Fractal

✔ ΑΦΙΕΡΩΜΑ (3): Βασίλης Κρεμμυδάς – Τί ήταν η Επανάσταση του Εικοσιένα;

Του Τάκη Κατσιμάρδου //

 

 

 

Συνοπτικά οι απαντήσεις του ιστορικού μέσα από ένα συνοπτικό κείμενο, που διατρέχει την έρευνα των τελευταίων δεκαετιών

 

Για μια όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση της συνεισφοράς του Β. Κρεμμυδά συνολικά στις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της  Επανάστασης του 1821 το FRACTAL αναδημοσιεύει ένα από τα πιο κατατοπιστικά κείμενά του. Το Επίμετρο από τον εισαγωγικό τόμο στην τετράτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνος Τρικούπη  του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (Αθήνα, 2007). 

O Κρεμμυδάς προτάσσει στην επανέκδοση της κλασικού τρικουπικού συγγράμματος  μια “σύνοψη των πορισμάτων της ιστορικής επιστήμης κατά τα τελευταία 30-35 χρόνια για το Εικοσιένα , κατά τα χρόνια δηλαδή ανανέωσης της ελληνικής ιστοριογραφίας ” 

 

Το εξώφυλλο του εισαγωγικού τόμου “Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα…”

 

“Η προεπαναστατική περίοδος, που ξεπερνά το μισό αιώνα, και η δεκαετία της Επανάστασης ανήκουν στον ίδιο, ενιαίο, ιστορικό χρόνο. Εκφράζουν μια συνολική πορεία, όπου τα γεγονότα καθεμιάς δεν μπορεί να γίνουν κατανοητά χώρια από τα γεγονότα της άλλης. Το ίδιο προκειμένου για τον ελληνισμό: τόσο ο υπόδουλος στο χώρο του συμπαγούς ελληνικού στοιχείου, όσο και ο υπόδουλος -φαναριωτικός κατά κύριο λόγο- με υπηρεσία στον κατακτητικό κρατικό μηχανισμό, αλλά και ο παροικιακός, συνέστησαν στη διάρκεια του ίδιου ιστορικού χρόνου ενιαίο σύνολο με κοινό πόθο και σκοπό.

Προφανώς, ο λόγος είναι για το έθνος, για τις ιδεολογικές δηλαδή σχέσεις που οδήγησαν στη μεγάλη Επανάσταση και στην ίδρυση μοντέρνου, αστικού, εθνικού με άλλα λόγια, κράτους. Στη διάρκεια της ενιαίας αυτής περιόδου, ο ελληνισμός προχωρούσε με ρήξεις -κορυφαία, ασφαλώς, η κήρυξη της Επανάστασης-, ρήξεις με το κράτος-κατακτητή, ρήξεις με κατεστημένες αντιλήψεις, ρήξεις με τις παρελθούσες κοινωνικές σχέσεις στους κόλπους της υπόδουλης κοινωνίας. Η πρώτη ρήξη ανιχνεύεται στο χώρο της οικονομίας: η έλευση του ξένου εμπορίου δεν συνιστά απόλυτο παράγοντα, αποτέλεσε όμως το έναυσμα για την ανάπτυξη που ακολούθησε και έγινε ελληνική. Μια ρήξη για τον ελληνισμό που μεταφράστηκε, περίπου αυτόματα, σε ρήγμα στην οθωμανική οικονομία, η οποία αδυνατούσε να συμπορευτεί με όρους μερκαντιλισμού και λιμπεραλισμού στις οικονομικές σχέσεις. Μαζί, μια ρήξη που ανέδειξε την ανάγκη για σταδιακή αυτονόμηση των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων (εμπόριο και ντόπια βιομηχανική παραγωγή, ναυπηγική, νηματουργία και, υφαντουργία) και έφερε σε στενή συνάφεια τον όλο ελληνισμό.

