Fractal

Λογοτεχνία και επικαιρότητα

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

victoriaΓιάννης Τσίρμπας, “Η Βικτώρια δεν υπάρχει”, εκδόσεις Νεφέλη 2013, σελ. 61

 

Σύμφωνα με πρόσφατη βρετανική επιστημονική έρευνα*, μία οικονομική κρίση αφήνει το αποτύπωμά της στους συγγραφείς κατά μέσο όρο μετά από δέκα χρόνια. Οι ερευνητές που την διεξήγαγαν κατέληξαν μάλιστα στο συμπέρασμα ότι στον 20ό αιώνα υπήρξε στενή συσχέτιση ανάμεσα στους δείκτες «οικονομικής δυστυχίας» και «λογοτεχνικής δυστυχίας» (πόσο ένα βιβλίο είναι φορτισμένο με λέξεις που εκφράζουν θυμό, φόβο, λύπη, αηδία κλπ). Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία, υποστήριξαν, αντανακλά αρκετά πιστά το οικονομικό κλίμα των δέκα προηγούμενων ετών, ιδίως όταν αυτό είναι απαισιόδοξο. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία «του επίκαιρου»; Μπορεί ο λογοτέχνης να ανταποκριθεί στα επιτακτικά αιτήματα των καιρών του χωρίς να εκπέσει στην προχειρότητα ενός χρονογραφήματος, τη φούρια ενός ρεπορτάζ ή την ξύλινη γλώσσα του πολιτικού μανιφέστου;

«Καταφύγιο στις σκηνές στην πλατεία Βικτωρίας βρίσκουν καθημερινά ολοένα και περισσότεροι πρόσφυγες. Ολόκληρες οικογένειες με μικρά παιδιά κάθονται είτε μέσα στις σκηνές, είτε σε χαρτόνια στα πεζοδρόμια, ενώ ο καιρός που έχει επιδεινωθεί κάνει την καθημερινότητά τους ακόμα δυσκολότερη. Κάποιοι από τους πρόσφυγες βρίσκουν καταφύγιο και στο σταθμό του ηλεκτρικού». («Εκατοντάδες σκηνές στην πλατεία Βικτωρίας», 29.9.2015, newsbeast.gr.) «(…)Αργά το βράδυ, όταν ο συνωστισμός υποχώρησε, ορισμένες καφετέριες άνοιξαν και οι κάτοικοι της περιοχής έβλεπαν ποδόσφαιρο. Ωστόσο η πλατεία, όπου είχαν στηθεί σκηνές, ήταν γεμάτη σκουπίδια και υπήρχε έντονη δυσοσμία. Στους γύρω δρόμους υπήρχε έντονη κινητικότητα. Διακριτική ήταν η παρουσία της αστυνομίας.». (Τάνια Γεωργιοπούλου, «2.500 πρόσφυγες στην πλατεία Βικτωρίας», 24.9.15, εφ. Καθημερινή).

«Τη Βικτώρια ας πούμε μια μέρα γύρισα το κεφάλι μου και την είδα γεμάτη με εκατοντάδες λαό. Τέτοιους, Μαροκινούς, Πακιστανούς, τα πάντα. Στριμωξίδι, σαν κλαμπ ήταν η πλατεία. Κουτσούβελα να παίζουν κάτω στη βρόμα, το άγαλμα γεμάτο με αραβικά γράμματα με κόκκινο σπρέι. Αλαμπουρνέζικα. Σκυλιά, γυναίκες, μαντίλες, τσεμπέρια, χαμός, σου λέω. Δεν ξέρω πότε έγινε, αλλά είναι σαν να κοιμήθηκα ένα βράδυ και να μην ήταν εκεί και να ξύπνησα το πρωί σε αυτό το χαμό, ρε φίλε».(«Η Βικτώρια δεν υπάρχει», σελ. 14). Στη νουβέλα του Γ.Τσίρμπα που κυκλοφόρησε το 2013, το επίκαιρο συνομιλεί εξόχως με το διαχρονικό. Εν αρχή, η αναγκαστική συνύπαρξη δυο ελλήνων μέσα σε ένα τρένο. Ο πρώτος νεόπτωχος, γέννημα θρέμμα της ομώνυμης πλατείας. O δεύτερος, κάτοικος Αγίας Παρασκευής σχετικά βολεμένος. Στην πορεία του ταξιδιού, ο Βικτωριανός, οργίλος και χειμαρρώδης, αν και σε θέση αφηγητή, μοιάζει περισσότερο να μονολογεί. O δεύτερος, παθητικός ακροατής του πρώτου, σκυμμένος πάνω από το κινητό του, σβήνει μετά μανίας ανεπιθύμητα διαφημιστικά μηνύματα. Τα σκουπίδια στο κινητό του αρχίζουν να μπλέκονται με τους ανθρώπους σκουπίδια στους οποίους αναφέρεται ο πρώτος.

