Fractal

Διήγημα: “Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη;”

Της Βάσως Καψώνα //

 

f6

 

 

Αναθεματισμένη ζέστη, αγανάκτησε ο Farrukh, σταματημένος στην άκρη του δρόμου πάνω στο ποδήλατό του, καθώς σκούπιζε με την ανάστροφη της παλάμης του τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Έσταζε ολόκληρος, από την κορφή ως τα νύχια ήταν πνιγμένος στον ιδρώτα. Από τις μελαχρινές τούφες των μαλλιών του, από τα μαλακά άκρα των αυτιών του, ακόμα και από τη χερσόνησο της γαμψής του μύτης, έσταζαν βιαστικές, αλμυρές σταγόνες. Γυάλιζε το πρόσωπό του μουσκεμένο και αναψοκοκκινισμένο. Στο σώμα του, το βαμβακερό καλοκαιρινό μπλουζάκι του είχε γίνει ένα με το δέρμα του και το χρώμα του έδειχνε πιο σκούρο στα μανίκια, κάτω από τις μασχάλες, ψηλά στο στήθος κάτω από τη λαιμόκοψη και πίσω στην πλάτη, ανάμεσα στους ώμους. Χαμηλότερα, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Το παντελόνι του -ποιο παντελόνι, δηλαδή; μια χοντρή πολυεστερική αθλητική φόρμα της κακιάς ώρας- του έδινε μια πρώτη εικόνα των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν στην κόλαση· ολοένα και πιο ζεστό όσο ανέβαινε η θερμοκρασία, ολοένα και πιο βαρύ όσο μούσκευε στον ιδρώτα, ολοένα και πιο ενοχλητικό όσο περισσότερο κολλούσε πάνω του! Και τα παπούτσια του! Τι μαρτύριο να είσαι αναγκασμένος να φυλακίζεις τα πόδια σου μέσα σε χοντρές κάλτσες και πλαστικά αθλητικά παπούτσια κατακαλόκαιρο! Να ακούς τα δάχτυλα των ποδιών σου να εκλιπαρούν για ξυπολησιά κι εσύ να προσποιείσαι ότι δεν άκουσες τίποτα! Να πείθεις τον ίδιο σου τον εαυτό, να τον κοροϊδεύεις δηλαδή, ότι τα πόδια σου δεν έχουν τουμπανιάσει μέσα στα πλαστικά τους κελιά και ότι δεν χρειάζονται την επαφή με το νερό.

Νερό! Πόσο λαχταράει λίγο νερό! Αν ποτέ τού έλεγε κανείς ότι θα ερχόταν μια στιγμή, να, σαν και τούτη εδώ τώρα, που η μοναδική του προσευχή θα παρακαλούσε το υπέρτατο ον για λίγο νερό, θα τον ειρωνευόταν. Τέτοιες εικόνες έρχονταν συνήθως ως συνειρμοί σε κουβέντες για δύσμοιρα παιδιά σε τριτοκοσμικές άνυδρες χώρες. Ο Farrukh ποτέ δεν θα βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση. Ακόμα και σε σκληρές συνθήκες ζωής, επιστρέφοντας από μια πυρωμένη μέρα στο χωράφι, αρκούσε το γύρισμα μιας κάνουλας, ή απλά το ξεβίδωμα του πώματος ενός παγωμένου μπουκαλιού και το γλουγλούκισμα του νερού που κατηφόριζε στο στομάχι του, έσβηνε την εσωτερική φλόγα καθ’ οδόν. Όταν έπινε λαίμαργα, σχηματίζονταν στις άκρες των χειλιών του μικρά ρυάκια από το νερό που ξέφευγε από το μπουκάλι και τότε τα αξύριστα γένια του καλοδέχονταν το σύντομο πότισμά τους. Κι ύστερα άνοιγε τη βρύση, γέμιζε τις χούφτες του καθαρό, τρεχούμενο νερό, το οποίο έριχνε στο πρόσωπό του για να ξεπλύνει πρόχειρα την εξουθενωτική εργασία μιας μέρας πριν το ντους απομακρύνει πιο διεξοδικά τους ρύπους της δουλειάς, ή τις προσβολές του αφεντικού. Ευλογημένο νεράκι!

Πόσες ώρες πέρασαν από τότε που ήπιε νερό τελευταία φορά, ούτε που θυμάται. Θυμάται μόνο ότι έπρεπε να βιαστεί, όχι να διψάσει. Έπρεπε να τρέξει μακριά, να χαθεί από προσώπου της εκεί γης, όχι να σκεφτεί να πάρει νερό μαζί του. Έπρεπε να νικήσει το χρόνο και μαζί μ’ αυτόν, και τις ανάγκες του. Κι έκανε ό,τι ακριβώς τον πρόσταξε ο εαυτός του – έφυγε! Κι ήταν αυτή η πιο σπουδαία απ’ όλες τις εντολές. Ήταν η δική του εντολή. Ήταν αφέντης του εαυτού του. «Τρέξε, μη σταματάς!» τον πρόσταζε ο νους του κι αυτός υπάκουε στην προσταγή. «Ξέχνα τον πόνο, πρέπει να προχωρήσεις!» διέταζε η λογική κι εκείνος εκτελούσε τη διαταγή. «Μη διψάς!» τον περιγελούσε ο ήλιος κι αυτός κατάπινε το στεγνωμένο σάλιο του ταπεινωμένος. Θυμάται όμως ότι διψούσε…

