Fractal

Βασίλης Τσιτσάνης: «Ακόμα και στον ύπνο μου, στα όνειρά μου, βλέπω μουσική. Μερικά από τα καλύτερα τραγούδια μου, πριν τα γράψω τα είχα ονειρευτεί»

Γράφει η Βάσω Κιούση //

 

tsitsanis_v

 

«Ό,τι δεν έκανε στη ζωή του το έζησε μέσα από τα τραγούδια του. Έχει γράψει 2 χασικλίδικα τραγούδια σε καντάδες «τα Πέριξ» και «Στου Σιδέρη τον τεκέ». Δεν ήξερε να χορεύει κι όπως έλεγε: «Έγώ έκανα ζεϊμπέκικα που τα χόρευε η ψυχή μου».

 

Απλότητα –Αυθορμητισμός –Γνώση –Ταλέντο – Μουσικό  Ένστικτο χαρακτηρίζουν τον Βασίλη Τσιτσάνη ως συνθέτη και ως άνθρωπο. Συνθέτης -ποιητής –μουσικός και σολίστ του μπουζουκιού

Γεννήθηκε   στις 18 Ιανουαρίου 1915  στα Τρίκαλα. Την εποχή αυτή τα Τρίκαλα είναι το σταυροδρόμι για Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία ενώ από το 1881 ερχόταν πολύς  κόσμος  (τεχνίτες και επιστήμονες). Το 1898 που φεύγει ο  τουρκικός στρατός υπάρχει ακμή του σμυρναίικου και του δημοτικού τραγουδιού. Το 1900 εμφανίζονται τα γραμμόφωνα σε μαγαζιά και σε σπίτια παίζουν απ’ όλα: σμυρναίικα, θούρια, ευρωπαϊκά. Περνούν πολλοί θίασοι και καραγκιοζοπαίχτες, υπάρχουν πολλά καφέ αμάν και ζυθοποιϊα. Η δημοτική μπάντα παίζει ευρωπαϊκή μουσική. Το 1914 το τάγκο γνωρίζει τη χρυσή εποχή του. Το 1921 έρχονται πολλοί πρόσφυγες από το Νεοχώρι Νικομήδειας και το 1930 άρχισε να λειτουργεί το ραδιόφωνο. Στα τρικαλινά καφενεία ακούγονται προγράμματα ευρωπαϊκών πόλεων ενώ τα μπουζούκια ακούγονται το 1933.

Σ΄ αυτό το κλίμα της εποχής μεγαλώνει ο Βασίλης , το όγδοο παιδί από τα 14. Ο πατέρας του ήταν τσαρουχάς ,και μετά την δουλειά του έπαιζε σε μια ιταλική μαντόλα κλέφτικα τραγούδια. Ο μικρός έπαιζε βιολί με δάσκαλο τον Ραφαήλ  Γιόσσα, ιταλό μαέστρο που ερχόταν κάθε καλοκαίρι στα Τρίκαλα μαζί με το Τρίο Μπαρόνι και έπαιζαν στα διαλείμματα του κινηματογράφου Πανελλήνιον και στις βουβές ταινίες. Μαζί τους έπαιζε και ο Βασίλης, σε ηλικία 12 ετών τότε.

Στα 10 του πεθαίνει ο πατέρας του, ο Βασίλης  παίρνει την μαντόλα του πατέρα του που είχε μακρύνει το μπράτσο της και την είχε κάνει μπουζούκι και αρχίζει να συνθέτει. Το 1928 πιάνει το μπουζούκι  και μέχρι το 1923 το έχει τελειοποιήσει. Μαζί με τους συμμαθητές του  κάνουν καντάδες με τραγούδια του κλασικού ρεπερτορίου, σερενάτες του Σούμπερτ και τραγούδια από τον Βαφτιστικό του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Επίσης επηρεάζεται από τον Βαμβακάρη και τον Παπάζογλου.

Στο γυμνάσιο ήταν ένα ήρεμο και στοχαστικό παιδί, φορούσε γραβάτα, αγαπούσε την κλασική μουσική και έπαιζε μαντολίνο. Καμιά φορά διεύθυνε τις σχολικές συναυλίες. Σε ηλικία 15-16 ετών είχε γράψει τα πρώτα τραγούδια του, μεταξύ αυτών και το «Μες την πολλή σκοτούρα μου», «Φίνο ακρογιάλι» και την «Αραπιά». Πριν τελειώσει το γυμνάσιο είχε ήδη στο συρτάρι του 50 λαϊκά τραγούδια, που αργότερα έγιναν μεγάλες επιτυχίες.

