Fractal

14 ιστορίες, 14 ζωές

Γράφει ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης //

 

“14 ζωές στη Σαλονίκη”, Βίκυ Κλεφτογιάννη, Κέδρος, 2015

 

Από έν χωρίον των Βοιωτών, δυσχείμερον και κακοθέρειον, κείμενον παρά τους πόδας του Ελικώνος, κατάγεται η Βίκυ Κλεφτογιάννη, την Άσκρη. Εκεί που, φασί ως εννέα τινές ελθούσαι γυναίκες, και δρεψάμεναι κλώνας εκ δάφνης Ελικωνίτιδος, επεσίτισαν τον Ησίοδον, και ούτω σοφίας και ποιητικής εμπεφόρητο (Πρόκλος). Συγχωριανή του Ησιόδου, συνεπώς, η Βίκυ Κλεφτογιάννη, θα έλεγα, ότι αποτελεί την τελευταία άκρη του συγγραφικού μίτου της Άσκρης. Επάξια!

14 ιστορίες που εξελίσσονται σε χώρους της Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο της πόλης όπου εσπούδασε Βιολογία κι έκαμε το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό της η συγγραφέας. 14 ιστορίες, όσες και τα χρόνια που έζησε αυτό το κορίτσι από τη Βοιωτία στη Σαλονίκη. Κάθε χρόνος και μια ζωή. Όχι δική της. Ζωές ή καλύτερα στιγμές της ζωής ανθρώπων καθημαγμένων, μοναχικών, συνθλιμμένων κάτω από το βάρος της ζοφερής εποχής μας.

Η Βίκυ Κλεφτογιάννη λειτουργεί σαν φωτογραφικός και κινηματογραφικός φακός, επιλέγοντας κάθε φορά από ποια γωνία θα γίνει η λήψη, τι άλλο θα καταγράφει ο φακός πέρα από τον βασικό ήρωα, πόσο βαθειά διείσδυση θα κάμει στην ψυχή του, πόσο και πώς θα φωτίσει τις σκέψεις του, σε ποια μνημονική επιστροφή θα τον οδηγήσει, και παρακολουθεί τους ήρωές της καταγράφοντας στιγμές ψυχικές του βίου τους, αποτυπώνοντας τις διακυμάνσεις της διάθεσής τους, συμπάσχοντας κι αγωνιώντας μαζί τους, μετέχοντας καμιά φορά κι η ίδια συναισθηματικά στη διάθεση των ηρώων της, δίχως να τους χαρίζεται, ωστόσο, αλλ’ αφήνοντας τη ροπή των επιλογών τους να τους οδηγήσει μέχρι τέλους.

Η γραφή της είναι στρωτή, καθαρή, ο λόγος της δίχως εκζήτηση γλωσσική, η αφήγηση μικροπερίοδη, χωρίς περιττές ψιμυθιώσεις.

Η τοπιογραφία της πόλης εκτεταμένη. Η αφηγηματική δράση εκτυλίσσεται στη λεωφόρο Νίκης, στη Βενιζέλου, την Αριστοτέλους, την Αγίας Σοφίας, την Ερμού, την Εγνατίας, την Τσιμισκή, την Αγγελάκη, την Σοφοκλέους, την Κασσάνδρου, την Γρηγορίου Λαμπράκη, την Δραγούμη και την Ολυμπιάδος. Κι ακόμη στην πλατεία Ελευθερίας, στην πλατεία Ναυαρίνου, στην πλατεία Συντριβανίου, στις Σαράντα Εκκλησιές, την αγορά Μοδιάνο, το Μπιτ παζάρ και το Καπάνι, στα Λαδάδικα, τον Λευκό Πύργο, στην Καμάρα, αλλά και στο Σέιχ- Σου, στου Χαριλάου, την Καλαμαριά, στην Άνω Πόλη και τα Κάστρα της, στο Τσινάρι και την Περαία.

Σ’ ένα διήγημα οι ήρωες είναι μια νέα γυναίκα κι ένα τσιγγανάκι, σε άλλο ένας νεοάστεγος της εποχής που ζούμε, ένας άντρας και μια γυναίκα στην Τρίτη ηλικία, σε ένα άλλο, με μιαν ιστορία μέσα στην ιστορία τούτο. Ύμνος στις Δημόσιες βιβλιοθήκες, μια άλλη ιστορία, που απειλούνται με κλείσιμο λόγω της κρίσης –ας μη λησμονούμε ότι παρ’ ολίγο να έκλεινε πριν δύο χρόνια κι η δική μας βιβλιοθήκη της Λιβαδειάς. Ένας άντρας που πληρώνει τον καφέ του με τα κέρματα που υπάρχουν στο πορτοφόλι που ξέχασε μια γυναίκα στο καφέ φεύγοντας. Δύο αδελφές ψυχές, σε ένα άλλο, όπου η σκέψη αποδεικνύεται ως ο καλύτερος αγωγός της επιθυμίας. Ένα άγαλμα, σε επόμενο, που άθελά του ακούει έναν δαίδαλο ανθρώπινων σχέσεων, πάθους και εξαπάτησης, στο πάρκο που είναι τοποθετημένο. Μύκητες, αμοιβάδες, ιοί και βακτήρια, αποκτούν ρόλο, σ’ ένα διήγημα που στερεώνεται στην επιστημονική γνώση της συγγραφέως. Σε μιαν άλλη ιστορία προεξάρχοντα ρόλο έχει μια γάτα, και σ’ ένα επόμενο παρακολουθούμε τας δυσμάς του βίου μιας ρεμπέτισσας, και σε μιαν επόμενη ένας άντρας που, παρά την μεγάλη του αγάπη για την κοπέλα του, νιώθει το γάμο φυλακή. Μια άφωνη ερωτική ιστορία, αλλού, με δύο ανθρώπους που αλληλομαγνητίζονται ενώ οδηγούν από τη Σαλονίκη προς τη Χαλκιδική. Μια βόλτα, τέλος, της αφηγήτριας με ποδήλατο στη διαδρομή που ενώνει όλα τα σημεία της πόλης στα οποία εξελίχθηκαν οι ιστορίες του βιβλίου.