Φωνές του περιθωρίου, κόσμος οργής που κινείται στη σκιά ενός άλλου, ετσιθελικά εφησυχασμένου, άνθρωποι σκουπίδια, προϊόντα σκουπίδια. Ο Βικτωριανός συνεχίζει: «Αν πλάι στους κάδους που τα σκουπιδιάρικα του δήμου απαξιούν να αδειάσουν, βάζαμε όλοι από ένα σακουλάκι με δηλητηριασμένο φαγητό, όλοι αυτοί οι «υπανάπτυκτοι» θα πέθαιναν σαν τα ποντίκια, και ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Πώς φτάνεις από την απλή ενόχληση στον καθαρό ρατσισμό; Σε σχέδια για δολοφονίες συνανθρώπων που δεν γνωρίζεις; «Εκεί ζω, ρε φίλε. Εκεί που τρώνε τα περιστέρια και έχουνε ζωντανές κότες και ψωνίζουν βρωμόψαρα από το χαρτόκουτο οι πεινάλες. Ξέρεις τι τσακωμό έχω δει εγώ μπροστά από κάδο; Μια τσιγγάνα και μια αφγανοτέτοια, για ένα σάντουιτς μισοφαγωμένο. Ξύλο σου λέω. (…) Γι αυτό κι εμείς θα τους χτυπήσουμε στο φαί. (…) Τσιμεντάκι και νεράκι ρε φίλε. Τι αρέσει στα αρούρια; Το τυράκι, γνωστό αυτό. Βάζεις λοιπόν σε διάφορες γωνιές του σπιτιού δυο μπολάκια. Στο ένα έχεις τυράκι τριμμένο, ανακατεμένο με τσιμέντο ταχείας. Πάει ο πόντικας, τρώει και επειδή είναι λαίμαργος και λιγούρης και πειναλέος και παπατρέχας δεν το καταλαβαίνει, και τιγκάρει την μπάκα του. Στο άλλο μπολάκι έχεις νερό, διψασμένος κατεβάζει και το νεράκι κι έρχεται το στομάχι του και γίνεται μπετόν αρμέ, νερό και τσιμέντο και σκάει ο πόντικας. Φυσικός τρόπος εξόντωσης, ούτε χημικά ούτε τίποτα». (Η Βικτώρια δεν υπάρχει, σελ. 40-41)

Στη νουβέλα, η φωνή του κύριου αφηγητή, αλλά και όσα διαδραματίζονται μέσα στο τρένο, διακόπτονται από τις αφηγήσεις πέντε ακόμη ελλήνων. Όλοι, τέως ή νυν κάτοικοι Βικτώριας.

Μιλάει ένας νέος που ξεκίνησε ως νταής για να καταλήξει χαφιές: «Σε δείρανε πολύ. Δυο μέρες σε είχανε στο Τμήμα στη Θήρας και σε βαράγανε. Δεκαπέντε χρονών και σε σαπίσανε.(…) Σε κλωτσάγανε και θυμόσουν τη μάνα σου. Τη μυρωδιά από την πλεχτή ποδιά της. Φαί και χλωρίνη ανακατεμένα.(…) Κατούραγες αίμα για μήνες» (οπ. πρ. σελ. 14-17),

Ένας πεινασμένος άστεγος: «Τα πόδια μου δεν με κρατούν. Έχετε να χαλάσετε; Οι άνθρωποι δεν με πλησιάζουν. Πεινάω. Ξελιγωμένος. Ένα αγοράκι έρχεται κατά πάνω μου. (…) Μου τραβάει τα λεφτά από το χέρι. Τ’ αφήνω. Δεν έχω δύναμη. Κρατάει μια σοκολάτα. Μου τη δίνει.(…) Αρπάζω τη σοκολάτα και τη χώνω απευθείας στο στόμα. Με το χαρτί. Αυτή αρπάζει το χαρτονόμισμα από το γιο της. Τι σου έχω πει; Το σκίζει σε χίλια κομμάτια. Ρεύομαι» (οπ.πρ. σελ. 2829),