Ρήξη όμως αναγνωρίζουμε και στη διάταξη των όρων αντίθεσης με τον κατακτητή: την ώρα που ο κατακτητής, ως ανατολική φεουδαρχική αυτοκρατορία, δεν διέκρινε άλλη αντίθεση με τον κατακτημένο από τη θρησκεία, και γι’ αυτό η επικοινωνία δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με κοινότητες, όχι με άτομα, ο κατακτημένος, με αφετηρία τις νέες οικονομικές δραστηριότητές του οργανωνόταν σε έθνος, συναιρούσε το κοινωνικό με το εθνικό και μετέφερε την αντίθεση στη διάκριση κατακτητής – κατακτημένος. Η ανάδειξη της εθνικής συνείδησης παρακολουθούσε τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Η άρση της αντίθεσης, δηλαδή η απελευθέρωση, δεν μπορούσε για τον ελληνισμό να επιτευχθεί μέσω της αντίθεσης στην πίστη μόνο. Η ανάδειξη της αντίθεσης του παλαιού (φεουδαρχικού) και του νέου (αστικού) ήταν αναγκαία.

Οι κοινωνικές και διανοητικές διεργασίες στην Ευρώπη και η Γαλλική επανάσταση του 1789 βρήκαν τον ελληνισμό σε πορεία ανακατατάξεων και αναζητήσεων και λειτούργησαν ως καταλύτης για την κατανόηση από τον ίδιο της πορείας του, των νέων ερωτημάτων της κοινωνίας. Στον υπόδουλο ελληνισμό, το διαφωτιστικό μήνυμα -κεντρική ανατρεπτική έννοια τα Δικαιώματα- μεταβιβάστηκε αφού πέρασε από το φίλτρο της Γαλλικής επανάστασης.

Φυσικά, όλες αυτές οι αλλαγές έγιναν δυνατές, γιατί μέσω της συνεχώς αναπτυσσόμενης ελληνικής ναυτιλίας και του ελληνικού εμπορίου, λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας, σχηματίστηκε η ελληνική αστική τάξη, η οποία είχε τον ιδεολογικό οπλισμό να κοιτάζει τις πραγματικότητες ως σύνολα. Έτσι το ελληνικό εμπόριο μπόρεσε να ενταχθεί, σιγά σιγά, στο συνολικό μηχανισμό για την ανάπτυξη της παιδείας, που σημαντικό μέρος της ήταν η ανάδειξη της ελληνικής αρχαιότητας -και εδώ θα βρούμε την πρώτη συνάντηση του ελληνισμού με το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό πνεύμα, την πρώτη σύνδεση, αλλιώτικα, του ελληνικού αιτήματος για απελευθέρωση με τον αναπτυσσόμενο στην Ευρώπη φιλελληνισμό.

 

 

“…Ο ελληνισμός διέθετε, στη στροφή από τον 18ο στον 19ο αιώνα, τις ισχυρές πνευματικές δυνάμεις που κατανοούσαν σε βάθος τις ανατροπές στις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και στην υπόδουλη ελληνική – που μπορούσαν παράλληλα να ερμηνεύσουν κινήσεις και κινήματα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, που πρώτος ανέδειξε το “γάμο” Διαφωτισμού και ρομαντισμού, με “κουμπάρο” τον Ορθό Λόγο…”

 

Ελληνισμός και Ευρώπη

Ο ελληνισμός διέθετε, στη στροφή από τον 18ο στον 19ο αιώνα, τις ισχυρές πνευματικές δυνάμεις που κατανοούσαν σε βάθος τις ανατροπές στις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και στην υπόδουλη ελληνική – που μπορούσαν παράλληλα να ερμηνεύσουν κινήσεις και κινήματα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, που πρώτος ανέδειξε το “γάμο” Διαφωτισμού και ρομαντισμού, με “κουμπάρο” τον Ορθό Λόγο, στο περίφημο Memoire sur 1 ’etat actuel de la civilisation dans la Grece του 1803.

