Fractal

Διήγημα: “Παγκάκι”

Του Βιργίλιου Βεργή // *

 

 

f10

 

Πάλι δεν φάνηκε. Ήταν πλέον η τρίτη βδομάδα που περνούσε από κει και δεν τον έβλεπε. Το ξεχαρβαλωμένο παγκάκι του, εκείνο που χανόταν μέσα στα αγριόχορτα και αγνάντευε στη θάλασσα παρέμενε κενό. Δεν πρέπει να το παρατήρησε και κανείς, η περιοχή άλλωστε ήταν απομακρυσμένη από το κέντρο της πόλης και οι λιγοστοί κάτοικοι των πλησιέστερων μονοκατοικιών ελάχιστα ενδιαφέρονταν για ένα πρεζάκι που αποτραβιόταν εκεί κάθε φορά που ήθελε να χτυπήσει τη δόση του.

Η Άννα όμως δεν ήταν έτσι. Μεσόκοπη γυναίκα, είχε τόσες σκοτούρες στο κεφάλι της: λογαριασμοί που έτρεχαν, νοικιάρηδες που όλο καθυστερούσαν τις πληρωμές τους, έναν σύζυγο που της είχε αφήσει χρόνους και μνήμες, τα κόκαλά της που όσο περνούσε ο καιρός, την πονούσαν όλο και πιο πολύ και δύο κορες καλοπαντρεμένες που δεν έδιναν δεκάρα για το πώς περνάει η μάνα τους τη καθημερινότητά της. Αραιά και πού έπαιρναν κανένα τηλέφωνο ή της έκαναν κάποια σύντομη επίσκεψη, να φέρουν τα αγαπημένα της φρούτα και λαχανικά και μετά βέβαια αφού της πάρουν χρήματα, να εξαφανιστούν πριν βαρεθούν θανάσιμα με τις παραξενιές και τις αναμνησιολογίες της . Εκείνη είχε πάψει πια να διαμαρτύρεται. Στην αρχή μόνο, τον πρώτο δύσκολο καιρό όταν είχε πεθάνει ο σύζυγος αναζητούσε συνεχώς την παρέα ανθρώπου. Ζώο για συντροφιά δεν είχε. Χρόνο για σκότωμα διέθετε μπόλικο, όμως η ζωή έχει άλλους ρυθμούς για τους νέους. “Αν μπορείτε και θέλετε, παίρνετέ με κανένα τηλέφωνο πιο συχνά. Εγώ δεν θέλω να ενοχλώ τα σπίτια σας.” είχε πει στις κόρες της και εκείνες την καθησυχάσανε πριν φύγουν πως έτσι θα κάνουν. Περισσότερα τηλεφωνήματα δεν δέχτηκε πάντως. Μετά σταμάτησε να προσπαθεί. ” Έχουν κι αυτές τα προβλήματά τους” απαντούσε κουρασμένα κάθε φορά που την ρωτούσε καμιά γειτόνισσα με κοτσομπολίστικη διάθεση για τις κόρες της. Και τί να πει; Ότι την ξέχασαν; Ούτε η ίδια δεν ήθελε να το πιστέψει. ” Έχουν κι αυτές τα προβλήματά τους” έλεγε και καθάριζε.

Η Άννα τον επόμενο μήνα θα έμπαινε στα εξηνταπέντε. Έβλεπε πολλή τηλεόραση, έστρωνε με τάξη το τραπέζι και έπλενε τα πιάτα πάντοτε στην ώρα τους. Έπινε μόνο έναν καφέ την μέρα, πρωί πρωί στις επτά και είχε κόψει πια και το κάπνισμα. Μόνο ένα τσιγάρο. Αυτό το ένα το πρωινό το έκανε μαζί με τον καφέ της. Ο σύζυγος κάποτε κάπνιζε σαν φουγάρο. Από εκείνον το είχε κολλήσει. Τα μεσημέρια όταν δεν έβλεπε εκπομπές που σιχαινόταν, διάβαζε πού και πού μερικές σελίδες από κανένα βιβλίο κλασικής λογοτεχνίας. Από εκείνα που μια ζωή μάζευε ο σύζυγος με φροντίδα και εκείνη παραπονιότανε ότι της έπιαναν χώρο. ” Τί διαβάζεις και διαβάζεις χριστιανέ μου, ό,τι μάθαμε το μάθαμε νέοι ” του έλεγε. Τώρα είχε αλλάξει γνώμη όμως και τα ήθελε. Ούτε τα ρούχα του της έπιανα πια χώρο. Αυτά τα ήθελα ακόμη περισσότερο. Την ντουλάπα του την είχε κρατήσει άθικτη. ” Εγώ τον άνδρα μου δεν τον αφήνω να μου φύγει” είχε πει την ημέρα του γάμου της. Τα απογεύματα πότιζε με ωράριο τις γλάστρες της και εάν τύχαινε να ξεχαστεί καμιά φορά, έκανε να πανικοβληθεί. Λες και της έτυχε κάτι σημαντικό ή χάθηκαν άλλα λουλούδια. Τα βράδια έστρωνε το κρεβάτι και ξάπλωνε μόνο από την αριστερά πλευρά του κρεβατιού. Όπως τα τελευταία τριάντα χρόνια. Από τα δεξιά άφηνε ένα μαξιλάρι ανέπαφο, περιποιημένο και ευχάριστο. Η Άννα ζούσε εντελώς μόνη και δεν ζητούσε την βοήθεια κανενός. “Εάν γεράσουμε πολύ και δεν βαστάμε πια, θα πάμε μαζί στο γηροκομείο” της έλεγε ο άνδρας της και εκείνη τον πίστευε. Έναν χρόνο μετά ήρθε ο καρκίνος.

