Fractal

Βέρα Μπρίτεν (1893-1970): Μικρό αφιέρωμα στην Αγγλίδα συγγραφέα και εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Τέταρτο Μέρος)

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

– Διαβάστε το Πρώτο Μέρος του αφιερώματος >>

– Διαβάστε το Δεύτερο Μέρος του αφιερώματος >>

– Διαβάστε το Τρίτο Μέρος του αφιερώματος >>

 

Η Βέρα Μπρίτεν στη δεκαετία του 1920

Η Βέρα Μπρίτεν στη δεκαετία του 1920

 

Η εποχή της Βέρα Μπρίτεν στο Κολέγιο Σόμερβιλ

Μετά την ανακωχή, η Βέρα επέστρεψε στο Κολέγιο Σόμερβιλ (Somerville College) της Οξφόρδης. Αργότερα θυμόταν: ‘Στο Σόμερβιλ, η είδηση ​​για την πρόθεσή μου να αλλάξω αντικείμενο, έγινε δεκτή χωρίς ενθουσιασμό. Στα αγγλικά με θεωρούσαν πιθανόν πρώτη, αλλά στον τομέα της Ιστορίας είχα ξεχάσει ακόμα και τις πληροφορίες που είχα λάβει κάποτε από την πολιτική και θρησκευτική διδασκαλία της δεσποινίδας Χηθ Τζόουνς … Ποτέ δεν μετάνιωσα για την απόφαση, για τη μελέτη των διεθνών σχέσεων, καθώς και τις μεγάλες διπλωματικές συμφωνίες του δέκατου ένατου αιώνα. Ανακάλυψα ότι η ανθρώπινη φύση αλλάζει, μαθαίνει να μισεί την καταπίεση, να υποτιμάει το πνεύμα της εκδίκησης, να επαναστατεί με πράξεις σκληρότητας, και επιτέλους να ενσωματώσει αυτές τις αλλαγές της καρδιάς’. Πρόσθεσε και ήλπιζε πως η μελέτη της Ιστορίας θα τη βοηθήσει να κατανοήσει το λόγο που είχε συμβεί ολόκληρη αυτή η ανήκουστη καταστροφή του πολέμου, να μάθει γιατί ήταν δυνατό γι αυτή και τους συγχρόνους της, μέσα από την άγνοιά τους και την εφευρετικότητα των άλλων, ‘να μας χρησιμοποιήσουν υπνωτισμένους και να σφαχτούμε’.

Ήταν προφανές ότι περνούσε σε άλλο πλέον στάδιο. Εκείνο της ψυχρής αποτίμησης των αιτίων, εκείνων που έλαβαν χώρα στα μέτωπα του πολέμου, και φυσικά όλων των πολυεπίπεδων παρενεργειών και συμφορών, τουτέστιν σωματικών, ψυχικών, προσωπικών, κοινωνικών, οικογενειακών και γενικότερα εθνικών. Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όμως, η Βέρα συναντήθηκε με την Γουίνιφρεντ Χόλτμπαϊ (Winifred Holtby). Στην αυτοβιογραφία της, ‘Testament of Youth’ (1933), μας εξηγούσε πότε είδε για πρώτη φορά την Γουίνιφρεντ, μια στιγμή που απολάμβανε τη θέα των γραφικών παραστάσεων στα κτίσματα της Οξφόρδης. Ψηλή, επιβλητική προσωπικότητα με τα χρυσά μαλλιά της, το ευαίσθητο πρόσωπο, τα λαμπερά μπλε μάτια, τράβηξαν το βλέμμα της Βέρας. Οι δυο γυναίκες αποφοίτησαν μαζί, το 1921, εγκατέλειψαν την Οξφόρδη και μετακόμισαν στο Λονδίνο, όπου ήλπιζαν να καθιερωθούν ως συγγραφείς. Τα δύο πρώτα μυθιστορήματα της Βέρας, τα ‘The Dark Tide’ (1923), και ‘Not Without Honour’ (1925) αγνοήθηκαν από τους κριτικούς και πούλησαν ελάχιστα αντίτυπα. Ωστόσο, η Γουίνιφρεντ είχε μεγαλύτερη επιτυχία με τα ‘Anderby Wold’ (1923) και το ‘Crowded Street’ (1924). Η Βέρα, βεβαίως, είχε κατακτήσει αρκετά με τη δημοσιογραφία και στην δεκαετία του 1920 έγραψε για το φεμινιστικό περιοδικό, ‘Χρόνος και παλίρροια’ (Time and Tide). Επίσης, λίγα χρόνια αργότερα, εξέδωσε δύο βιβλία για το ρόλο των γυναικών, τα ‘Women’s Work in Modern Britain’ (1928) και ‘Halcyon or the Future of Monogamy’ (1929).

