Fractal

Διήγημα: “Ο άσπρος πετεινός”

Του Βασίλη Μπαρούτη // *

 

f9

 

 

Μικρός που ήμουν ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω πετεινός. Όχι γιατρός, ούτε αστυνόμος. Πετεινός. Από την αρχή που συνειδητοποίησα την ύπαρξή μου κατάλαβα ότι δεν ταίριαζα απόλυτα με τους γύρω μου. Κάτι η μανία μου να τρώω καλαμπόκι, κάτι η δασκάλα στο σχολείο που έλεγε ότι γράφω ορνιθοσκαλίσματα, κάτι ο παππούς με τις ιστορίες από τότε που ταξίδευε στα μεγάλα λιμάνια του κόσμου, και είχε δει ανθρώπους να μεταμορφώνονται σε άγρια θηρία ή σε οδικά πτηνά ή ακόμα και σε φίδια. Είχα πειστεί και είχα αρχίσει να παρατηρώ τα διάφορα πλάσματα πέραν των όμοιών μου προσπαθώντας να καταλάβω ποιό από αυτά θα γίνω αργότερα όταν μεγαλώσω. Η πρώτη ιδέα ήρθε με κάτι μεγάλα μυρμήγκια, τούρκους τα λέγαμε και τα έβλεπα κάθε καλοκαίρι να σουλατσάρουν στην αυλή, όμως άλλαξα γρήγορα γνώμη γιατί τα μυρμήγκια αυτά, όπως παρατήρησα, δεν έχουν μάτια παρά μόνο κεραίες πάνω στο κεφάλι τους κι εγώ σίγουρα καταλάβαινα πως έχω μάτια, μύτη, αυτιά και περπατάω και στα δύο πόδια. Όχι στα έξι όπως τα μυρμήγκια. Τώρα να μου πεις κι ο γιατρός κι ο αστυνόμος στα δύο πόδια περπατούν και έχουν και μάτια και μύτη. Εντάξει, αλλά στο χωριό που ζούσα τότε δεν υπήρχαν και πολλοί γιατροί, έναν είχαμε κι αυτόν συνήθως μεθυσμένο. Ούτε και πολλούς αστυνόμους έβλεπες στο δρόμο για να τους κοιτάξεις καλύτερα να δεις αν σου μοιάζουν. Πετεινούς όμως είχαμε μπόλικους. Στο δικό μας το νοικοκυριό μόνο, δύο. Ο ένας καφεκόκκινος με ψηλό λοφίο, περήφανος σαν ινδιάνος πολεμιστής με άλικα φτερά στο κεφάλι και όπλα αρχαία όμως αποτελεσματικά που δεν δίσταζε να σηκώσει ενάντια σε όποιον θα τόλμαγε να μπει απρόσκλητος στο κοτέτσι του. Ο άλλος άσπρος σαν αφρός από κύμα, με μαύρες πιτσιλιές στην ουρά, νευρικό περπάτημα και γαμψά νύχια, αλαζόνας φωνακλάς νάρκισσος, έκοβε βόλτες αδιάκοπα ανάμεσα στις υποψιασμένες κοτούλες για να διαλέξει με ποια θα φέρει ηδονής κακαρίσματα και καινούρια κλωσσόπουλα στην ομάδα.

Πάντα είχα ενδοιασμούς ποιος θα ήταν ο αγαπημένος μου μέχρι τη στιγμή που το ξεκαθάρισα μια και καλή αναγκαστικά. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ήταν ένα ιδιαίτερα χαρούμενο γεγονός που επισκίασε το παιδικό μου όνειρο, κάτι για καινούριο απόγονο λέγαν οι γονείς μου, ένα νέο κλωσσόπουλο που εκκολαπτόταν στα σπλάχνα της μητέρας και οικογενειακώς αποφασίστηκε από τον παππού να το γιορτάσουμε. Εκεί λοιπόν που σερβιρόταν το φαγητό και τα χέρια υψώνανε ποτήρια χαρίζοντας ευχές ενώ τα στόματα λαλούσαν επευφημίες για τον έναν και τον άλλο, είπε ο παππούς στον πατέρα: «με το καλό γιε μου, άξιος άξιος, κοκοκο», η μητέρα στη γιαγιά: «μαμά τι θεσπέσιο φαγητό, δεν έχω ξαναφάει τόσο νόστιμο» και εγώ που ρώτησα « τι τρώμε;», πήρα την απάντηση «Κόκορα κρασάτο», που μου έκατσε στο λαιμό σαν να κατάπια φραγκόσυκο.