Όλες οι αστικές τάξεις στην Ευρώπη έθεταν εκείνη την ώρα το ζήτημα των εθνοτήτων. Στην έννοια της εθνότητας στην Ευρώπη βρίσκουμε συμπυκνωμένα και συσχετισμένα τα μηνύματα του Διαφωτισμού και του ρομαντισμού σε επαναστατική τροχιά. Στην ιδιαίτερη περίπτωση του ελληνισμού, ως υπόδουλου σε ανατολικού τύπου και αλλόθρησκη αυτοκρατορία, οι οικονομικές μεταβολές από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και η εμφάνιση της αστικής τάξης οδήγησαν, μαζί με τα κηρύγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, σε συνειδητοποιήσεις εθνικού τύπου. Η σύνδεση με την ελληνική αρχαιότητα εντάσσεται σε έναν ευρύτερο λόγο περί έθνους και δεν υπηρέτησε τις ιδέες της συνέχειας του ελληνισμού -που είναι πολύ μεταγενέστερες- αλλά την ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να βρει ιδεολογικές ρίζες στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν και να συνδεθεί, και απ’ αυτόν το δρόμο, με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις. Στο ελληνικό παρελθόν αναζητήθηκαν -δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν- ηρωισμοί, δημοκρατία, οικονομική και διανοητική ανάπτυξη. Και τελικά, τα καινούρια δεδομένα, που ήταν η ανάπτυξη μηχανισμών αγοράς και λογικών προσαρμοσμένων στο εθνικό, έστρεψαν τη νέα ηγεσία της κοινωνίας, σε Ευρώπη και Ελλάδα, την αστική τάξη, προς την αρχαιότητα -η Ευρώπη στην ελληνική και τη λατινική.

Η προεπαναστατική και επαναστατική ελληνική αστική τάξη ήταν μια ευρωπαϊκή αστική τάξη. Για όλο τον ελληνισμό τα μάτια ήταν στραμμένα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα τη φιλελεύθερη. Αργότερα, στα απομνημονεύματα των αγωνιστών της Επανάστασης θα διαβάσουμε συνεχείς αναφορές στην εντύπωση που έκανε ή που θα έκανε στην Ευρώπη κάθε πράξη στο πλαίσιο της Επανάστασης -η έγνοια ήταν τι θα πει η Ευρώπη, η φωτισμένη. Πρόκειται για εντελώς νέες πραγματικότητες. Θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια ότι η “απαλλαγή” από το ορθόδοξο «ξανθόν γένος» δεν σήμαινε προσκόλληση στην καθολική Ευρώπη, σήμαινε εθνική αυτονόμηση.

 

Με την υπογραφή “πατριώτης”

Τι ήταν όμως για τον υπόδουλο ελληνισμό, όπως και για τμήμα του παροικιακού, τα Δικαιώματα, τα φυσικά και ατομικά; Τι σήμαινε Διαφωτισμός; Εννοείται: όχι για τους διανοούμενους. Πώς προσλάμβαναν όλα αυτά οι οπλαρχηγοί, ας πούμε, ακόμη και οι εγγράμματοι, όσοι μας άφησαν απομνημονεύματα, για παράδειγμα; Στα κείμενα των απομνημονευμάτων δεν θα διαβάσουμε για φυσικά και ατομικά δικαιώματα ούτε αναλύσεις για την κοινωνική διαστρωμάτωση. Θα διαβάζουμε όμως συχνά για ελευθερία, έθνος, πατρίδα, για αυτά που έρχονται χωνεμένα από τις διακηρύξεις της Γαλλικής επανάστασης. Και σ’ αυτήν αναφέρονται οι απομνημονευματογράφοι. Έχει σημασία ότι, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, αρκετοί, στρατιωτικοί και πολιτικά πρόσωπα, όταν υπογράφουν στην επίσημη αλληλογραφία τους ως «ο πατριώτης…», είναι «le patrioce» της Γαλλικής επανάστασης. Ο λόγος περί ελευθερίας είναι στα απομνημονεύματα πολύ ισχυρός, με συνείδηση της ανατροπής που εμπεριέχει.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η ανάπτυξη της υπόδουλης κοινωνίας ήταν χωροταξικά άνιση. Στο νότιο ελληνικό χώρο, όπου η δημογραφική πλάστιγγα έγερνε πολύ προς την πλευρά των Ελλήνων και όπου η ναυτιλία και το εμπόριο πορεύονταν με σχεδόν κατακόρυφα ανοδικούς ρυθμούς, η ανάπτυξη της κοινωνίας, η διαφοροποίηση δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων, ήταν γρηγορότερη και εντονότερη. Εκεί, στα νοτιότερα, η κοινωνική διαφοροποίηση είχε αρχίσει από την εποχή που το ξένο εμπόριο δραστηριοποιούνταν όλο και περισσότερο, και χρειαζόταν περισσότερο τη συνεργασία του ντόπιου στοιχείου σε ευρύ φάσμα επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων. Από τότε η κοινωνική διαφοροποίηση συμβάδισε με τη διεύρυνση της αγοράς, την εξάπλωση των μηχανισμών της και την εγκατάσταση νέων λογικών στις σχέσεις. Ώστε, στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, η εθνική ιδέα βρήκε γόνιμο έδαφος στις νέες κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις, για να παρακάμψει τις από αιώνες κατεστημένες.