Όταν πίστευε ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά από το χωριό και βρισκόταν ήδη σε κάποια ερημιά, είδε από μακριά ένα χαμηλό κτίσμα και η ελπίδα αναπτερώθηκε μέσα του. Καλού-κακού προφυλάχτηκε όσο μπορούσε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου για να κόψει κίνηση, ευτυχώς δεν είχε φέξει καλά ο ήλιος ακόμα. Αυτό που έβλεπε μπροστά του θα πρέπει να ήταν ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο. Μπροστά, μια απαρχαιωμένη αντλία κάτω από το τσιμεντένιο στέγαστρό της. Η αντλία έδειχνε τόσο παλιά, τόσο γερασμένη, που ο Farrukh σκέφτηκε ότι αν κάποιος επιχειρούσε να τραβήξει τη σωλήνα εφοδιασμού από το άγκιστρό της, θα άκουγε σίγουρα και τις αρθρώσεις της να τρίζουν. Χρόνια στερημένη την αναμφισβήτητα λιγοστή πελατεία της και τις υγρές συναλλαγές με τους οδηγούς, η αντλία έδειχνε αφυδατωμένη εξαιτίας της παρατεταμένης έκθεσής της στον ήλιο. Στεκόταν τώρα εκεί, νυσταγμένη, ακοίμητη φρουρός του μίνι μάρκετ πίσω της. Δεξιά και αριστερά της εισόδου, μιας παλιάς αδιάφορης πόρτας με σιδερένιο πλαίσιο που στήριζε το κεντρικό τζάμι, υπήρχαν συνολικά τέσσερα τραπεζάκια που δεν έδειχναν να περιμένουν κόσμο. Ένας ηλικιωμένος κύριος βγήκε από το μαγαζάκι, και με αργές γεροντικές κινήσεις σκούπισε τα τραπεζάκια και τακτοποίησε τις καρέκλες γύρω τους. Κοντά του έτρεξε μια γάτα αποζητώντας το φαγητό της. Ο γεράκος επέστρεψε στην πορτοκαλί τετράποδη συντροφιά του με κάποια λιχουδιά και κανα δυο χάδια στο κεφάλι της και με τις ίδιες αργές κινήσεις μπήκε ξανά στο μαγαζί του. Ούτε η γάτα βιαζόταν. Έκανε μερικά βήματα στο ρυθμό του τροφοδότη της κι απόμεινε εκεί έξω από τη σιδερένια πόρτα, ξαπλωμένη στον ίσκιο, να καθαρίζει με τη γλώσσα της το σώμα της· κάπου-κάπου η ουρά της μαστίγωνε κάποια ενοχλητική μύγα.

Το μαγαζάκι δεν παρουσίαζε κίνηση κι αυτό ενθάρρυνε τον Farrukh να αισθανθεί πιο ασφαλής και να προμηθευτεί νερό, ίσως και κάτι να φάει, από τον ηλικιωμένο κύριο. Υιοθέτησε τον αργό ρυθμό βαδίσματος της γάτας και του ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ –δεν υπήρχε λόγος να κινήσει υποψίες- και τράβηξε για το μαγαζί. Δοκίμασε τις τσέπες του, εντάξει, είχε λίγα χρήματα, αλλά κανέναν απολύτως λόγο να τα ξοδέψει όλα με τη μία.

Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες γκρίνιαξαν στο άνοιγμα της πόρτας ειδοποιώντας τον έκπληκτο μαγαζάτορα για την απρόσμενη πελατεία του. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν τυπικές Καλημέρες και βλέμματα που στο Farrukh φάνηκαν καχύποπτα, ή μήπως ήταν η ιδέα του; Δεν έδωσε σημασία. Αγόρασε ένα μπουκάλι νερό, αδειάζοντας σχεδόν το μισό αμέσως, ένα πακέτο μπισκότα κι ένα κρουασάν, χωρίς να ενοχληθεί από την πολυκαιρισμένη σκόνη που σκέπαζε τις συσκευασίες τους. «Τρία και σαράντα,» ζήτησε ο ιδιοκτήτης. Ακρίβυνε η σκόνη, σκέφτηκε ο Farrukh, καταβάλλοντας τα χρήματα με μια υποψία χαμόγελου. Δεν ήθελε ρέστα. «Τι γυρεύεις στα μέρη μας;» τον ρώτησε ο γεράκος. «Δουλειά, τι άλλο;» απάντησε ο Farrukh. «Ό,τι δουλειά να ‘ναι» και εξήγησε ότι δούλευε σε ένα καμποχώρι εκεί κοντά πριν, αλλά οι αγροτικές δουλειές τέλειωσαν κι έπρεπε να βρει αλλού να δουλέψει τώρα. Ο συνομιλητής του κούνησε το κεφάλι συμπονετικά. «Δύσκολα τα πράγματα για όλους,» είπε, «ερήμωσε ο τόπος, το βλέπεις και μόνος σου» προσθέτοντας ότι ίσως ο νεαρός στεκόταν πιο τυχερός στα επόμενα χωριά, μόνο που αυτά ήταν κάπως μακριά. Ο Farrukh ανασήκωσε τους ώμους γέρνοντας το κεφάλι του δεξιά αποδεχόμενος την κακή του μοίρα καρτερικά, κι ύστερα αποχαιρέτησε το γεράκο με ένα ελαφρύ σήκωμα του αριστερού του χεριού. Την ώρα που τον αποχαιρετούσαν και οι γκρινιάρηδες μεντεσέδες, ο ηλικιωμένος τον σταμάτησε για να προτείνει να του δώσει ένα παλιό ποδήλατο που φύλαγε στην πίσω αυλή. «Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο, παλικάρι μου, αλλά τη δουλειά του την κάνει, κι εσύ είσαι πολύ νεότερος από μένα κι αντέχεις στο πεντάλ,» είπε ο γεράκος δείχνοντας στον Farrukh τα γέρικα πόδια του, και τον ρώτησε «δεν είναι καλύτερα να πηγαίνεις με το ποδήλατο απ’ ό,τι με τα πόδια;» ερώτημα στο οποίο ο Farrukh συμφώνησε και δέχτηκε περιχαρής την προσφορά του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