Τον Ιούνιο του 1925, η Βέρα παντρεύτηκε τον ακαδημαϊκό, Τζορτζ Κάτλιν (George Edward Catlin, 1896-1979). Όπως επεσήμανε ο Mark Bostridge: ‘Όταν η Μπρίτεν και ο Κάτλιν έφτιαξαν το σπιτικό τους στο Λονδίνο, μετά το γάμο τους, η Γουίνιφρεντ Χόλτμπαϊ προσκολλήθηκε σε αυτούς ως το τρίτο μέλος του νοικοκυριού. Ο Κάτλιν ποτέ δεν ξεπέρασε τη δυσφορία του για τη στενή φιλία και τη σχέση της συζύγου του με τη γυναίκα την οποία η Βέρα περιέγραφε ως τον δεύτερο εαυτό της. Ήξερε, παρ’ όλα τα περιρρέοντα κουτσομπολιά για το αντίθετο, ότι η σχέση της Βέρας με τη Γουίνιφρεντ ουδέποτε υπήρξε λεσβιακή, αλλά τέτοιου είδους εγγύτητα του προκαλούσε έναν περίεργο ερεθισμό και πόνο. Αργότερα, μετά το γάμο της με τον Κάτλιν, μετακόμισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ο σύζυγός της έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cornell. Όμως, δυσκολεύτηκε να εγκλιματιστεί στην Αμερική και γι’ αυτό μετά από τη γέννηση των δύο παιδιών της, του Τζον (1927) και της Σίρλεϊ (1930), επέστρεψε στην Αγγλία, όπου ζούσε με την Γουίνιφρεντ Χόλτμπαϊ. Η κόρη της Βέρα, Shirley Williams, έγραψε αργότερα:

 

Η Βέρα Μπρίτεν με τον σύζυγό της Τζορτζ Κάτλιν.

Η Βέρα Μπρίτεν με τον σύζυγό της Τζορτζ Κάτλιν.

 

‘Μερικοί κριτικοί και σχολιαστές έχουν πει ότι η σχέση τους πρέπει να ήταν λεσβιακή, αλλά η μητέρα μου αγανάκτησε βαθύτατα με αυτό. Ένιωθε ότι όλο αυτό ήταν εμπνευσμένο από έναν έξυπνο αντιφεμινισμό στο φαινόμενο ότι οι γυναίκες δεν πρέπει ποτέ να είναι πραγματικοί φίλοι, εκτός εάν υπήρχε ένα σεξουαλικό κίνητρο, ενώ οι φιλίες των ανδρών γιορτάζονταν στη λογοτεχνία από τους κλασσικούς χρόνους. Η μητέρα μου ήταν ενστικτωδώς ετεροφυλόφιλη. Αλλά ως μια διάσημη γυναίκα συγγραφέας που ενστερνιζόταν προοδευτικές απόψεις, έγινε εικόνα για τις φεμινίστριες και ιδίως τις λεσβίες φεμινίστριες’.

Ωστόσο, ο σύζυγός της Βέρας, δεν ενέκρινε αυτή τη σχέση, κι έγραψε αργότερα σχετικά με αυτή, πόσο δηλαδή ταπεινωμένος ένοιωθε ως σύζυγος και ως άντρας. Στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας της ‘Διαθήκης της Νεολαίας’ (Testament of Youth, 1933) η Βέρα Μπρίτεν αναφέρθηκε στον αγώνα της για εκπαίδευση και την πείρα της ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, μίλησε για τη σχέση της με τον αδελφό της, Έντουαρντ Μπρίτεν και την αγάπη της για τους Ρόλαντ Λέιτον, Βίκτορα Ρίτσαρντσον και Geoffrey Thurlow. Η συγγραφέας, Margaret Storm Jameson, γράφοντας μια κριτική για το συγκεκριμένο βιβλίο στην εφημερίδα Sunday Times, είπε ότι ως ‘αναπαράσταση του πολέμου από την οπτική γωνία μιας γυναίκας, το κάνει αξέχαστο’. Φυσικά έγινε γρήγορα μπεστ σέλερ στη Μεγάλη Βρεττανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Βέρα Μπρίτεν στη συνέχεια, έγινε πλήρους απασχόλησης συγγραφέας. Στην αυτοβιογραφία της, η Shirley Williams έγραψε: ‘… αποφασιστική επαγγελματίας, η μητέρα μου άρχιζε να εργάζεται στις δέκα π. μ., μετά την ανάγνωση των εφημερίδων και των πρωινών επιστολών, την τακτοποίηση των λιστών για ψώνια και την πληρωμή των λογαριασμών. Εκεί που μελετούσε, ήταν ιερός τόπος, στυπόχαρτα και στυλό σε μαύρες και χρυσές θήκες, προσεκτικά ταχτοποιημένα χαρτιά αλληλογραφίας και φάκελοι, καθώς και χειρόγραφα… Μόνο ο θάνατος, ο πόλεμος ή κάποιο σοβαρό ατύχημα θα δικαιολογούσε τη διακοπή της εργασίας της εκεί’.