 

Δυο δεκαετίες νωρίτερα

Πριν από το 1821 είχαν σημειωθεί εξεγέρσεις με στόχο την αυτονόμηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όλες ανήκαν σε διαφορετική εποχή και κλίμα: έγιναν με την ευκαιρία ξένης επέμβασης, με τη βοήθεια ξένης δύναμης που είχε συμφέρον να εξεγερθούν οι υπήκοοι του σουλτάνου -κατά κανόνα από τη Ρωσία. Δεν πρόκειται για εξεγέρσεις που γεννήθηκαν από την ελληνική κοινωνία, που οργανώθηκαν απ’ αυτήν και που είχαν συγκεκριμένο σκοπό την ίδρυση δυτικού τύπου ανεξάρτητου κράτους.

Η αλλαγή συντελέστηκε κατά τις δύο δεκαετίες πριν από την Επανάσταση, όταν ισχυροποιήθηκε η αστική τάξη και απέκτησε ηγετικό ρόλο στον κοινωνικό σχηματισμό, κάτι που εκδηλώθηκε με την ίδρυση της συνωμοτικής επαναστατικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας.

Αυτός ο σε κάθε επίπεδο του κοινωνικού βίου (υλικό και διανοητικό-ιδεολογικό) ηγετικός ρόλος της αστικής τάξης φάνηκε να κλονίζεται την τελευταία δεκαετία πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, με την κρίση σε όλες τις νέες οικονομικές δραστηριότητες που είχε άμεσες και σημαντικές επιπτώσεις στις νεοσύστατες και, ασφαλώς, ακόμη εύθραυστες κοινωνικές σχέσεις: σχεδόν διακοπή των εργασιών της ναυτιλίας και του εμπορίου δημητριακών, συσσώρευση ανενεργών εφοπλιστικών και εμπορικών κεφαλαίων, ανεργία στους κλάδους αιχμής της ελληνικής οικονομίας, μετάπτωση μεγάλου αριθμού απασχολουμένων σε διαφορετική οικονομικοκοινωνική κατάσταση -κοινωνική αναταραχή.

 

 

“…Η Φιλική Εταιρεία διέθετε την ικανότητα να ενσωματώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, την κρίση στο σύνολό της, στον κοινό εθνικό σκοπό. Η προετοιμασία της Επανάστασης από τους Φιλικούς γινόταν χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική ευρωπαϊκής μεγάλης δύναμης -την ηγεσία της συγκροτούσαν πρόσωπα σαφώς ενταγμένα στα δυτικά πολιτικά πρότυπα και πιστά στα κηρύγματα του Διαφωτισμού και τις ιδέες που εξέπεμψε η Γαλλική επανάσταση. Οργανωτικά και ιδεολογικά η Φιλική Εταιρεία είχε ξεκάθαρους στόχους: επανάσταση για ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους δυτικού τύπου, μοντέρνου- αστικού…”

 

Προετοιμασία και έκρηξη

Μέσα σε αυτό το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον η εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας ήταν ραγδαία, κυρίως από το 1818. Η Φιλική Εταιρεία διέθετε την ικανότητα να ενσωματώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, την κρίση στο σύνολό της, στον κοινό εθνικό σκοπό. Η προετοιμασία της Επανάστασης από τους Φιλικούς γινόταν χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική ευρωπαϊκής μεγάλης δύναμης -την ηγεσία της συγκροτούσαν πρόσωπα σαφώς ενταγμένα στα δυτικά πολιτικά πρότυπα και πιστά στα κηρύγματα του Διαφωτισμού και τις ιδέες που εξέπεμψε η Γαλλική επανάσταση. Οργανωτικά και ιδεολογικά η Φιλική Εταιρεία είχε ξεκάθαρους στόχους: επανάσταση για ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους δυτικού τύπου, μοντέρνου- αστικού.