Η Άννα δεν είχε ποτέ σχέση με ναρκωτικά. Τα υπολόγιζε όλα σαν θάνατο και ούτε ήξερε να τα χωρίσει σε μαλακά και σε σκληρά. Το τσιγάρο και πολύ της ήταν. Μια ζωή είχε μάθει μόνο σε ένα κίτρινο πακέτο Camel και αυτό ήταν όλο. Μέχρι και το Camel όμως της έρχονταν αταίριαστιο. Η Άννα ήταν γυναίκα άλλης σχολής και ούτε ανακατευόταν με σκοτεινά πράγματα. Ήθελε την ησυχία της και είχε τον Θεό της. Το αγόρι στο παγκάκι το συνάντησε εντελώς τυχαία λίγους μήνες μετά τον θάνατο του άνδρα της. Γυρνούσε σπίτι και τον είδε να κάθεται εκεί μπροστά, στο ύψωμα με θέα τη θάλασσα και το παγκάκι χωμένο μέσα στα αγριόχορτα. Αυτό το παγκάκι δεν το πλησίαζε κανείς, περνούσε εντελώς αδιάφορο και έτσι διέθετε μονίμως και μία άδεια θέση για όποιον την είχε ανάγκη. Το θέαμα του μοναχικού αγοριού μέσα στα χόρτα με την σύριγγα στο χέρι και το απλανές βλέμμα την είχε σημαδέψει. Εντελώς αυθόρμητα αποφάσισε να του μιλήσει. Ούτε η ίδια δεν κατάλαβε τον λόγο. Τί δουλειά είχε τώρα να ανακατευτεί αυτή, μεγάλη γυναίκα με ένα τζάνκι. Του μίλησε: “Μπορώ να κάτσω δίπλα σου;” την είχε κοιτάξει κι αυτός παραξενεμένος με μάτια χαμένα.

– Τί ζητάς ρε θεία;

– Να κάτσω, επέμεινε η Άννα και πλησίασε.

– Σπίτι δεν έχεις; Άσε με στην ησυχία μου, είπε εκείνος και το ενδιαφέρον του στράφηκε και πάλι στην ένεση.

– Έχω σπίτι, εδώ πιο πάνω, βλέπει κι αυτό στη θάλασσα. Βέβαια όχι τόσο καλά όσο από δώ. Εδώ από την θάλασσα σε χωρίζει μόνο ένας γκρεμός. Συνέχισε η Άννα σαν να μονολογούσε.

– Σκέφτεσαι να πηδήξεις; αστειεύτηκε εξαντλημένα το αγόρι. Η Άννα γέλασε.

– Υπάρχουν φορές που θα το ήθελα ξέρεις. Με μια κίνηση και όλα τελειώνουν.

Το πρεζάκι την επεξεργάστηκε για λίγο με βλοσυρό ύφος.

– Θεία, νομίζω εσύ το χρειάζεσαι τούτο δω περισσότερο από μένα, είπε και έδειξε τη σύριγγα. Η Άννα τον αγνόησε και συνέχισε να αγναντεύει με χαμένο βλέμμα την θάλασσα.