Τα θέματα των τραγουδιών ήταν της φαντασίας του, ταξίδευε σε χώρες και τόπους χωρίς να γνωρίζει, ίσως να είχε δει μια φωτογραφία ή κάτι από τον κινηματογράφο.

Ο Τσιτσάνης λέει «Ακόμα και στον ύπνο μου, στα όνειρά μου, βλέπω μουσική. Μερικά από τα καλύτερα τραγούδια μου, πριν τα γράψω τα είχα ονειρευτεί, είχα ακούσει τη μουσική τους στον ύπνο μου».

 

tsitsanis_smallΤο 1935 κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη νομική σχολή αλλά δεν φοιτά ποτέ. Για να βγάλει τα έξοδά του παίζει μπουζούκι σε διάφορα κέντρα. Γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον μυεί στους μουσικούς κύκλους και αρχίζει να ηχογραφεί σε στούντιο, στην εταιρία Οντεόν.

Το  1936 ηχογραφεί το πρώτο τραγούδι του στην ΟDEON  με τη φωνή της Γεωργίας Μηττάκη  με τίτλο «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε».

Το 1937 γνωρίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και κοντά στο σταθμό Λαρίσης ,στην ταβέρνα Πλάτανος, πρωτοπαίζει μερικά από τα τραγούδια του. Εκεί τον ακούει ο Μισαηλίδης, διευθυντής της Χις Μάστερ Βόις και τον καλεί να γράψει δίσκους κι αργότερα ηχογραφεί και στην Κολούμπια.

Στις 30 Απριλίου 1938 παρουσιάζεται στρατιώτης στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη όπου μεταξύ άλλων γράφει την «Αρχόντισσα».

Στον πόλεμο του ΄40  πήγε στην Λάρισα κι από κει στην Αλβανία. Στη Λάρισα αγόρασε μια κιθάρα. Έφτασαν μέχρι  το Σόροβιτς, μετά στο Αμύνταιο και με ραγδαία βροχή και θύελλα μέχρι τη Λυκόρραχη. Φυσικά με την κιθάρα έγραφε τραγούδια του πολέμου, τα έπαιζε και  τα τραγουδούσαν όλοι οι φαντάροι μαζί. Πολλά απ’ αυτά τα δημοσίευσαν  σε εφημερίδες της Αθήνας, αλλά είναι πια ξεχασμένα γιατί λόγω των συνθηκών δεν τα έγραφε πουθενά, ούτε τα γραμμοφώνησε. Τα έγραφε σε ρυθμό χασάπικου που μοιάζει στο μαρς.

Όταν γύρισε, το 1941, ξαναπήγε στην Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε όλη την διάρκεια της κατοχής. Δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά, στο Καραμπουρνάκι, στου Μπάρμπα-Λια, στο Έλατο, στην Κόκκινη Εκκλησία, στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα. Τότε γνώρισε τη Ζωή.

Το φθινόπωρο του 1942 ανοίγει το Ουζερί Τσιτσάνης με τον Ανδρέα Σαμαρά. Όλες οι διασημότητες πέρασαν από κει, σημαντικοί ηθοποιοί, τραγουδιστές αλλά και αγωνιστές, σαμποτέρ και ό,τι θέλεις.

«Στην Κατοχή για όπλο είχα τα τραγούδια» λέει ο Τσιτσάνης. «Ο καθένας βοηθούσε όπως μπορούσε τον τιτάνιο αγώνα της λευτεριάς. Γράφαμε τραγούδια με αλληγορική σημασία λόγω της λογοκρισίας. Δεν μας άφηναν να τα κάνουμε δίσκο, έγιναν πολύ αργότερα. Έγραψα 2 τραγούδια για τον αγώνα της Κατοχής, το ένα χασάπικο και το άλλο εμβατήριο, ανέκδοτα μέχρι σήμερα κι άλλα αργότερα που τα γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο, βάζοντας αλληγορικά λόγια». Τότε έγραψε και το «Μπαξέ Τσιφλίκι, την Αθηναίισα, τον Ζητιάνο, τι σε μέλει εσένα, τις Αραπίνες κ.α. Τα οποία γραμμοφώνησε το 1945.

Το 1943, μέσα στην Κατοχή, παντρεύεται τη Ζωή Σαμαρά.

Το 1947 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, γράφει διάφορα τραγούδια μεταξύ των οποίων και την «Αχάριστη» και εμφανίζεται στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» στην Αχαρνών.