Η προκήρυξη του αρχηγού της Φιλικής Αλέξανδρου Υψηλάντη έδινε επακριβώς το ιδεολογικό στίγμα και τον τελικό στόχο της Επανάστασης. Αυτά και η εξωτερική πολιτική της με σαφήνεια τη χαρακτηρίζουν ως ευρωπαϊκή επανάσταση. Για την κήρυξή της η Φιλική Εταιρεία είχε καλά οργανώσει τα δίκτυά της και είχε εξασφαλίσει τα υλικά μέσα για τις πρώτες ανάγκες. Από τον πρώτο καιρό φάνηκε ότι η Επανάσταση διέθετε το αναγκαίο και ικανό έμψυχο υλικό για να συγκροτήσει μια επαναστατική “πολιτεία”, η οποία και θα αναλάμβανε όλο το βάρος της κεντρικής διεύθυνσης του Αγώνα και θα εκπροσωπούσε την Επανάσταση στην Ευρώπη.

 

Η ρήξη και το νέο

Η ρήξη με το παλαιό διοικητικό σύστημα ήταν απαραίτητη από τα πράγματα.  Από την αρχή της Επανάστασης στις εξεγερμένες περιοχές έγινε φανερό ότι τα προβλήματα που ανέκυπταν κατά την εξέλιξη του Αγώνα δεν ήταν δυνατόν να λυθούν μέσα από τα παραδοσιακά σχήματα διοίκησης. Η κοινοτική εξουσία, οι μεγάλοι κοινοτικοί άρχοντες και οι πελατειακές σχέσεις, οι θεσμοί, αλλιώτικα, της ενσωμάτωσης ήταν ακατάλληλοι να απαντήσουν σε όλα τα επαναστατικά ζητούμενα. Πολύ περισσότερο που με τις μεγάλες επιτυχίες της στο πεδίο της μάχης η Επανάσταση έδειχνε στέρεη από τους πρώτους μήνες της.

Σε συνάφεια με τα προηγούμενα, οι ισχυροί τοπικοί παράγοντες είχαν να αντιμετωπίσουν σκληρό δίλημμα. Από τη στιγμή που η Επανάσταση έγινε πραγματικότητα χωρίς αντιστροφή, όφειλαν, προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες συμμετοχής τους στην επαναστατική εξουσία -όχι μόνο την κεντρική αλλά και όσες άλλες η Επανάσταση παρήγε- να αρθρώσουν πειστικό λόγο περί έθνους και ελευθερίας και ταυτόχρονα να στηρίξουν την επαναστατική κυβέρνηση. Πολλοί μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ως πατριώτες, πίστεψαν στην επαναστατική αλλαγή, στο νέο που αυτή κόμιζε.

Πολύ σύντομα επίσης, έξι μήνες περίπου μετά την κήρυξή της, η Επανάσταση άρχισε να οργανώνει την κεντρική διεύθυνση του Αγώνα, με την προκήρυξη εκλογών για τη σύγκληση της Α’ Εθνοσυνέλευσης. Και μόνο η πράξη της προκήρυξης εκφράζει ήδη το νεωτερικό πνεύμα που χαρακτήριζε τον αστικό κόσμο στην Ευρώπη. Και το πρώτο ελληνικό σύνταγμα, το Προσωρινόν Πολίτευμα, καθιέρωνε θεσμούς δυτικού τύπου, όπως και κρατικές λειτουργίες. Ακριβώς αυτά που είχε εξαγγείλει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με την προκήρυξή του Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος, μολονότι η διακήρυξη της ίδιας Εθνοσυνέλευσης δεν έκανε καμία αναφορά στη Φιλική Εταιρεία, για να μη συνδέσουν οι ευρωπαίοι την Επανάσταση με ιακωβινικού τύπου εξεγέρσεις. Άλλωστε, η κήρυξη από την Α’ Εθνοσυνέλευση της πολιτικής αυτονομίας δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να ενσωματώνει στο εθνικό κάθε έκφραση όλου του ελληνισμού -συμπύκνωση και σύνοψη όλων των αυτονομήσεων που είχαν προηγηθεί.