Ο γεράκος δεν άργησε ιδιαίτερα να φέρει το ποδήλατο στο Farrukh, αλλά του έδωσε το χρόνο να περιεργαστεί το μίνι μάρκετ. Μερικά σκονισμένα ράφια με παιδικές λιχουδιές και μπόλικη σκόνη, ένα ψυγείο με αναψυκτικά, χυμούς, νερά και μπύρες, αλλά και με λίγο κασέρι και δυο μπαστουνάκια μορταδέλας σε ένα από τα ράφια, πίσω από τον σκονισμένο πάγκο ο νεροχύτης, δίπλα ένα πετρογκάζ, στον τοίχο μια σκονισμένη ραφιέρα με λίγα ποτήρια και μερικά λευκά χοντρά κλασσικά φλιτζανάκια του καφέ, αυτή ήταν όλη κι όλη η επιχείρηση. Ο επιχειρηματίας φαινόταν να ζει μόνος του εδώ, πιθανά σε κανα-δυο δωμάτια στο πίσω μέρος του μαγαζιού, με μοναδική συντροφιά την πορτοκαλί γάτα απ’ έξω και μια σκονισμένη τηλεόραση στον τοίχο απέναντι από τον πάγκο. Ο Farrukh σκέφτηκε ότι μπορεί και ο ηλικιωμένος κύριος να έκανε μέρες να δει ή να μιλήσει σε άνθρωπο και σ’ αυτό το σημείο ταυτίστηκε μαζί του και χαμογέλασε στον εαυτό του.

Λίγο αργότερα, καβάλα πια στο ποδήλατό του και αφού είχε προμηθευτεί λίγο ακόμα νερό και μερικές ακόμα σκονισμένες συσκευασίες μπισκότων, τα οποία κρέμονταν στις σακούλες τους κι από τις δύο πλευρές του τιμονιού, ο Farrukh αποχαιρέτησε τον ευεργέτη του και απομακρύνθηκε σκορπίζοντας στον αέρα μερικά μεταλλικά κουδουνίσματα –ντριν, ντριν, ντριν!- από την κόρνα του νεοαποκτηθέντος δίτροχού του.

Ξαφνικά η ζωή άρχισε να μου χαμογελάει, σκεφτόταν ένας ευτυχισμένος Farrukh καθώς διέσχιζε τη σκουρόχρωμη ερημιά του ξερότοπου. Τώρα κινούνταν σαφώς πιο γρήγορα απ’ όσο πριν που περπατούσε και, παρόλο που οι πενταλιές απαιτούσαν μια κάποια ενέργεια από τον ήδη κουρασμένο Farrukh, η αίσθηση της ταχύτερης μεταφοράς του, η γρηγορότερη εναλλαγή των στοιχείων του φόντου, οι συστάδες των δέντρων σε κάθε πλευρά του δρόμου που τώρα βιάζονταν να τον αποχαιρετήσουν, οι φιδωτοί δρόμοι που άλλοτε ανοίγονταν κι άλλοτε συστρέφονταν μπροστά του οδηγώντας τον σε πιο γόνιμη γη, οι ριπές νερού από τα περιστρεφόμενα μπεκ κάποιων τυχερών ποτιστικών χωραφιών (η αλήθεια είναι ότι δεν θα μουσκευόταν αν ο ίδιος δεν πλησίαζε επίτηδες στην εμβέλεια της τεχνητής βροχής) και το αεράκι που στέγνωνε την μπόρα που είχε προηγηθεί, όλα αυτά επέτρεπαν στο Farrukh ένα χαμόγελο ανακούφισης. Το δικαιούνταν, ήθελε να πιστεύει. Ή όχι! Μάλλον έτσι πίστευαν όσοι τώρα σίγουρα τον γύρευαν.

Σκεφτόταν τους ομοεθνείς του, τους συναδέλφους του. Εξαιτίας του, σήμερα θα έχαναν κι εκείνοι το μεροκάματο. Εξαιτίας του; Αναστέναξε και στο μυαλό του έφτασαν καινούριες εικόνες: το σοκ από την αποκάλυψη, το γύρο που θα έκανε το νέο, την αναστάτωση των χωριανών μαζί με τα ρατσιστικά τους σχόλια (άραγε, θα υπήρχε κανείς που θα έβλεπε και το άλλο δίκιο;), την άφιξη της αστυνομίας και την αρχή μιας εξουθενωτικής, κυρίως για τους ομοεθνείς του, διαδικασίας, με δυσάρεστη κατάληξη για μερικούς απ’ αυτούς.

