.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top