 

Πάλη και αναδιάταξη

Όπως είναι γνωστό, κάθε επανάσταση διαταράσσει τις κοινωνικές σχέσεις, προτού τις αναδιατάξει. Η αναδιάταξη αφορά την κορυφή, τις σχέσεις εξουσίας. Η αναδιάταξη γίνεται μέσω του πολέμου και του πλούτου που αυτός παράγει. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για πόλεμο απελευθερωτικό από κατακτητή, ο οποίος εγκαταλείπει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που κατείχε. Η επανάσταση του 1821 ανέδειξε πολύ γρήγορα μια διαρκή πάλη για την εξουσία ανάμεσα στις δυνάμεις των παλαιών κοινωνικών σχέσεων και σ’ αυτές που η ίδια απελευθέρωνε: ανάμεσα σε κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς, σε νησιώτες και στεριανούς, σε παλαιούς και νέους πολιτικούς, σε ισχυρούς οπλαρχηγούς, σε εκπροσώπους περιοχών. Πρόκειται για αντιπαλότητες που εκδηλώθηκαν με σκληρότητα, χωρίς όμως να μείνουν σταθερές σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, καθώς αυτός παρήγε νέες κάθε φορά δυναμικές -οι συμμαχίες δεν παγιώνονταν, επειδή οι διάφορες ομάδες δεν ήταν συμπαγή σώματα με κοινά συμφέροντα εκτός από τη διεκδίκηση συμμετοχής στην εξουσία.

Ο Εμφύλιος πόλεμος, που ενέσκηψε σε δύο φάσεις, ήταν σύμφωνα με τα παραπάνω παράγωγο της Επανάστασης, και απέδειξε ότι η Επανάσταση είχε αρχίσει να παράγει πολιτική εξουσία. Πρόκειται για γεγονός που εντάσσεται στις κανονικότητες μιας επανάστασης και δεν πρέπει να μυθοποιείται ως εκδήλωση του “χαρακτήρα της φυλής”. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στις προεπαναστατικές, στεριανές κυρίως, εξουσιαστικές elites και σε αυτές που δημιουργούνταν στη διάρκεια του Αγώνα, στο βαθμό που κάθε παράταξη αντιπροσώπευε ή περιφρονούσε τη διακηρυγμένη ιδεολογία της Επανάστασης και ανεξάρτητα από τοπικισμούς, προσωπικά πάθη, αντιπαλότητες κ.λπ., που, πάντως, έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο. Μήλον της έριδος ήταν, όχι μόνο η επαναστατική εξουσία, αλλά και η ιδεολογική κατεύθυνση του Αγώνα, με την οποία πάλι ήταν συναρτημένη και η διαχείριση του παραγόμενου πλούτου -πράγματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική και πολιτική, επέκεινα, ισχύ.

Τελικά όμως οι Εμφύλιοι δεν ράγισαν την ενιαία προσπάθεια. Αυτό ήταν μία από τις μεγάλες επιτυχίες της Επανάστασης: κατάφερε να διαμορφώσει και να επιβάλει τους όρους ενιαίου εθνικού κρατικού λόγου, ο οποίος εξουδετέρωσε και τις τοπικές εξουσίες και κάποιους Πελοποννήσιους στρατηγούς που αντέδρασαν σ’ αυτόν. Άλλωστε, κανένας ηττημένος κατά τον Εμφύλιο δεν βρέθηκε για μακρό διάστημα μακριά από τη διαχείριση της εξουσίας. Ο ενιαίος εθνικός λόγος επέτρεψε σε όλους τους πρωταγωνιστές, παλαιούς προκρίτους, οπλαρχηγούς, ναυτικούς προύχοντες, Φαναριώτες, πολιτικούς κ.λπ., να διαχειριστούν όλα τα ζητήματα οργάνωσης της επαναστατικής εξουσίας.

