Fractal

Διήγημα: “Κατάθεση ψυχής”

Της Βίκυς Ρηγάτου // *

 

f5

 

«Νομίζω ότι χρειάζομαι ιατρική παρακολούθηση». Όταν άκουσα αυτή τη φράση να βγαίνει απο το στόμα μου, κατάλαβα πόσο πολύ το έχω ανάγκη και πόσο μακριά βρίσκομαι από τον εαυτό μου. Η απόσταση είναι πια αγεφύρωτη για να μπορέσω να φτιάξω το δρόμο της επιστροφής μόνη μου, με τις δικές μου δυνάμεις. Κάθε μέρα που περνάει είναι ο προσωπικός μου Γολγοθάς. Νιώθω να τρέχω κι όμως να μην μπορώ να κάνω ούτε ένα βήμα τόσο δα, λες και κάποιος με κρατάει απ’ τη φανέλα. Θάλασσα απέραντη όλα γύρω μου και αγωνίζομαι να κρατηθώ στην επιφάνεια, παλεύω να μη βυθιστώ στα σκοτάδια της ψυχής μου, βαριανασαίνω κι ύστερα κουράζομαι και δε βρίσκω το λόγο γιατί να μην αφεθώ απλά, χωρίς αντίσταση, να με παρασύρουν τα ήρεμα και σκοτεινά νερά της μοναξιάς.

Ποτέ δε με δικαιολόγησα και ούτε έχω την πρόθεση να το κάνω τώρα. Πάντα ήμουν δυνατή και αντιμετώπιζα με αλήθεια, ψυχραιμία και ρεαλισμό όλες τις δύσκολες καταστάσεις. Να όμως που ήρθε και η σειρά μου. Ίσως φταίει που έπεσαν όλα μαζί. Πόσα να αντέξει ένας άνθρωπος; Πρώτα η δουλειά. Απο τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν στη ζωή σου είναι να είσαι αναγκασμένος να συμβιβαστείς σε μια δουλειά μίλια μακριά απο το αντικείμενο των σπουδών σου και με περιορισμένες απολαβές, είτε χρήματος είτε ευχαρίστησης. Όταν ξέρεις ότι μπορείς να ανταπεξέλθεις σε πολύ περισσότερα και όταν αντιμετωπίζεις την εκμετάλλευση καθημερινά χωρίς ίχνος αναγνώρισης για ότι προσφέρεις, τότε πραγματικά αγανακτείς. Και πάνω σε αυτή την αγανάκτηση έρχεται να προστεθεί και μια ωραιότατη απόλυση για να βάλει με τη σειρά της ένα λιθαράκι στον τοίχο που μπαίνει ανάμεσα σε σένα και την αυτοπεποίθηση. Τότε στρέφεις το βλέμμα και αναζητάς συμπαράσταση απο οικογένεια και φίλους. Τι γίνεται όμως όταν το κατάστημα είναι κλειστό και άπαντες εξαφανισμένοι; Σε ποια δεκανίκια θα στηριχτεί ένας τσαλαπατημένος εαυτός για να ορθοποδήσει; Άλλο ένα λιθαράκι η απουσία αγαπημένων και έμπιστων προσώπων και ο τοίχος υψώνεται απειλητικά. Και τώρα; Πλησιάζω τα τριάντα. Μια κρίσιμη ηλικία που υποτίθεται ότι θα πρέπει να έχω κατασταλάξει στις επιλογές και τα θέλω μου. Θα πρέπει να έχω φτάσει στο σημείο να σταθεροποιήσω την καθημερινότητά μου, να έχω μια μόνιμη δουλειά, ένα πιστό και οικείο περιβάλλον και να δημιουργώ κύκλους γύρω απο το σημείο αναφοράς μου. Απο που όμως να αρχίσω; Δουλειά δεν υπάρχει, οι φίλοι αγνοούνται και γω συνεχίζω να παλεύω μόνη με τα κύματα. Δεν έχω κάτι να με προσδιορίζει, έχασα την ταυτότητά μου και αν κάποιος άγνωστος με ρωτούσε, δεν θα ξερα να του πω πλέον ποια είμαι. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στα δίχτυα της σύγχυσης. Όλα μεγαλοποιούνται στο μυαλό μου, γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια και η κρίση παρατείνεται. Ακροβατώ σε ένα τεντωμένο σκοινί με θέα το κενό, παίζεται κορώνα-γράμματα η ζωή μου… Άραγε όλα αυτά ευθύνονται στ’ αλήθεια για την κατάστασή μου;