Είχαμε στρωθεί στο τραπέζι για να φάμε έναν από τους δύο κόκορες της αυλής μας και εγώ δεν έβαλα μπουκιά προσπαθώντας να καταλάβω από το σχήμα ή το χρώμα ή από προαίσθηση, αν ο εκλιπών ήταν ο Ινδιάνος ή ο Δον Ζουάν. Μάταια. Ο χρόνος γύρω μου είχε παγώσει, η ώρα περνούσε και σύντομα θα με ρωτούσαν. «Γιατί δεν τρως αγοράκι μου;». «Άρρωστος είσαι;» «Όχι γιαγιά». «Φάε θα κρυώσει». «Δεν θέλω μαμά». «Τι θα πει δεν θέλω; Τρώγε». «Γιατί δεν τρως;»

Τότε είναι που ξεστόμισα για πρώτη φορά τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω στ’ αλήθεια και τα στόματα που μασουλούσαν έμειναν ακίνητα, τα πιρούνια πάγωσαν ενώ ένα αόρατο χέρι με μια στέκα του μπιλιάρδου χτύπησε τα μάτια του παππού που έπεσαν με ορμή πάνω στα μάτια της μαμάς που ήταν δίπλα του, για να πέσουν αυτά με τη σειρά τους παρακεί στα μάτια του μπαμπά και να γυρίσουν όλα μ’ ένα γκελ ταυτόχρονα και να καρφωθούν πάνω μου. Σιωπή.

Πρώτος μίλησε ο πατέρας μετά από μία άπειρη στιγμή. «Θα γίνεις κοκόρι δηλαδή;» Σ’ αυτόν όμως η αντίδραση ήταν διαφορετική. Γέλια, φωνές, κακαρίσματα, πάνω, κάτω από το τραπέζι, ένα πανδαιμόνιο από χάχανα που έφεραν δάκρυα, λύτρωση και πεταμένα πούπουλα από δω κι από κει. Γελούσα κι εγώ από αμηχανία, χωρίς να καταλαβαίνω τον τρόπο αντίληψης των μεγάλων γύρω μου αφού με τον πατέρα είχαμε πει το ίδιο ακριβώς πράγμα όμως οι παραλήπτες της μεγάλης είδησης είχαν αντιδράσει σαν δύο διαφορετικά ακροατήρια.

Αργότερα στη ζωή μου ανακάλυψα ότι όλες οι λέξεις έχουν δύο νοήματα. Το ένα για να το λένε οι μεγάλοι στα παιδιά και το άλλο για να γελάνε εκείνοι μεταξύ τους. Μόνο που στη δική μου περίπτωση δεν ήταν καθόλου αστείο και ήταν εντελώς ανάρμοστο να γίνεται μια τέτοια παρωδία πάνω από το τελευταίο δείπνο του αγαπημένου μου δίποδου. Τελικά από κάτι κόκκινα πούπουλα που είδα να αιωρούνται κάπου στο δωμάτιο, διαπίστωσα ότι ήταν ο Ινδιάνος ενώ ο λευκός πιτσιλωτός σκανδαλιάρης με την κοφτερή λαλιά θα συνέχιζε να διατυμπανίζει ανενόχλητος τον ερχομό της αυγής στους ανθρώπους.

Είναι σχεδόν ασυγκράτητο από τη μοίρα, οι πολεμιστές να φεύγουν πρώτοι και λιγότερο γέροι από τους άλλους. Οι άλλοι, που τσιμπολογάνε όλοι μέρα το λαχταριστό, γυαλιστερό σαν κεχριμπάρι καλαμπόκι με μόνο μέλημά τους να αναπαράγουν για τα αυγά μάτια των αφεντάδων τους, είναι αυτοί που μένουν ζωντανοί περισσότερο και κοιμούνται ήσυχα τα βράδια δίπλα στις πουλάδες τους. Πριν φέξει όμως ξυπνούν πάντα τρομαγμένοι αλέκτορες τινάζοντας αριστερά δεξιά τα κρεμασμένα λειριά τους και λαλούν λαλιές κραυγές αγωνίας. Μέχρι ο ήλιος να γνέψει στο αναπάντεχο κάλεσμα και να φανερώσει τα μελλούμενα, εκείνοι φωνάζουν και ξαναφωνάζουν μία δύο τρεις φορές καλώντας τον γεωργό να οργώσει, το μωρό να κλάψει, τον ψαρά να ρίξει τα δίχτυα, τον Πέτρο να αρνηθεί.

Κι έτσι αρνήθηκα την ταύτιση μου με τα καλοθρεμμένα οικόσιτα κοκόρια. Σκέφτομαι μόνο κάθε φορά που ακούω αυτό το απλανές πρωινό ξελαρύγγισμα τους πως από κάποια πρωινή ιδιοτροπία φωνάζουν κι όχι από αγωνία κι ανασφάλεια. Πως χαίρονται γιατί για μια ακόμα μέρα θα είναι εκεί στο κοτέτσι τους περιφραγμένοι, μακριά από την αδίστακτη μανία των πτηνοκτώνων εχθρών με μόνο φόρο αίματος αυγά ομελέτα και που και που αναλόγως τα κέφια, το κεφάλι κάποιου πολεμιστή.

 

 

 

 

* Ο Βασίλης Μπαρούτης γεννήθηκε στο Μαρούσι Αττικής και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Φοίτησε στο Τ.Ε.Ι. Καβάλας, στη σχολή Διοίκηση Παραγωγικών Μονάδων. Από το 2007 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται σαν ιδιωτικός υπάλληλος. Αγαπάει την οικογένεια του, τη μουσική, τα ταξίδια, τη μαγειρική, τις κακές συνήθειες και την καλή παρέα. Τα πρώτα του γραπτά ήταν στίχοι.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top