– Μη το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Ό,τι κι αν συμβαίνει, δεν αξίζει να πεθάνεις. Ζούμε λίγη ζωή έτσι κι αλλιώς, είπε

Δεν της απάντησε. Έστρεψε κι εκείνος το βλέμμα του στη θάλασσα. Είχε αρχίσει να

σκοτεινιάζει.

– Δεν ξέρεις τί ζόρια τραβάω στη δική μου ζωή, είπε τελικά το αγόρι. Κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Άννας.

– Ο άνδρας μου καθότανε σε αυτό εδώ το παγκάκι, τον έβρισκες συχνά να χάνεται…

Πέρασαν βδομάδες μέχρι να τον ξανασυναντήσει. Όμως είχε μάθει πια τις μέρες του. Κάθε Τετάρτη έβγαινε από το σπίτι της και ήξερε πως θα τον βρει εκεί να την περιμένει. Μετά από μερικές συναντήσεις της είπε ότι τον έλεγαν Νίκο, τις επόμενες μέρες όμως συστηνόταν ως Κώστας και άλλες ως Μάνος. Η Άννα δεν έδινε σημασία. Οι διάλογοί τους δεν ήταν καθημερινοί, μόνο σουρρεαλιστικούς θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς. Άλλωστε ήτανε μόνο μία γριά και ένα πρεζόνι. Μία μέρα του το εξομολογήθηκε:

– Έχω καρκίνο. Νομίζω πια ότι οι μέρες μου τελειώνουν. Άμα προλάβω και πεθάνω πριν από σένα έλα να μου αφήσεις ένα λουλούδι. Ο άνδρας μου είχε υποσχεθεί να το κάνει αλλά δεν πρόλαβε. Σκοτώθηκε σε ατύχημα.

Το αγόρι δεν είπε τίποτα. Η προσοχή και των δύο παρέμενε πάντοτε στη θέα της θάλασσας.

– Θεία Άννα, μη μου το ζητάς αυτό γιατί δεν ξέρω αν θα σε προλάβω, της είπε μετά από μία μακρά σιωπή. Έσκυψε, έκοψε ένα λουλούδι μέσα από τα αγριόχορτα και της το άφησε στα χέρια- Ορίστε, της είπε, σου το δίνω από τώρα, μόνο θεία Άννα σε παρακαλώ, αν φύγω πρώτος, έλα να πεις μια κουβέντα για μένα στην εκκλησία, άλλον άνθρωπο δικό μου δεν έχω.

Δεν τον είδε την επόμενη βδομάδα, ούτε την μεθεπόμενη. Εκείνη την τελευταία μέρα που τον περίμενε πέρασε ένας γείτονας και της φώναξε από μακριά

– Άντε κυρά μου γύρνα σπίτι σου, την έκανε το τεκνό σου. Έχουμε γεμίσει πια από τέτοιους, τους έφερες και στην γειτονιά μας.

Η Άννα για πρώτη φορά μετά από τον θάνατο του άνδρα της, δάκρυζε. Δεν είπε τίποτα. Κάθισε μόνη της στο παγκάκι, κοίταξε την θάλασσα, σαν ανεκπλήρωτη υπόσχεση, ύστερα το κενό ανάμεσά τους και πλάνταξε στο κλάμα. Από την ελευθερία την χώριζε μόνο ένα βήμα. Ένα σάλτο και όλα θα τελείωναν. Χαμογέλασε λυπημένα και δεν κουνήθηκε από την θέση της. Έσκυψε και έκοψε ένα λουλούδι από τα αγριόχορτα, το άφησε να φύγει στη θάλασσα. Το βλέμμα της ακολούθησε την πορεία του πάνω από το βαθύ γαλάζιο καθώς χανόταν στον μακρινό ορίζοντα. Από κάπου ακουγόταν το βαλς των χαμένων ονείρων ή μήπως έπαιζε μόνο στο κεφάλι της; Σιγοτραγούδησε τη μουσική ακολουθώντας τον ρυθμό. Μετά επέστρεψε και πάλι στο σπίτι. Έπρεπε οπωσδήποτε να ποτίσει τις γλάστρες της.

 

 

* Ο Βεργής Βιργίλιος είναι φοιτητής δραματολογίας στο ΑΠΘ. Γράφει βιβλία από δώδεκα ετών. Το 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιωλκός η ποιητική συλλογή του: Ερέβους έλευσις: εφηβική καταμέτρησις. Aυτό το διάστημα γράφει ένα εφηβικό μυθιστόρημα, μία συλλογή διηγημάτων, ένα θεατρικό και ετοιμάζεται η έκδοση της δεύτερης ποιητικής του συλλογής.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top