 

Ερμηνείες με όρους της εποχής

Υπάρχουν ζητήματα συμπεριφορών κατά την Επανάσταση που έχουν κατά καιρούς εγείρει έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, κυρίως επειδή ερμηνεύονται με όρους σημερινούς και πάντως πολύ μεταγενέστερους, οι αγριότητες για παράδειγμα. Για να κατανοήσουμε τέτοιες συμπεριφορές, οφείλουμε να γνωρίζουμε καλά τις πραγματικότητες της εποχής τους. Μια απ’ αυτές μας λέει ότι διεθνείς κανόνες διεξαγωγής πολέμου και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων του ηττημένου δεν υπήρχαν εξάλλου, ο σεβασμός της νομιμότητας σε συνθήκες πολέμου χαλάρωνε. Άλλωστε, ο επαναστάτη μένος Έλληνας -ο αγράμματος ένοπλος ή ακόμη και ο εγγράμματος οπλαρχηγός- δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τους νόμους της Επανάστασης. Μια άλλη πραγματικότητα που πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν στην Επανάσταση παρά ένα άθροισμα ατάκτων στην υπηρεσία κάποιου οπλαρχηγού και ότι ο πόλεμος διεξαγόταν με ιδιωτική, εν πολλοίς, χρηματοδότηση. Επομένως, ο αμεσότερος και ταχύτερος τρόπος απόσβεσης της χρηματοδότησης ήταν η λεία. Κάποιοι ιστορικοί, μάλιστα, θεωρούν ότι οι οπλαρχηγοί ήταν κάτι σαν στρατιωτικοί επιχειρηματίες που συντηρούσαν ιδιωτικούς στρατούς. Αυτό όμως δεν ήταν, τότε, ελληνική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε, “στρατιωτικοί επιχειρηματίες”, “ιδιωτικοί στρατοί” και τα όμοια δεν σημαίνουν αναγκαστικά απουσία πατριωτισμού. Και τέλος, σχετικά με τις αγριότητες, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τι σήμαινε για τον υπόδουλο ελληνισμό η μακρά δουλεία και όσα αυτή του επιφύλαξε. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την έκρηξη που μπορεί να προκαλέσει το συσσωρευμένο μίσος.

 

 

“…Η κοινή επέμβαση Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο Ναβαρίνο, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση, δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας αλλά αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης, που πέτυχε να διαμορφώσει όρους ανταγωνιστικής επέμβασης των τριών Μεγάλων: θα ιδρυόταν ένα ευρωπαϊκό, “δικό” τους, κράτος και θα αποδείκνυαν στο σουλτάνο ότι δεν είχε πια τη δύναμη να απειθαρχεί στις αποφάσεις τους -έχουμε να κάνουμε με ριζικές αλλαγές της ευρωπαϊκής πολιτικής …”

 

Η στάση των Ευρωπαίων

Πολύ μεγάλη επιτυχία για την Επανάσταση ήταν η ανεκτική αρχικά και ευνοϊκή κατόπιν αντιμετώπισή της από τους ισχυρούς της Ευρώπης, σε συνθήκες, μάλιστα, κυριαρχίας της αντεπανάστασης και των απολυταρχικών καθεστώτων μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Η Επανάσταση στήριξε τη διπλωματική της πολιτική σε δύο στέρεες, όπως αποδείχτηκε βάσεις: φιλελληνισμός και ανταγωνισμός. Ο φιλελληνισμός, σημαντικό γεγονός που ξεκινάει πολύ παλαιότερα, μέσω της μελέτης της αρχαιότητας από ευρωπαίους επιστήμονες και διανοούμενους, για να ενταχθεί στο συνολικό πλαίσιο του διαφωτιστικού κινήματος, έδρασε αποτελεσματικά υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, τόσο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες όσο και σε ισχυρούς παράγοντες της πολιτικής εξουσίας. Το άλλο στήριγμα της διπλωματίας της Επανάστασης ήταν ο ανταγωνισμός που προκάλεσε ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, τις τρεις μεγάλες κυρίως (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Πρέπει να λάβουμε υπόψη, προκειμένου για το διεθνές περιβάλλον της Επανάστασης, ότι η Ρωσία είχε ήδη εμφανιστεί στη Μεσόγειο, διεκδικώντας ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο και καλό μερίδιο στην αγορά.