Στις 7 Ιουλίου 1934, η Βρεττανική Ένωση Φασιστών προχώρησε σε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο κέντρο του Λονδίνου. Περίπου 500 αντιφασίστες, συμπεριλαμβανομένων της Βέρας Μπρίτεν, Margaret Storm Jameson, Ρίτσαρντ Σέπαρντ και του Aldous Huxley, κατάφερε να εισχωρήσουν στην αίθουσα της συγκέντρωσης. Όταν άρχισαν να αποδοκιμάζουν τον Oswald Mosley, δέχθηκαν επίθεση από χίλιους ένθερμους οπαδούς του με μαύρους χιτώνες. Αρκετοί από τους διαδηλωτές χτυπήθηκαν άσχημα από τους φασίστες. Ήταν φυσικά ένα κρίσιμο σημείο για την πολιτική εμπλοκή της Βέρας Μπρίτεν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η φίλη της, Γουίνιφρεντ Χόλτμπαϊ, άρχισε να υποφέρει από υψηλή αρτηριακή πίεση, επαναλαμβανόμενους πονοκεφάλους και περιόδους έκδηλης κόπωσης. Ετέθη απ’ τους γιατρούς της η διάγνωση της νόσου Bright, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα είδος νεφρίτιδας, με λευκωματουρία, οιδήματα και υπέρταση. Η πρόγνωση του γιατρού της ήταν δύο χρόνια ζωής. Γνωρίζοντας ότι θα πέθαινε, η Γουίνιφρεντ έβαλε ολόκληρη την εναπομείνασα ενέργειά της σε ότι έγινε το πιο σημαντικό βιβλίο της, το ‘South Riding’. Μια ημέρα του 1935, η Βέρα πήγε να επισκεφθεί την Γουίνιφρεντ στο γηροκομείο στην οδό Devonshire 23, στο Marylebone: ‘…Λίγο μετά τις έξι, συνειδητοποίησα ότι ανέπνεε πιο ρηχά, ενώ ο σφυγμός της ήταν βραδύτερος και ασθενέστερος. Μετά από σχεδόν ένα τέταρτο της ώρας, ο σφυγμός της, τον οποίο κρατούσα, είχε σχεδόν σταματήσει, και η αναπνοή της φαινόταν να προέρχεται από το λαιμό της μόνο … Ήταν παράξενο, απίστευτο, μετά από όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας και όλα αυτά που μοιραστήκαμε μαζί, να αισθάνομαι τη ζωή της να τρεμοπαίζει κάτω από το χέρι μου. Ξαφνικά ο σφυγμός της σταμάτησε. Πήρε δύο ή τρεις βαθύτερες αναπνοές και στη συνέχεια αυτές σταμάτησαν και νόμιζα ότι απλώς είχε σταματήσει να αναπνέει, αλλά μετά από μια στιγμή ήρθε ένας τελευταίος, μακρόσυρτος αναστεναγμός, και στη συνέχεια όλα έφτασαν στο τέλος’.

Η Γουίνιφρεντ Χόλτμπαϊ, πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1935. Η Βέρα Μπρίτεν ήταν ουσιαστικά ο εκτελεστής της διαθήκης της. Το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπισε ήταν η αδάμαστη φιγούρα της Alice, της μητέρας της Γουίνιφρεντ και δημοτική σύμβουλο, η οποία φοβόταν για τη μελλοντική φήμη της κόρης της. Το 1935, ο πατέρας της Βέρας αυτοκτόνησε. Η θλίψη της Βέρας, από τους θανάτους της Γουίνιφρεντ και του πατέρα της, την ώθησε να παλέψει να ολοκληρώσει το καλύτερο μυθιστόρημά της, ‘Honourable Estate: a Novel of Transition’ (1936). Σύμφωνα με τον βιογράφο της, Alan Bishop, ήταν ένα μεγάλο φιλόδοξο φεμινιστικό έπος που βασίστηκε στην πρόσφατη ιστορία των οικογενειών Μπρίτεν και Κάτλιν, το οποίο όμως τάραξε τον Τζορτζ Κάτλιν, κυρίως γιατί επέστησε την προσοχή του αναγνωστικού κοινού στο ημερολόγιο της μητέρας του, η οποία είχε εγκαταλείψει το γιο και το σύζυγό της.