Σκέφτηκε και τη μάνα του, είχαν μέρες να μιλήσουν στο τηλέφωνο και σίγουρα δεν θα έρχονταν σε επαφή για κάμποσες μέρες ακόμα. Θα ανησυχούσε, το ήξερε. Διαισθανόταν άραγε τι του συνέβαινε; Αργά ή γρήγορα, θα μάθαινε τα νέα. Στο άκουσμα της είδησης θα σήκωνε τα χέρια ψηλά στον ουρανό, θα ικέτευε το Δημιουργό της να απαλλάξει την ίδια από το μαρτύριο της αγωνίας και το γιο της από το αμάρτημα στη γη των άπιστων. Άλλες γυναίκες, με μαντήλες στο κεφάλι, θα παρηγορούσαν την απαρηγόρητη. Αυτή θα έμενε με τις ώρες να μονολογεί, να αναπολεί, να φαντάζεται, να καταριέται, να προσεύχεται, να περιμένει, να υπομένει.

Όχι, δεν θα σκεφτόταν κανέναν και τίποτα. Χρειαζόταν λίγο χρόνο και λίγη απόσταση, να φροντίσει τον εαυτό του, να ηρεμήσει το μυαλό του, να αδειάσει την ψυχή του, να κάνει χώρο για να χωρέσει το αύριο, το καινούριο, το όμορφο. Αυτή τη στιγμή ήταν πάνω στο ποδήλατό του κι έτρεχε προς το αύριο, και το αύριο είχε τόσο ωραία αίσθηση που κανένα ζοφερό τώρα δεν μπορούσε να το γκρεμίσει. Ο ήλιος από πολύ ψηλά τώρα έκανε την παρουσία του ιδιαίτερα αισθητή. Ο Farrukh είχε ανάγκη για λίγη δροσιά, κάμποσο νερό και κανα μπισκότο. Με το μάτι του αναζήτησε ένα καταφύγιο, κάπου που θα μπορούσε να καθήσει λίγη ώρα, να ξαποστάσει, να πάρει δυνάμεις. Δεν ήθελε απλά να σταματήσει στο δρόμο και να ξεκουραστεί για λίγο στη σκιά ενός δέντρου γιατί, παρόλο που σπάνια είχε συναντήσει κάποιον διερχόμενο οδηγό ή διαβάτη ως τώρα, κανείς δεν μπορούσε να του εγγυηθεί ότι δεν θα έπεφτε στην αντίληψη ενήμερων ματιών. Από δω κι εμπρός έπρεπε να φυλάγεται περισσότερο. Όσο μάκραιναν οι ώρες, τόσο μίκραινε η απόσταση. Κι εκείνος έπρεπε, ως μόνη εγγύηση, να τεντώσει και το χρόνο και την απόσταση. Αλλά ήταν άνθρωπος κι είχε ανάγκη να τεντώσει και τα πόδια του.

Ενστικτωδώς, ακολούθησε την πρώτη δεξιά στροφή που του έτυχε. Το μάτι του απλώθηκε μέχρι έναν ελαφρά ανηφορικό χωματόδρομο, στα μισά του οποίου διέκρινε ένα ασπρισμένο ταπεινό κτίσμα ανάμεσα σε κυπαρίσσια. Ένα ξωκλήσι, σκέφτηκε διερωτώμενος αν ο θεός αυτού του ξεχασμένου ναού θα καλοδεχόταν έναν ξένο άπιστο – πιστό υπηρέτη ενός άλλου θεού (να υπέγραφαν, άραγε, και οι θεοί αναμεταξύ τους συμβάσεις αγαθοεργίας;). Ελπίζοντας σε θετική απάντηση στο νοερό αίτημα φιλοξενίας του, δεν είχε και πολλές επιλογές, τράβηξε για το εκκλησάκι. Φτάνοντας στο καταφύγιό του, κοίταξε ψηλά, αντίκρισε τον ήλιο με αυτοπεποίθηση και του φώναξε: «Κοίτα, ήλιε, εσύ μπορεί να τον έχεις γείτονα, αλλά εμένα βοηθάει ο θεός!» χωρίς να είναι σίγουρος για ποιον θεό-γείτονα του ήλιου μιλούσε. Ξεκαβάλησε το ποδήλατο και το ακούμπησε στον κορμό ενός κυπαρισσιού· γύρω του χρυσά ξερόχορτα και λίγα ζουζούνια που ξεβολεύτηκαν από την επισκέπτη τους.