Και τραγούδια, πλουτίζουν την αφήγηση: ρεμπέτικα και έντεχνα του Μάλαμα και του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά και τα «Σκούρα μάτια» του Σταύρου Κουγιουμτζή.

 

H συγγραφέας Βίκυ Κλεφτογιάννη

 

Και βιβλία, πολλά και ήρωες λογοτεχνικοί. Η Αιολική γη του Βενέζη, η Νυχτερίδα του Τσίρκα, η Αμοργός του Γκάτσου, η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλομπέρ, η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, τα Ποιήματα του Αναγνωστάκη, το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, τα Σταφύλια της οργής του Στάϊνμπεκ, το Όνειρο θερινής νύκτας του Σαίξπηρ. Μάλιστα στο διήγημα υπεράσπισης των βιβλιοθηκών κατεβαίνουν από τα ράφια, βγαίνοντας από τις σελίδες των βιβλίων και μπαίνουν στην αφήγηση η Τιτίκα των Αθλίων του Ουγκώ, ο Σπίθας από τον Μικρό Ήρωα του Στέλιου Ανεμοδουρά, δύο από τους Τρεις Σωματοφύλακες του Αλέξανδρου Δουμά, ο Άθως και ο Άραμις, η Νόρα, απ’ το ομώνυμο έργο του Ίψεν, η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, ο Μάγκας της Πηνελόπης Δέλτα και οι Οφιομάχοι, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, από το βιβλίο Οι σκλάβοι στα δεσμά τους.

Όταν διάβασα τα διηγήματα της Βίκυς Κλεφτογιάννη, της έγραψα πως σε πολλά από αυτά είχα την αίσθηση ότι διαβάζω τον Δημοσθένη Βουτυρά κι ότι αν εκείνος ζούσε (έχει πεθάνει από το 1958) θα χαιρόταν να βλέπει μια σημερινή συνέχεια της γραφής του. Η Βίκυ με συστολή κολακεύτηκε και μ’ ευχαρίστησε ευγενικά. Τώρα που ξαναδιάβασα τα διηγήματα, μπορώ με βεβαιότητα να το ξαναπώ! Δεν αντιγράφει, δεν μιμείται, τον μεγάλο Βουτυρά. Απλά χαρακτηρίζεται από την ίδια λεπτομερή παρατηρητικότητα και την πλούσια φαντασία. Εστιάζει σε ίδιους τύπος ανθρώπων της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Βουτυράς στον αστικό χώρο τον Μεσοπόλεμο, η Κλεφτογιάννη στους αποτυχημένους της ζωής στην περίοδο της Μνημονιακής εποχής. Τα διηγήματά της, όπως και του Βουτυρά, έχουν στιβαρή εσωτερική συνοχή, λογική συνέπεια και δράση των προσώπων, πλούσιο και πηγαίο αίσθημα, έντονες εικόνες, προσωπική αίσθηση (της συγγραφέως) και προσωπικές αισθήσεις (των ηρώων).

Τέλος ο Δημοσθένης Βουτυράς μας χάρισε, μέσ’ από το κοινωνικό διήγημα, μια μοντερνιστική γραφή πριν σχεδόν εμφανιστεί ο μοντερνισμός στα ελληνικά γράμματα και η Βίκυ Κλεφτογιάννη γράφει κοινωνικό διήγημα με ανθρωποκεντρικές ιδέες με μοντερνιστική γραφή, σήμερα.

Όταν γράφει πεζογραφήματα η Βίκυ Κλεφτογιάννη ευφραίνεται η Ποίηση.

Περιμένουμε με έντονο ενδιαφέρον τη συνέχεια. Θα την παρακαλούσα να μην ενδώσει στις σειρήνες της μεγάλης φόρμας, να μην περάσει στο μυθιστόρημα,μα να μείνει και να υπερασπιστεί τη μικρή, δύσκολη, φόρμα του διηγήματος, εκεί που φαίνονται, εκεί που λάμπουν οι τεχνίτες της γραφής.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top