Ένας φυλακισμένος ναρκομανής: «{…} πάλι νύχτωσε και τριγύρω φωνές και βογκητά από τα κελιά και από τους τοίχους και από το ταβάνι και τα κάγκελα που τρυπάνε το στομάχι μου και το κεφάλι μου που ώρες ώρες δεν το αντέχω πια. Άλλο ένα βράδυ» (οπ.πρ. σελ. 38),

Ένας άντρας από χωριό που δούλεψε κάποτε στη Βικτώρια: «Είχα και έναν ανεμιστήρα κρυφά από τη γριά. Κλείδωνα την κάμαρα, τον έβγαζα από τη βαλίτσα μου και τον άναβα για δρόσο» (οπ.πρ. σελ. 46),

Μια βασανισμένη γυναίκα στον τύπο της μάνας κουράγιο: «Ούτε φράγκο ούτε τηλέφωνο ο άτιμος δυο χρόνια. Έναν γάμο και τέσσερα παιδιά τά ’γραψε στην άμμο» (οπ. πρ. σελ. 52).

Κόσμος αποσυνάγωγος που, στην πλειοψηφία του, είχε μεταναστεύσει τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 από την επαρχία στην Αθήνα, σε μιαν εποχή που η κρίση και η μαζική έλευση των ξένων δεν είχε ακόμη εμφανιστεί. Επαρχιώτες που κάποτε βρήκαν προσωρινό ή μόνιμο άσυλο στα πέριξ της συγκεκριμένης πλατείας. Από τις αφηγήσεις τους, με το εθνικιστικό και φοβικό στοιχείο να μάχεται και ─κάποτε να υπερισχύει─ του πολυπολιτισμικού και της ανεκτικότητας, η Βικτώρια, σαν άλλη ξεπεσμένη γαλαζοαίματη, αναδύεται ακραία αντιφατική. Εικόνες, ήχοι, μυρωδιές. Γλώσσα λιτή. Λόγος ασθματικός. Στακάτος. Για μια κοινωνία χωρίς συνοχή, με θρυμματισμένο ιστό.

«Πώς να εξηγήσεις όλα αυτά που γίνονται; Για να τα καταλάβω πρέπει να τα δω στις ειδήσεις(…) Διαφορετικά δεν παίρνουν υπόσταση. Δεν υπάρχουν. (…) Όλα έχουν τη λογική τους, πάντα το πίστευα αυτό. Δεν μπορώ να μην το πιστεύω αυτό. Αυτός είμαι» (οπ.πρ. σελ. 39).«(…)

Άδεια καρέκλα δεν υπάρχει, πάντα κάποιον πρέπει να σηκώσεις για να κάτσεις». Στις έξι επιμέρους ιστορίες─τοιχογραφίες της νουβέλας του Τσίρμπα, κυρίαρχη και η παραπάνω φράση –μότο- του Αλτουσέρ. «Στην πλατεία Βικτωρίας συνεχίζουν να καταφεύγουν εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες με σκοπό να μεταβούν στη συνέχεια στα σύνορα με την ΠΓΔΜ και έπειτα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. (…)Τι να πει κανείς στους κατοίκους της πλατείας Βικτωρίας; (…) Πάντως η κυβέρνηση επεξεργάζεται σχέδιο κυκλικής αξιοποίησης για τη  φιλοξενία των προσφύγων ορισμένων χώρων –ουσιαστικά ως νυχτερινό κατάλυμα–, όμως δεν είναι καθόλου εύκολο να εγγυηθεί κάποιος ότι η πλ. Βικτωρίας θα πάψει να αποτελεί τόπο συγκέντρωσης και συνάντησης των προσφύγων», (Τάνια Γεωργιοπούλου, «Πεδίο «μάχης» η πλατεία Βικτωρίας», 1.10.15, εφ. Καθημερινή).