Η πόρτα της εκκλησίας δεν πρόβαλε την παραμικρή αντίσταση. Μπαίνοντας στον μικρό ναό, τα μάτια του Farrukh χρειάστηκαν λίγο χρόνο για να προσαρμοστούν από το σκληρό φως του έξω κόσμου στο τρυφερό ημίφως του ιερού καταφυγίου. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε ένα μικρό κερί –υπήρχαν κάμποσα αφημένα σε ένα τραπέζι κοντά στην είσοδο- και το άναψε, αφού πρώτα άφησε ένα κέρμα του ενός ευρώ στο τραπέζι. Εστιάζοντας τα μάτια του στη φλόγα, το ακούμπησε σε μια θέση στο μανουάλι, μπροστά από την εικόνα μιας άγνωστης γυναίκας με βλοσυρό βλέμμα. Το ξωκλήσι ήταν γεμάτο από τέτοιες εικόνες, αλλά και από αγιογραφίες αγίων, των οποίων ο Farrukh δεν γνώριζε ούτε το όνομα, ούτε την ιερή δράση, αλλά για τους οποίους μπορούσε να ορκιστεί για ένα κοινό τους χαρακτηριστικό: τη βλοσυρότητα στο βλέμμα. Να ήταν το βλέμμα τους έτσι από τότε που γεννήθηκαν, ή η θρησκεία που κάποτε διάλεξαν έδωσε στη ματιά τους το συγκεκριμένο γνώρισμα; Εκείνη τη στιγμή, ο Farrukh έφερε στο νου του την αυστηρότητα και της δικής του θρησκείας και, συγκρίνοντας τα βλέμματα των δύο θεών, του δικού του και των άλλων, διαπίστωσε ότι δεν απείχαν πολύ στην έκφραση του προσώπου τους. Επίσης, σκέφτηκε, οι δύο θεοί –πιθανά και όλοι οι υπόλοιποι- δεν απείχαν πολύ ούτε στη διδασκαλία τους, απ’ όσο γνώριζε, και οι δυο (τουλάχιστον) κήρυτταν την αγάπη! Αγάπη! Να είναι άραγε η αγάπη μια γυναίκα με βλοσυρό βλέμμα;

«Ώχου! Συμπαθάτε με, κυρίες και κύριοι με τα βλοσυρά βλέμματα,» απευθύνθηκε ο Farrukh στα εικονίσματα «αλλά πρέπει να ξεκουραστώ λίγο, και το ίδιο προτείνω να κάνετε κι εσείς!» εξακολουθούσε να μιλάει σαν σε αληθινούς ανθρώπους. Αμέσως άρχισε να φαντάζεται ότι οι εικονιζόμενες φιγούρες θα δραπέτευαν από το ακίνητο κάδρο τους, θα ακουμπούσαν στο τραπέζι δίπλα στα κεριά τους σταυρούς που όλοι ανεξαιρέτως κρατούσαν μπροστά στο στήθος τους, θα άπλωναν τα χέρια τους μέχρι τα ψηλότερα αγιογραφήματα για να κόψουν τα σταφύλια της αμπέλου, θα ψάρευαν τους ιχθύς στο ξυλόγλυπτο τέμπλο μπροστά από το ιερό και, με τη σύμφωνη γνώμη του παντοκράτορα, θα χόρταιναν με τα πλούσια ελέη του θεού τους και θα κοινωνούσαν τον γλυκό του οίνο. Και καθώς θα ευφραινόταν η ψυχή τους και θα αναπαύονταν τα σώματά τους, ίσως τότε γλύκαινε και το βλέμμα τους, ίσως έδιωχναν τη βλοσυρότητα από τα μάτια τους για να κοιτάζονται μεταξύ τους στο φως της αγάπης.

Ο Farrukh βολεύτηκε σε μια άβολη ξύλινη καρέκλα, την οποία έβαλε περίπου κάτω από τον τρούλο. Αισθανόταν έτσι πιο κοντά στον Δημιουργό. Άνοιξε ένα σκονισμένο πακέτο μπισκότα και πριν βάλει μπουκιά στο στόμα του, θεώρησε σωστό να προσευχηθεί. Για ποιον λόγο, δεν ήξερε. Σε ποιον θεό, δεν έβρισκε απάντηση. Από τα ψηλά βιτρό παράθυρα του τρούλου έφτανε κάτω σ’ εκείνον ένα γλυκό απαλό φως, χρωματισμένο με το μπλε του ουρανού, το κίτρινο του ήλιου και το κόκκινο του αίματος· αυτός του φάνηκε ένας καλός λόγος για να ευγνωμονεί όλους τους θεούς μαζί για όσα μέχρι τώρα του είχαν χαρίσει. «Ευχαριστώ!» είπε κοιτάζοντας ψηλά στα αμέτρητα χρωματιστά σωματίδια σκόνης που αιωρούνταν στις δέσμες φωτός από πάνω του και με τη συνείδησή του τακτοποιημένη απόλαυσε το τραγανό του γεύμα – ούτε λόγος για ψάρια και κρασί, αλλά δεν μπορούσε να παραπονεθεί. Όταν έφαγε και το τελευταίο μπισκότο του τρίτου πακέτου, ξέπλυνε το στόμα του από τα γλυκά υπολείμματα του γεύματός του με νερό που πια είχε χάσει τη δροσιά του, αλλά ακόμα μπορούσε να σβήσει τη δίψα του. Ύστερα βγήκε με προσοχή στον περίβολο της εκκλησίας, έριξε μια ματιά ολόγυρα στην ερημιά και ξαλάφρωσε την κύστη του από το αβάσταχτο φορτίο της. Επιστρέφοντας στο άσυλό του, προτίμησε να προστατέψει και το ποδήλατό του από τυχόν περαστικά βλέμματα, ψιθυρίζοντας ένα ειλικρινές «Συγγνώμη» στις βλοσυρές φιγούρες στους τοίχους για την ενόχληση που προκαλούσε.