Η Βέρα Μπρίτεν συνδέθηκε φιλικά επίσης με τον Ρίτσαρντ Σέπαρντ (Richard Sheppard), από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου του Λονδίνου, ο οποίος ήταν εφημέριος του στρατού κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας αφοσιωμένος ειρηνιστής, που ανησυχούσε από την αποτυχία των μεγάλων εθνών να συμφωνήσουν με τον διεθνή αφοπλισμό και ο οποίος στις 16 Οκτωβρίου 1934, έστειλε μια επιστολή που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Manchester Guardian καλώντας τους άντρες να του στείλουν από μια κάρτα όπου θα δίνουν τη δέσμευσή τους να ‘αποκηρύξουν τον πόλεμο και ποτέ πάλι να μην υποστηρίξουν κάποιον άλλο’. Εντός δύο ημερών, πάνω από 2.500 άνδρες ανταποκρίθηκαν και κατά τη διάρκεια των προσεχών εβδομάδων περίπου 30.000 υποσχέθηκαν την υποστήριξή τους στην εκστρατεία του Σέπαρντ. Τον Ιούλιο 1935, ο Σέπαρντ προήδρευσε συνάντησης 7.000 μελών της νέας οργάνωσής του στο Albert Hall του Λονδίνου. Της έδωσαν την ονομασία ‘Peace Pledge Union’ (PPU), και κατάφεραν να αποκτήσουν 100.000 μέλη τους επόμενους μήνες. Η οργάνωση σε λίγο περιελάμβανε αρκετές και εξέχουσες θρησκευτικές και πολιτικές προσωπικότητες, καθώς και λογοτέχνες, συμπεριλαμβανομένων των Brittain, Margaret Storm Jameson, Wilfred Wellock, Max Plowman, Maude Royden, Alfred Salter, Ada Salter, Siegfried Sassoon, Aldous Huxley, Laurence Housman, Bertrand Russell και πολλών άλλων.

Στη δεκαετία του 1930, η Μπρίτεν έγινε ειρηνίστρια και το 1934 υποστήριξε τον Ρίτσαρντ Σέπαρντ και την οργάνωσή του, ενώ ήταν ένας από τους κύριους ηγέτες της αργότερα, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Από το Σεπτέμβριο του 1939, ξεκίνησε τη δημοσίευση επιστολών στη ‘Letters to Peace Lovers’, μια μικρή εφημερίδα που εξέφρασε τις απόψεις της σχετικά με τον πόλεμο. Αυτό την έκανε εξαιρετικά αντιδημοφιλή, γιατί επέκρινε την κυβέρνηση για την βομβιστική επίθεση αστικών περιοχών στη ναζιστική Γερμανία. Η Βέρα, βέβαια, έγραψε για τη σχέση της με τη Γουίνιφρεντ Χόλτμπαϊ, στο βιβλίο της ‘Testament of Friendship’ (1940). Στα βιβλία της, ‘England’s Hour: an Autobiography’ (1941) και το ‘Humiliation with Honour’ (1943), η Μπρίτεν προσπάθησε να εξηγήσει τον ειρηνισμό της, κάτι που ακολουθήθηκε και από τους ‘Σπόρους του Χάους’ (Seeds of Chaos), μια επίθεση στην πολιτική της κυβέρνησης για τους βομβαρδισμούς. Τα τελευταία της δύο μυθιστορήματα, το ‘Account Rendered’ (1945) και ‘Born 1925: a Novel of Youth’ (1948), είχαν άσχημες πωλήσεις, με αποτέλεσμα να στραφεί μακρυά από τη μυθιστοριογραφία. Η συλλογή των βιβλίων της Βέρας Μπρίτεν, περιλάμβανε ακόμα την ιστορία του κινήματος των γυναικών, δηλαδή το ‘Lady into Women’ (1953), το δεύτερο τόμο της αυτοβιογραφίας ‘Testament of Experience’ (1957), κι άλλα πολλά. Ισχυρή αντίπαλος των πυρηνικών όπλων, το 1957 η Μπρίτεν ενώθηκε με αρκετούς ομοϊδεάτες της (Kingsley Martin, JB Priestley, Bertrand Russell, Canon John Collins, Michael Foot, κ. α.) για να σχηματίσουν την ‘Οργάνωση για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό’ (Campaign for Nuclear Disarmament, CND). Η Βέρα Μπρίτεν παρέμεινε ενεργός στο κίνημα ειρήνης μέχρι το θάνατό της, στις 29 Μαρτίου του 1970, σε έναν οίκο ευγηρίας στο Wimbledon. Σύμφωνα με τις τελευταίες επιθυμίες της, οι στάχτες της Βέρα σκορπίστηκαν πάνω από τον τάφο του Έντουαρντ στο νεκροταφείο της Granezza, τον Σεπτέμβριο του 1970.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top