Κάποιος μου είπε κάποτε οτι ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος και ολοκληρωμένος πρέπει να έχει ισορροπία σε τρεις τομείς της ζωής του: στη δουλειά, στους φίλους και στον έρωτα. Πόσο δίκιο είχε! Και πόσο άδικο συγχρόνως… Σε αυτό το τρίπτυχο της ισορροπίας ο έρωτας, αν υπάρχει, είναι απόλυτα ικανός να υπερκαλύψει τα κενά των υπολοίπων. Γιατί πολύ απλά όλα όσα με βαραίνουν δεν είναι παρά άψογες δικαιολογίες, για να φτάσω τελικά να παραδεχτώ ότι αν εσύ ήσουν ακόμη εδώ μαζί μου, τίποτα απο τα παραπάνω δε θα έπαιρνε τόσο τραγικές διαστάσεις. Θα έβρισκα τη δύναμη, απο την παρουσία σου και μόνο, να συνεχίσω να παλεύω. Αλλά…

Ειλικρινά, ήμουν έτοιμη να κάνω τα πάντα για σένα. Ακόμα και τώρα, παρ’ όλο που δεν μπορώ να δεχτώ κι ούτε πρόκειται ποτέ να καταλάβω το γιατί και τον τρόπο που φέρθηκες, συμβαίνει κάτι το παράξενο: δεν μπορώ να σου θυμώσω, δεν μπορώ να σε παρεξηγήσω, σε συγχωρώ, σε δικαιολογώ… Ξέρω πολύ καλά τι ακριβώς γίνεται, ξέρω που βρίσκεσαι αλλά επιμένω χωρίς αιτιολογία. Και όταν τελικά κάποιες φορές το παίρνω απόφαση να σε αφήσω στην ησυχία και στην επιλογή σου, τότε είναι που ξαναεμφανίζεσαι για να το κάνεις ακόμα πιο δύσκολο. Έχεις στοιχειώσει τις σκέψεις μου. Ότι και αν κάνω, ότι και αν ζω, οι αναμνήσεις σκάνε απο το πουθενά σαν πυροτεχνήματα χωρίς να το θέλω και υπάρχω στον κόσμο για τη στιγμή εκείνη του παραμυθιού που απο κακός θα ξαναγίνεις ο ήρωας που θα’ ρθει να με σώσει απ’ της ζωής μου τα δύσκολα. Μα εσύ πουθενά. Και ο χρόνος περνάει. Και η κρίση συνεχίζεται. Και δεν σου καταλογίζω ευθύνη. Λέω: δεν ξέρει, πώς να έρθει; Κι όμως. Ξέρεις πολύ καλά. Έχεις καταλάβει ότι αναπνέω για τον γυρισμό σου και συνεχίζεις μια κατάσταση έτσι απλά για να τονώνεις τον εγωισμό σου και να υπάρχει και κάτι να παίζεις στο ενδιάμεσο της κανονικής σου ζωής. Και γω; Το δέχομαι. Γιατί φοβάμαι. Γιατί δεν έχω που να πάω παρακάτω και δεν ξέρω η ζωή τι θα μου φέρει και αν, στην επόμενη στροφή της. Κλονίστηκαν οι αξίες, τα πιστεύω και η εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους και την αγάπη. Αλλά μου λείπεις απίστευτα, ακόμα υπάρχεις μέσα μου και ακόμα δεν σε έχω ξεπεράσει. Πες το απωθημένο για οτι δεν προλάβαμε να ζήσουμε, πες το λαχτάρα για τις όμορφες στιγμές μας, πες το όπως θες, όμως δε μπορείς να το ακυρώσεις, να το σβήσεις. Νιώθω κλειδωμένη στη σκιά σου. Σ’ αυτό το άχαρο και κρύο κελί περιφέρομαι άσκοπα, αγγίζω την παράνοια πολλές φορές, διογκώνω όλα τα υπόλοιπα προβλήματα προκειμένου να φανεί η απουσία σου μικρή, καταστρέφω ώρα με την ώρα τη σχέση που έχτιζα με τον εαυτό μου τόσα χρόνια και επανέρχομαι κάθε λίγο και λιγάκι, σου ζητάω μια ευκαιρία, μόνο μία, για να σε πείσω να επιστρέψεις και να μ’ ελευθερώσεις. Να ξαναβρώ το είναι μου, αυτό που κανένας άλλος εκτός απο σένα, δεν μπήκε στον κόπο να γνωρίσει καλύτερα. Ζητάω πολλά; Μπορεί, δεν ξέρω. Ίσως όλα αυτά να φαίνονται πολύ ρομαντικά και σουρεαλιστικά για τις μέρες που ζούμε, όμως εγώ δεν μπορώ ούτε και θέλω να αλλάξω. Ή Όλα ή τίποτα. Και προς ώρας με έχεις αφήσει στο τίποτα με μια ελπίδα να αχνοφαίνεται. Ότι κάποτε, κάπου, κάπως μπορεί να είμαστε ξανά μαζί… Και αυτή την ελπίδα την έχω πιάσει απ’ τα μαλλιά και κοντεύω να την ξεμαλλιάσω! Πόσο ακόμα να με κρατάει ζωντανή; Αρκεί μια αόριστη υπόσχεση για να τα βγάλω πέρα με τη μοναξιά που διεκδικεί με σθένος τη θέση σου; Είναι μια μάχη σώμα με σώμα. Και ενώ ήμουν δυνατή, τώρα αντικρίζω την ήττα μου. Έχασα τον εαυτό μου, έχασα την πίστη μου, έχασα και την μορφή σου να μου γελά και να με ησυχάζει. Δεν είναι δίκαιο. Πόσο πολύ μπορεί τελικά ένας άνθρωπος να επηρεάζει τη ζωή μας;