Έμεινε να παρατηρεί τις αγιογραφίες από τοίχο σε τοίχο, όταν μια συγκεκριμένη σκηνή του τράβηξε την προσοχή. Το αγιογράφημα έδειχνε μια μαυροφορεμένη, σχετικά νεαρή, μικροκαμωμένη γυναίκα, ξαπλωμένη σε ένα ψηλό κρεβάτι, με τα χέρια της διπλωμένα πάνω από την κοιλιά της. Γύρω της υπήρχαν πολλοί στεναχωρημένοι άνθρωποι, όλοι στραμμένοι προς την κοιμωμένη τους, ενώ μια βλοσυρή φιγούρα πολύ κοντά της κρατούσε ένα βρέφος. Με τα λίγα ελληνικά που είχε μάθει κατάφερε να διαβάσει μια μισοσβησμένη λέξη: «Κοίμησις», και ξαφνικά, ένιωσε να τον κυριεύει ζήλεια για την νεαρή αυτή γυναίκα που έδειχνε τόσο γαλήνια στην κοίμησή της και, παραδόξως, καθόλου ενοχλημένη από την παρουσία πολυάριθμων βλοσυρών ανθρώπων γύρω της. Κι εκείνος ήταν κουρασμένος και νυσταγμένος. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, ένιωθε να βυθίζεται σε ύπνο γλυκό και βαρύ. Έσυρε τρεις καρέκλες κοντά σ’ εκείνη όπου έφαγε, τις ένωσε, τη μία δίπλα στην άλλη, κι αυτό που αντίκρισε μπροστά στα μάτια του έμοιαζε με το πιο αναπαυτικό κρεβάτι της ζωής του. Εκεί ξάπλωσε, κάτω από το άγρυπνο μάτι του φιλόξενου παντοκράτορα θεού, χορτασμένος με μπισκότα και ανακουφισμένος από τη γαλήνη του χώρου. Καθώς τα βλέφαρά του υποχωρούσαν κάτω από το βάρος της νύστας, στ’ αυτιά του άκουγε ένα παιδικό τραγουδάκι με το οποίο η μάνα του τον νανούριζε, και οι βλεφαρίδες του μούσκεψαν. Ο ύπνος, λυτρωτικός και ιαματικός, δεν άργησε να τον πάρει.

Όταν ξύπνησε, ήταν σχεδόν μεσημέρι της επόμενης μέρας. Δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι είχε κοιμηθεί τόσο πολύ γιατί κάτι τέτοιο ήταν αφύσικο για κείνον. Από την άλλη πλευρά όμως, και οι συνθήκες τώρα ήταν κάπως «αφύσικες». Εξάλλου, δεν θα μπορούσε ο χρόνος να κυλήσει προς τα πίσω και, έχοντας κοιμηθεί απόγευμα, να ξυπνήσει νωρίτερα το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Αν μιλούσαν οι βλοσυρές φιγούρες, θα επιβεβαίωναν την αλλαγή της μέρας, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τους πάρει μιλιά. Έτσι, μετά από μια σύντομη σύσκεψη με τον ίδιο του τον εαυτό –ο παντοκράτορας αρνήθηκε να κατέβει από το θρόνο του για να συμμετάσχει στη σύσκεψη- αποφασίστηκε ότι είχε φτάσει το αύριο. Κι αφού είχε ήδη φύγει το χθες, ήταν καιρός να φύγει κι εκείνος. Λυπόταν που θα άφηνε το καταφύγιό του, αλλά έλπιζε ότι σύντομα θα έβρισκε ένα καινούριο. Δεν είχε πρόγραμμα, δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού να πάει, το μυαλό του είχε στερέψει. Όμως, έπρεπε να μετακινηθεί, σ’ αυτό δεν χωρούσε αμφιβολία!

Έφαγε ένα γρήγορο πρωινό, τα τελευταία τρία-τέσσερα μπισκότα από το τελευταίο σκονισμένο πακέτο, ήπιε λίγο νερό και τακτοποίησε τις καρέκλες στις οποίες κοιμήθηκε, στις θέσεις τους. Ύστερα άναψε άλλο ένα κερί στο μανουάλι για καλή τύχη, αυτή τη φορά χωρίς να αφήσει κι άλλο κέρμα στο τραπέζι, αποχαιρέτησε τους βλοσυρούς οικοδεσπότες του με επαναλαμβανόμενα «ευχαριστώ» και ξεκίνησε για το επόμενο άσυλό του, άγνωστο πού.

Στη διαδρομή κατακλυζόταν από ανάμεικτα συναισθήματα. Το ελαφρώς γεμισμένο στομάχι του σε συνδυασμό με το ξεκούραστο σώμα του, η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας που τόσο απλόχερα του πρόσφερε ο έρημος τόπος σε συνδυασμό με το προστατευτικό μυστηριακό άσυλο που είχε δεχτεί από κάποιον φιλόξενο θεό στον οίκο του, έμοιαζαν συναισθήματα πρωτόγνωρα στο Farrukh. Θα έπρεπε να γυρίσει πίσω στην παιδική του ηλικία για να ανασύρει από την μνήμη του μια παρόμοια αίσθηση ασφάλειας και ευτυχίας, όπως τότε που οι γονείς του έκαναν τα πάντα για να θρέψουν το σώμα του και να προστατέψουν την ψυχή του. Όμως τώρα ο Farrukh ήταν μόνος. Και η μοναξιά του ήταν επιβεβλημένη από τις συνθήκες. Όπως και η πείνα του. Και η δίψα του. Και ο φόβος του για το μελλούμενο. Και η αγωνία του για το προηγούμενο. Τώρα ο Farrukh, αν και ελεύθερος, δεν είχε κανένα δικαίωμα. Δεν μπορούσε να πάει όπου αποφάσιζε, ούτε να κάνει ό,τι προτιμούσε. Όσο ο χρόνος περνούσε, τόσο οι προοπτικές του μειώνονταν, ή χειροτέρευαν. Το μέλλον του, αυτό που κάποτε φάνταζε σαν μια παραδεισένια απεραντοσύνη χωρίς όρια και τέλος, αυτή τη στιγμή οριοθετούνταν στο στενόχωρο εδώ και στο άνυδρο τώρα. Πώς θα τελείωνε όλο αυτό; Και πότε;