Άλλος παράγοντας που την ευνοϊκή λειτουργία του δεν πρέπει να λησμονούμε είναι πως το κεντρικό και διαρκές αίτημα της Επανάστασης ήταν η Ευρώπη, η ίδρυση ευρωπαϊκού τύπου αστικού κράτους. Η κοινή επέμβαση Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο Ναβαρίνο, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση, δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας αλλά αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης, που πέτυχε να διαμορφώσει όρους ανταγωνιστικής επέμβασης των τριών Μεγάλων: θα ιδρυόταν ένα ευρωπαϊκό, “δικό” τους, κράτος και θα αποδείκνυαν στο σουλτάνο ότι δεν είχε πια τη δύναμη να απειθαρχεί στις αποφάσεις τους -έχουμε να κάνουμε με ριζικές αλλαγές της ευρωπαϊκής πολιτικής στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και του αντίστοιχου δόγματος: επέμβαση.

 

 

“…Το Εικοσιένα ήταν η επανάσταση του ελληνισμού. Μια μοντέρνα εκδήλωση, έκφραση δηλαδή ενός ιδεολογικού-πολιτικού συνόλου με εθνική ιδεολογία στις βάσεις του Διαφωτισμού. Ο ελληνισμός εμφανίστηκε ως ενιαίο σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό. Έτσι μόνο μπορούμε να εξηγήσουμε και την αποδοχή, ακόμη και στα όργανα της κεντρικής διοίκησης, χωρίς αντιδράσεις των Φαναριωτών για παράδειγμα, όπως ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Θ. Νέγρης. Το έχει πει πολύ ωραία ο Θ. Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: Η Επανάσταση «εσχέτισεν όλους τους Έλληνας…”

 

Επανάσταση του ελληνισμού

Το Εικοσιένα ήταν η επανάσταση του ελληνισμού. Μια μοντέρνα εκδήλωση, έκφραση δηλαδή ενός ιδεολογικού-πολιτικού συνόλου με εθνική ιδεολογία στις βάσεις του Διαφωτισμού. Ο ελληνισμός εμφανίστηκε ως ενιαίο σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό. Έτσι μόνο μπορούμε να εξηγήσουμε και την αποδοχή, ακόμη και στα όργανα της κεντρικής διοίκησης, χωρίς αντιδράσεις των Φαναριωτών για παράδειγμα, όπως ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Θ. Νέγρης. Το έχει πει πολύ ωραία ο Θ. Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: Η Επανάσταση «εσχέτισεν όλους τους Έλληνας».

Ήταν και κάτι άλλο το Εικοσιένα: ένα κατεξοχήν ευρωπαϊκό γεγονός και, ως τέτοιο, εθνικό και δημοκρατικό, με αιτήματα

κοινά σε όλες τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις στο πλαίσιο του μοντερνισμού. Η Επανάσταση δεν ενδιαφέρθηκε για τον πόλεμο αποκλειστικά, όπως μας διδάσκουν τα σχολικά εγχειρίδια. Ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση, τον Τύπο, τις εκδόσεις, κάτι που προϋποθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο ενόψει λειτουργίας κράτους. Στις σελίδες του Τύπου, ένας ακόμη νεωτερισμός, επιτυγχανόταν,  η ιδεολογική θωράκιση της Επανάστασης.

Μια τόσο κορυφαία ιστορική στιγμή, όπως η Ελληνική επανάσταση του 1821, θα ήταν περίεργο να μην περιβληθεί την ισχύ των μύθων.  Κάποιοι απ’ αυτούς απλώς μεγεθύνουν γεγονότα ή μεγιστοποιούν ηρωισμούς, άλλοι όμως δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και ισοδυναμούν με ιστορικά ψεύδη. Πρόκειται για κατασκευές μεταγενέστερες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν εθνικές ή κοινωνικές ανάγκες. Η πρόσληψη των κατασκευών και οι ιδεολογικές χρήσεις τους -όλες μαζί και καθεμία χωριστά- συνιστούν ένα άλλο γεγονός, που δεν μας απασχόλησε εδώ, γιατί δεν είναι σύγχρονο του Εικοσιένα. Είναι  κατοπινό. Απουσιάζει έτσι, για παράδειγμα, κάθε αναφορά στην ύψωση της σημαίας- λαβάρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα, μια και δεν συνέβη το 1821 παρά κατασκευάστηκε αργότερα, για ιδεολογική χρήση.” ( Βασίλης Κρεμμυδάς , Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα , Το Εικοσιένα στις νέες ιστοριγραφικές προσεγγίσεις. Εισαγωγικός Τόμος στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως )

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top