«Είναι ντροπή το 2015 να συμπεριφερόμαστε στους πρόσφυγες και τους μετανάστες σαν να είναι άνθρωποι ενός κατώτερου θεού. Είναι κυρίως θέμα πολιτικής βούλησης και ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού. Είναι λυπηρό να ακούς πολιτικά πρόσωπα να μιλούν για το θέμα με κυνισμό, άγνοια ή, το λιγότερο, αφέλεια. Να μην γνωρίζουν καν τι σημαίνει η λέξη πρόσφυγας», επισημαίνει ο Γιάννης Τσίρμπας με αφορμή το βιβλίο του, τον Απρίλη του 2015, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη**. Η δική του Βικτώρια πάντως, ή αλλιώς: «Η Βικτώρια (που) δεν υπάρχει», δυο χρόνια πριν τη σημερινή συρροή των προσφύγων από τη Συρία, συνεχίζει να θίγει με τρόπο ζωντανό αυτό που εδώ και δεκαετίες πλέον συμβαίνει στις γειτονιές του κέντρου. Με την ομώνυμη πλατεία να αναδύεται τόσο ως ου τόπος, όσο και ως τόπος κατ’ εξοχήν συγκεκριμένος και ιστορικός. Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε παλαιότερη συνέντευξή του, μιλώντας για το βιβλίο του, υποστήριξε: «Ναι, είναι μια επινοημένη μαρτυρία. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι το αποτέλεσμα μιας βιωματικής συνέντευξης.(…) Η λογοτεχνία μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα αλλά δεν είναι ντοκιμαντέρ.(…) Η λογοτεχνία είναι ένα μοναχικό ζεϊμπέκικο»***. Κι αυτό ακριβώς είναι και θα είναι η νουβέλα του. Ένα συγκλονιστικό, επίκαιρο όσο και διαχρονικό αφήγημα για τη μοναχικότητα, τη ξενοφοβία που τσιμεντώνεται, τον μπετοναρισμένο θυμό. Τη δυσφορία που δεν αργεί να μετατραπεί σε αδιέξοδο στρίμωγμα και ακραιφνή φασισμό.

 

tsirmpas_giannis

 

Ο Γιάννης Τσίρμπας, λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιστημονικές εργασίες, άρθρα και βιβλιοκριτικές στον τύπο και στο διαδίκτυο, διηγήματα που έχουν βραβευθεί σε πανελλαδικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά, με το πρώτο του αυτό λογοτεχνικό βιβλίο, το οποίο επάξια πέρυσι συμπεριλήφθηκε στη μικρή λίστα των προτεινόμενων για το κρατικό βραβείο καλύτερου Διηγήματος ή Νουβέλας, και τις αντίστοιχες για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του λογοτεχνικού περιοδικού «Αναγνώστης», και το βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013 του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα», κατόρθωσε, αποφεύγοντας μελόδραμα και στείρα πολιτικολογία, να εστιάσει στο βαθύτερο πρόβλημα της ατομικής περιπέτειας. Τον ανθρώπινο πόνο. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2015, η Νατάσσα Νταϊλιάνη σε διάλογο με το μουσικό σχήμα 12 χορδές έδωσαν παράσταση πάνω στη «Βικτώρια» στα πλαίσια του Αντιφασιστικού Φεστιβάλ παραστατικών τεχνών στο θέατρο Εμπρός, ενώ τον Οκτώβρη του 2015, το βιβλίο κυκλοφόρησε και στη Γαλλία (Yannis Tsirbas, Victoria does not exist, Quidam Editeur) με επαινετικά σχόλια από τον Pierre Barrault, του βιβλιοπωλείου la Belle Lurette. Αναμένουμε με ενδιαφέρον το πολλά υποσχόμενο επόμενο βήμα του στο χώρο της λογοτεχνίας.

 

* Η έρευνα έγινε από ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή ανθρωπολογίας Αλεξ Μπέντλεϊ του πανεπιστημίου του Μπρίστολ και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “PLoS One”.

** Συνέντευξη του συγγραφέα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, Γιάννης Τσίρμπας: «Η πλατεία Βικτωρίας συνεχίζει να σφύζει από ζωή. Δεν υπάρχει ευθεία γραμμή που να ενώνει τα πράγματα.» 29.04.2015, 11ο τεύχος περ. Fractal.

*** Συνέντευξη του συγγραφέα στη Μαριαλένα Σπυροπούλου, «Όσοι ζουν κοντά με μετανάστες είναι λιγότερο ξενόφοβοι», 22.04.14, εφ. των Συντακτών.

 

Η Χρύσα Φάντη γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Παιδαγωγικά. Από το 2002 μέχρι και σήμερα δημοσίευσε διάφορα διηγήματα και κριτικές στα λογοτεχνικά περιοδικά: Πλανόδιο, Δέκατα, Εντευκτήριο. Το 2007 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «το Δόντι του Λύκου», εκδ. Πατάκη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top