Με τις σκέψεις αυτές να τον βασανίζουν ο Farrukh συνέχιζε να κάνει πεντάλ. Προσπαθούσε να ακολουθεί τον κύριο επαρχιακό δρόμο για να μην κινήσει υποψίες αν τον έβλεπαν να περιφέρεται σε μονοπάτια. Όσο περνούσε η ώρα όμως, η κυκλοφορία στο δρόμο μεγάλωνε, είτε από αγρότες που επέστρεφαν στα σπίτια τους από τα χωράφια, είτε από τουρίστες που κατευθύνονταν στους προορισμούς τους. Μερικές φορές κάποιοι διερχόμενοι οδηγοί τού κορνάριζαν για να ξακρίσει και τότε η καρδιά του έτρεμε από φόβο μήπως τον αναγνωρίσουν, μα όταν τα αυτοκίνητα τον προσπερνούσαν, εκείνος ηρεμούσε, βέβαια μέχρι το επόμενο κορνάρισμα, το οποίο δεν αργούσε. Πενταλιά στην πενταλιά, καταλάβαινε ότι είχε ήδη καλύψει μια αρκετά μεγάλη απόσταση, όμως η ταχύτητά του, ακόμα και με το ποδήλατο, δεν κατάφερνε να ξεπεράσει αυτή της διάδοσης του συμβάντος. Όσο μακριά κι αν έφτανε, τα νέα θα είχαν προπορευτεί, θα είχαν κόψει το νήμα νωρίτερα, θα είχαν αναπαυτεί ανάμεσα στους θεατές κι όταν πια ο ίδιος θα έφτανε στη γραμμή τερματισμού, απλά θα αναγνώριζε τη ήττα του, τη ματαιότητα του προσωπικού του αγώνα, παραδομένος σε μια ζοφερή μοίρα. Και μετά τι; Και τώρα πού;

Η απελπισία βάραινε στα πόδια του που τώρα δυσκολεύονταν να διαγράψουν κύκλους πάνω στα πεντάλ τους. Η αίσθηση της ματαιότητας, του ανώφελου της προσπάθειας, της μηδαμινής πιθανότητας διαφυγής από την προδιαγεγραμμένη κατάληξη, πύρωναν ακόμα περισσότερο τον ήλιο στον ουράνιο θόλο και ο Farrukh αμφέβαλε τώρα αν εκείνος ο θεός, ο γείτονας του ήλιου, εξακολουθούσε να τον συντρέχει. Απέφευγε τώρα να σηκώσει το βλέμμα του στον πύρινο τύραννό του. Χρειαζόταν επειγόντως ένα διάλειμμα, μια ανάπαυλα. Σταμάτησε να κάνει πεντάλ κι όταν το ποδήλατο έχασε κάθε προηγούμενη ορμή, ο ίδιος παρέμεινε στη σέλα, αλλά τώρα στηριζόταν στα πόδια του που ακουμπούσαν σταθερά στο έδαφος.

Αναθεματισμένη ζέστη! είπε ξανά, αυτή τη φορά με αναστεναγμό. Εδώ και ώρα είχε ένα βάρος στο στήθος. Όχι, ψέματα, όχι στο στήθος, στην ψυχή. Πάσχιζε να μην ξεσπάσει σε κλάματα, δεν ήθελε να επιτρέψει στον πανικό να δυσχεράνει τη θέση του περισσότερο. Είχε απελπιστεί, και διψούσε πολύ. Και βιαζόταν πολύ. Είχε απελπιστεί τόσο πολύ, που δεν ήξερε αν βιαζόταν περισσότερο απ’ όσο διψούσε, ή το αντίστροφο. Έσκυψε μπροστά στο τιμόνι, έχωσε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, προδομένος από τον ίδιο του τον εαυτό, παραδομένος στο φλογερό βασιλιά από πάνω του. Δεν έβλεπε καμιά λύση πια – το τέλος, με κάποιο (οπωσδήποτε βάναυσο) τρόπο – πλησίαζε. Δεν ήταν έτοιμος γι αυτό. Κι έτσι, εκεί στην αρχή μιας χωμάτινης παράκαμψης όπου είχε σταματήσει, αφέθηκε να λυτρωθεί κλαίγοντας. Ξέσπασε σε λυγμούς που τράνταζαν το στήθος του καθώς ορμητικά ρυάκια ξεχύνονταν στα μάγουλά του. Με το βλέμμα θαμπωμένο από τη θλίψη και το κεφάλι ταπεινωτικά κρατημένο χαμηλά, ανάμεσα στα χέρια του όπως και πριν, πρόσπεσε ικέτης πια στο έλεος κάθε φιλεύσπλαχνης δύναμης για λίγη βοήθεια.