Το 1948 γράφει τη Συννεφιασμένη Κυριακή, εμπνευσμένη από την περίοδο της Κατοχής, με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Από το 1948-1953 δούλευε μαζί με τον Παπαϊωάννου στου «Τζίμη του Χοντρού» με 180 δρχ. μεροκάματο και φτάσανε στις 400 μέχρι το 1965 με 7 ώρες συνέχεια δουλειά.

Το 1949 αρχίζει τη συνεργασία του με τη Μαρίκα Νίνου, για την οποία λέει ο Τσιτσάνης «Η καλύτερη  λαϊκή τραγουδίστρια που έγινε ποτέ». Η ορχήστρα του αποτελείται από 2 μπουζούκια, 1 κιθάρα, 1 φυσαρμόνικα κι 1 πιάνο. Ο ίδιος παίζει το 1ο μπουζούκι και τραγουδά με αισθαντικότητα και σεβασμό στο στυλ που έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Στην τέχνη του υπάρχει  ευγένεια και λαϊκός αριστοκρατισμός.

Ο Τσιτσάνης έπαιξε και σε τεκέ για 15-20 μέρες μόνο, γιατί δεν άντεχε, δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα του. Ό,τι δεν έκανε στη ζωή του το έζησε μέσα από τα τραγούδια του.

Έχει γράψει 2 χασικλίδικα τραγούδια σε καντάδες «τα Πέριξ» και «Στου Σιδέρη τον τεκέ». Δεν ήξερε να χορεύει κι όπως έλεγε: Έγώ έκανα ζεϊμπέκικα που τα χόρευε η ψυχή μου».

«Τραγουδάω τα τραγούδια μου γιατί τα πονάω, δεν θέλω να υποφέρουν από κακές εκτελέσεις».

Από το 1938-1955 γράφει τα γνωστά σε όλους μας τραγούδια Ακρογιαλιές-Δειλινά, Το γράμμα, Ζαϊρα, Πέφτεις σε λάθη, Βάρκα γιαλό, Στην Καλαμπάκα μια βραδιά, κάθε βράδυ λυπημένη κ.α.

Τα θέματά του στα τραγούδια του όπως λέει ο ίδιος είναι η γυναίκα, η πατρίδα, η εργατιά, η αδικία, η φτώχεια. Αυτές οι κυράδες διαφεντέψανε τη ζωή μου». Κι ακόμα στα περισσότερα τραγούδια μου υπάρχουνε στοιχεία που ξυπνάνε τον ηρωισμό, τη λεβεντιά που πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα και μέσα στους πιο αδύνατους στους πιο συνεσταλμένους ανθρώπους».

Το 1955  γράφει τα «Λαϊκά Μοτίβα» μαζί με τον Χατζιδάκι για την ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη.

Το 1959 επανεκτέλεση της Συννεφιασμένης Κυριακής με Καζαντζίδη, Γιώτα Λύδια και Μαρινέλλα.

1962 ανακινεί το θέμα των «ινδοπρεπών» τραγουδιών

1969 τετράμηνη περιοδεία σε Αμερική και Καναδά

1970 εμφανίσεις στο Χάραμα  με τον Γιάννη Παπαϊωάννου

1977 γράφει το τραγούδι «το βαπόρι απ΄ την Περσία»

Ο ίδιος λέει: «Μπορεί να έχω γράψει και χίλια τραγούδια. Όμως τι σημασία έχει; Μόνο οι επιτυχίες μετράνε και η αναγνώριση της δουλειάς μου, η αγάπη που μου δείχνει ο κόσμος».

Τα τραγούδια του ερμήνευσαν οι πιο ξακουστοί τραγουδιστές. Από τους παλιούς ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Κερομύτης, ο Τσαουσάκης, ο Στελάκης, η Νίνου, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Μπέλλου. Από τους νεώτερους ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού, η Μαρινέλλα, ο Κόκοτας, ο Μητσιάς, η Γαλάνη, η Λιζέτα Νικολάου, η Αλεξάνδρα και ΟΛΟΙ οι ΕΛΛΗΝΕΣ.

Νεωτερισμοί του ήταν ότι εμπλούτισε την λαϊκή  ορχήστρα  με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο και το ακορντεόν. Επίσης έβαλε δίπλα του γυναίκα τραγουδίστρια, κάτι που οι ρεμπέτες δεν το δέχονταν.

Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα»

18 Ιανουαρίου  1984 πεθαίνει σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Κηδεύεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

1985 βραβείο Andre Schaeffner από την Γαλλική Ακαδημία Charles Cros για το έργο του. Επίσης οργανώθηκαν 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Τσιτσάνη, 1ο αγγλόφωνο Συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, το βιβλίο και το ομώνυμο θεατρικό έργο «Ουζερί Τσιτσάνης», συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής, το ορχηστρικό τραγούδι του «Νέο Μινόρε» στην ταινία του Γούντι Αλεν «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» ,η ίδρυση της Πολιτιστικής Εταιρίας Μουσικής Βασίλης Τσιτσάνης επιβεβαιώνουν την σημαντικότητα της μουσικής του Β.Τσιτσάνη.

Μεγάλη αξία έχει το ότι οι παλιές φυλακές στα Τρίκαλα μετατρέπονται σε Κέντρο Έρευνας και Μουσείο Τσιτσάνη.

 

Ο Τσιτσάνης είπε : Το ρεμπέτικο ζει και θα ζει αιώνια. Κι όταν λέμε ρεμπέτικο, εννοούμε όλο το λαϊκό μας τραγούδι. Το ρεμπέτικο αποτελεί πλέον τη βάση και τη πηγή του λαϊκού μας τραγουδιού. Παρουσιάζει θέματα της κοινωνίας.

Στα πρώτα βήματα του ρεμπέτικου γράφτηκαν τραγούδια για φυλακές, ναρκωτικά κ.α. που είχαν κλαψιάρικα χαρακτηριστικά, εγώ δεν ένιωσα την ανάγκη για κάτι τέτοιο, ήθελα η μουσική μου να είναι καθαρά ελληνική λαϊκή και λεβέντικη.

Συνθέτες και στιχουργοί να μην προδώσουμε τον λαό.

Περνώντας τα χρόνια θα μας πει: «Δεν υπάρχει σήμερα λαϊκό τραγούδι. ¨Όλα έγιναν βιομηχανία»

Ο Νίκος Ορδουλίδης, πιανίστας και καθηγητής παραδοσιακής μουσικής παρουσιάζει την  πρώτη διεθνώς μουσικολογική διατριβή του που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Λιντς και μεταξύ άλλων αναφέρει για τον Τσιτσάνη: «από το 1936 ως το 1940 γράφει με το παλιό στυλ. Το λεγόμενο ρεμπέτικο. Μετά τον πόλεμο αλλάζει αυτόματα. Αν σε όλα τα προηγούμενα κυριαρχούν τα μακάμ (δηλ. μελωδικοί δρόμοι της Ανατολής) ο Τσιτσάνης δίνει βάρος στην αρμονία. Στέκεται στη μέση. Ούτε Δύση ούτε Ανατολή. Ακόμα μια καινοτομία του είναι το πιάνο ενώ σε πολλά τραγούδια τα 2α και 3α μπουζούκια παίζουν ξεχωριστές μελωδίες. Υπάρχει επίσης κάτι μοναδικό, ενώ ξεκίνησε με μαντολίνο αγάπησε σχεδόν αμέσως το μπουζούκι.

Το 1950 είναι ένα κομβικό σημείο. Εσκεμμένα  χρησιμοποιεί με επιμονή τον όρο λαϊκό και όχι ρεμπέτικο αφήνοντας πίσω  τον παλιό κόσμο.

Όταν βγήκαμε από τον πόλεμο έγραψε πιο χορευτικά κομμάτια (τσιφτετέλια). Στην Μεταπολίτευση έγραψε και 2 αμιγώς πολιτικά τραγούδια «Της γερακίνας γιός» και «το Μπλόκο».

Μελέτησε και πρόβαλε ιδιαίτερα το μπουζούκι.

 

Πολλοί Έλληνες και ξένοι – άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης όπως ο Γ.Τσαρούχης, ο Μ.Χατζιδάκης, ο Μ.Θεοδωράκης, ο Ζυλ Ντασσέν, ο Νίκος Γκάτσος, ο Ηλίας Καζάν, ο Φοίβος Ανωγειανάκης, ο Ηλίας Πετρόπουλος αντιμετώπισαν με τον ίδιο θαυμασμό τον δημιουργό της Συννεφιασμένης Κυριακής.

Θα κλείσω με τα λόγια του  Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Τσαρούχη

Ο Μίκης είπε: «Θα αισθανόμουν περήφανος να λογαριαζόμουνα ένας ταπεινός μαθητής του Τσιτσάνη» και ο Τσαρούχης  έγραψε «Ο Τσιτσάνης είναι μια τρανή απόδειξη πως έχουμε πολιτισμό».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top