Μακάρι να μπορούσες να διαψεύσεις τα προγνωστικά και να έρθεις κοντά μου για να μείνεις. Να προσπαθήσουμε. Να το παλέψουμε και όπου μας βγάλει. Να μου δινες μια τελευταία ευκαιρία να πιστέψω ότι γίνονται θαύματα. Ότι δεν πάνε όλα χαμένα. Και ότι όποιος θέλει μπορεί να ζήσει το όνειρό του. Μου χρωστάς τον εαυτό μου. Σας θέλω πίσω και τους δυο για να ξαναρχίσω να ζω. Θα περιμένω… Γιατί για μένα μόνο ο έρωτας αρκεί…»

Έβαλε τα αποσιωπητικά και έμεινε να κοιτάει το χαρτί που μελάνιασε με τα γράμματά της. Μόλις είχε κάνει άλλη μια κατάθεση ψυχής, εμφυσώντας ζωή σ’ ένα άψυχο πράγμα, που δεν έφερνε αντίρρηση να αγκαλιάσει και να χωρέσει τα συναισθήματά της. Αυτό το χαρτί ήταν γι’ αυτήν ο μόνος εξομολόγος, η μόνη περίπτωση να μπορέσει ν’ ανοίξει την καλά κλειδωμένη καρδιά της και με ειλικρίνεια, ταπεινότητα και απόλυτη εμπιστοσύνη, να πει όσα ακόμα τη βασάνιζαν, όσα πολύ περίτεχνα έκρυβε απο όλους τους γύρω της, προσπαθώντας να φαίνεται οτι επιτέλους ξαναβρήκε τη χαμένη της διάθεση. Σαν ένα είδος εξαγνισμού αντιμετώπιζε το γράμμα της, μια προσπάθεια να ελαφρύνει τα σωθικά της χωρίς κανένας να την κατακρίνει, να την κοροϊδέψει και να τη σταυρώσει για την επιλογή της. Μόνο σ’ εκείνον δεν είχε πρόβλημα να ανοιχτεί, αφού ήταν ο μόνος που κατάφερε στα 28 χρόνια της ζωής της να την απογυμνώσει απο άμυνες, εγωισμούς και στρατηγικές, περιτυλίγματα που χρησιμοποιούσε για να προστατέψει την καρδιά της απο κάθε κακόβουλη εισβολή. Μόνο εκείνος ήθελε να ξέρει τι περνάει. Όχι για να τον εκβιάσει συναισθηματικά να βρεθεί στα χνάρια του γυρισμού αλλά για να μοιραστεί τον πόνο της με κάποιον που μπορούσε να εισχωρήσει στον ψυχισμό της. Κι ας την είχε κομματιάσει…

Αρκετή ώρα μετά, η τετράγωνη λογική της υπερίσχυσε και αφού έβαλε τον εαυτό της στο στενό καλούπι της τάξης και της ευπρέπειας, αποφάσισε να λήξει τη συμφωνία της με το ξύλινο τραπέζι και την καρέκλα του και να σηκωθεί για να συνεχίσει τις δουλειές της. Έβαλε δύναμη στις γροθιές της για να στηριχτεί, όμως η ανορεξία της την αντάμειψε με αδυναμία και ζαλάδα. Όταν τελικά στάθηκε στα πόδια της, πριν απο οτιδήποτε άλλο, βιάστηκε να κρύψει κάθε πειστήριο που μαρτυρούσε την ασχολία της όλο το πρωί μέσα στο κλειδωμένο, σκοτεινό δωμάτιο. Πλησίασε τη βιβλιοθήκη και πήρε έναν τόμο Φυσικής απο το πάνω αριστερό ράφι. Τον άνοιξε προσεκτικά και στη σελίδα 96 που είχε σειρά, επικόλλησε το μυστικό της. Ύστερα φόρεσε τη μάσκα με το χαμόγελο και βγήκε απο το δωμάτιο με αργά βήματα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Εκεί, μέσα στην απόλυτη γκρίζα ησυχία, οι προηγούμενες σελίδες του τόμου της Φυσικής υποκλίθηκαν και δέχτηκαν στην παρέα τους άλλο ένα μελανιασμένο απο γράμματα χαρτί, χωρίς παραλήπτη.

 

 

 

* Η Βίκυ Ρηγάτου, διπλωματούχος Μηχανολόγος και Αεροναυπηγός Μηχανικός, επέλεξε ως τρόπο ζωής την αναζήτηση και έκφραση συναισθημάτων. Έτσι, παράλληλα με τις μεταπτυχιακές της σπουδές, ασχολείται με τη συγγραφή κάθε είδους, τη μουσική, τα ταξίδια, το θέατρο και τις πολεμικές τέχνες.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top