Σαν σε απόκριση στην ικεσία του, παρουσιάστηκαν μπροστά στα πνιγμένα μάτια του διάφοροι θεοί, μερικοί βλοσυροί τιμωροί για το ανομολόγητο έγκλημα που διέπραξε αφαιρώντας τη ζωή του αφεντικού του διεκδικώντας τα μεροκάματα που του οφείλονταν, κι άλλοι γλυκύτεροι θεοί, πιο ευσπλαχνικοί, που περιέβαλαν το βασανισμένο πλάσμα της Δημιουργίας τους με πατρική στοργή, έτοιμοι να συγχωρήσουν την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης του. Και στη μέση ο ήλιος, γείτονας και των μεν και των δε, κριτής στη μεταξύ τους διαμάχη.

Όταν τα δάκρυα στέρεψαν, ο Farrukh νόμισε πως είδε το ίδιο το χώμα δίπλα του να κλαίει μαζί του και βιάστηκε να ευχαριστήσει τη γη για τη συμπόνια της. Αλλά μια πιο καθαρή ματιά στο έδαφος μαρτυρούσε την ύπαρξη μιας κοντινής πηγής· χρειαζόταν μονάχα να ακολουθήσει τα υδάτινα χνάρια για να τη βρει. Έπρεπε να το είχε καταλάβει! Το ποδήλατό του είχε σταματήσει σε ένα κατάφυτο κομμάτι μιας χωμάτινης παράκαμψης του κεντρικού επαρχιακού δρόμου και, αν νωρίτερα η ανταριασμένη του ψυχή δεν είχε ξεσπάσει σ’ εκείνη τη θύελλα, θα είχε ακούσει το μακρινό κελάρυσμα του νερού. Πέρασε το αριστερό του πόδι πάνω από τη σέλα και, κρατώντας το τιμόνι και με τα δυο του χέρια, προχωρούσε περπατώντας προς την πηγή. Το θέαμα μπροστά του ξεπερνούσε κάθε προσδοκία!

Δίπλα στην πηγή, ένα αυτοκίνητο! Πλησίασε διστακτικά. Δεν ήθελε να πισωγυρίσει τώρα. Μια τέτοια κίνηση θα κινούσε υποψίες στον οδηγό ή τους επιβάτες του αυτοκινήτου. Αντίθετα, κανείς δεν θα υποψιαζόταν εύκολα έναν κουρασμένο ποδηλάτη που έκανε απλά μια στάση για νερό. Εντάξει, τα ρούχα του απείχαν πολύ από την στολή ποδηλάτη, αλλά δεν μπορούσε να τα αλλάξει. Κι ύστερα το ποδήλατό του δεν θύμιζε αυτά της αγωνιστικής κατηγορίας. Ας μην τα σκεφτόταν τώρα αυτά. Σημασία είχε τώρα να δείχνει ήρεμος, να ξεδιψάσει και να φύγει απαρατήρητος. Στην πηγή διατηρούσε το σώμα του σκυμμένο. Η καρδιά του παλλόταν σε πολλαπλάσιο ρυθμό. Ήπιε αρκετό νερό. Πάγωσαν τα χέρια του στην ροή του κρυσταλλένιου νερού. Έβρεξε το πρόσωπό του, αναζωογονήθηκε! Δεν ήθελε να ρισκάρει περισσότερο. Θα επέστρεφε στο ποδήλατό του. Αν δεν ήταν εκείνο το αυτοκίνητο κοντά, ίσως έμενε λίγο κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί, τώρα όμως ούτε λόγος!

Περνώντας δίπλα από το αυτοκίνητο, άφησε μια βιαστική «καλημέρα» να περάσει μέσα από τα ελαφρώς χαμηλωμένα τζάμια και προχώρησε, αλλά σταμάτησε αμέσως όταν συνειδητοποίησε ότι δεν αποκρίθηκε κανείς από την καμπίνα του αυτοκινήτου. Έκανε δυο βήματα πίσω, έσκυψε στο τζάμι από την πλευρά του συνοδηγού και η αρχική του εντύπωση επιβεβαιώθηκε. Πραγματικά, το αυτοκίνητο είχε αφεθεί εκεί, και δεν υπήρχε ψυχή σε απόσταση ασφαλείας! Μάλλον κάποιο ζευγαράκι που θα ερωτοτροπεί στο δάσος, σκέφτηκε και δίχως να το πολυσκεφτεί δοκίμασε τις πόρτες. Ήταν ανοιχτές. Πέρασε γρήγορα στη θέση του οδηγού. Είχε καιρό να οδηγήσει, αλλά ήξερε τι να κάνει! Το δεξί του χέρι βρήκε το κλειδί να τον περιμένει στη μίζα. Δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερες σκέψεις. Βγήκε κάπως αδέξια στον κεντρικό δρόμο με το αυτοκίνητο να κάνει μικρούς καλπασμούς. Χαμογέλασε.

«Εεε, ήλιε,» φώναξε κοιτάζοντας ψηλά «εσύ μπορεί να τον έχεις γείτονα, αλλά εμένα βοηθάει ο θεός.» Ακόμα.

Καλό δρόμο Farrukh!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top