Fractal

O Βασίλης Αλεξάκης στο Εργαστήρι του συγγραφέα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //
Φωτό: Τάκης Σπυρόπουλος

 

 

Γράφει σκηνοθετώντας τη ζωή του και όχι το αντίστροφο, μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης αποζητά πάντα το «σωστό» ύφος, σαν ένας φιλόσοφος της γλώσσας. Είναι εδώ για να ρωτά, όχι για να απαντά! Σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να «βιώσει» το καινούργιο βιβλίο. Τον βασανίζει το παράδοξο, ο έρωτας, η γλώσσα, η μνήμη κι ο θάνατος. Είναι βέβαιος πλέον ότι οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους. Έγινε συγγραφέας για να αυτοπαραμυθιάζεται. Συμφωνεί με τον Προυστ, νυν υπέρ πάντων το ύφος! Άρα ένα βιβλίο γράφουμε όλη μας τη ζωή «διότι ένα είναι το ύφος». Ακόμα και η ταυτότητα γι’ αυτόν, αναζήτηση είναι. Μια ταυτότητα ανοιχτή.

 

αλεξ1Γραφείο. Ο συγγραφέας με τα εντελώς απαραίτητα: Χαρτιά, μολύβια, καφές, ντοσιέ με χειρόγραφα και με τη σκάλα να ανεβαίνει στον «ουρανό» της κρεβατοκάμαρας.

 

Η «κλειστή» είναι για την αστυνομία! Ο Βασίλης Αλεξάκης, αγαπημένος μας από τα βιβλία του -μεταξύ άλλων- «Τάλγκο», «Πριν», «Η μητρική γλώσσα», «Η καρδιά της Μαργαρίτας», «Αθήνα-Παρίσι», «Ο μπαμπάς», «Το κεφάλι της γάτας», «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», «μ.Χ.», «Τα κορίτσια του Σίτι Μπουμ-Μπουμ», πιστός των εκδόσεων Εξάντας και βραβευμένος με τα βραβεία Medicis, Αλμπέρ Καμί, κυκλοφορώντας ταυτοχρόνως σε Ελλάδα και σε Γαλλία, εξακολουθεί να έχει, όπως υποστηρίζει, τις ίδιες πάντα εμμονές: «Οπως η γλώσσα, η μνήμη, το θέμα του θανάτου, θέματα στα οποία επανέρχομαι ξανά και ξανά, όποιο και αν είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου».

Συνήθως βρισκόμαστε όταν έρχεται στο σπίτι των Αθηνών, όπου χαζεύεις πάντα το μπιλιάρδο, το κίτρινο πάτωμα, τον τοίχο με το πορφυρό βυζαντινό, το κάδρο με τις κίτρινες κάλτσες, αλλά η φωτογράφιση αυτήν τη φορά έγινε στο Παρίσι. Εξάλλου, το να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πατρίδες και δύο γλώσσες ο ίδιος το βρίσκει και πλεονέκτημα και γοητευτικό: «Είναι μια θέση αρκετά πλεονεκτική, τελικά», αναγνωρίζει. «Γιατί, όπως ξέρεις, η λογοτεχνία είναι θέμα ύφους και θα πρέπει τη γλώσσα να μην την ξέρεις απλώς, αλλά να ψάξεις να βρεις σε αυτήν και το ύφος σου.

Νομίζω, όμως, ότι μάλλον με έχει βοηθήσει αυτή η διγλωσσία και το πήγαινε-έλα, διότι μου επιτρέπει να βλέπω την πραγματικότητα από μεγαλύτερη απόσταση, και εννοώ και την ελληνική και τη γαλλική. Τα πράγματα εξακολουθούν να με ξαφνιάζουν, πουθενά δεν αισθάνομαι μπλαζέ. Με ξαφνιάζουν, επίσης, τα ίδια μου τα βιβλία. Αν έγραφα μόνο σε μια ξένη γλώσσα και είχα εγκαταλείψει τη δική μου, όπως το έχουν κάνει άλλοι συγγραφείς, ο Ναμπόκοφ που άφησε τα ρώσικα, ο Κόνραντ που άφησε τα πολωνικά, είναι άλλη περίπτωση. Για μένα, το σημαντικό ήταν να κρατήσω τη μητρική μου γιατί πιστεύω ότι μέσα από τη μητρική σου γλώσσα μαθαίνεις τις ξένες».

 

αλεξ2Στοίβα. Τα βιβλία στην καρέκλα αναπαύονται και περιμένουν.

 

Όσον αφορά το πόσο παρών είναι ο ίδιος μέσα στα βιβλία του: «Η αίσθηση ότι περιγράφω αληθινά περιστατικά δεν είναι ούτε σωστή ούτε εσφαλμένη», επιμένει. «Υπάρχει το ενδεχόμενο όχι να περιγράφω πράγματα που έχω ζήσει, αλλά να ζω πράγματα που θέλω να περιγράψω. Αυτό δεν εντάσσεται σε βιβλίο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, διότι δεν μεταφέρω τη ζωή στο μυθιστόρημα, μεταφέρω το μυθιστόρημα στη ζωή. Σκηνοθετώ την ίδια μου τη ζωή έτσι, ώστε να συμβούν κάποια πράγματα που χρειάζομαι για ένα βιβλίο».

Στην ερώτηση αν ένα βιβλίο γραμμένο απ’ την αρχή σε μια άλλη γλώσσα, είναι ένα άλλο βιβλίο, θα πει: «Οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους, τα ελληνικά και τα γαλλικά γνωρίζονται. Ολα μεταφράζονται, αν το ύφος δεν μεταφραζόταν σε άλλη γλώσσα, ο Ντοστογιέφσκι θα είχε αναγνώστες μόνο στη Ρωσία».

 

αλεξ3

 

Τα θέματα που επιλέγει του ανοίγουν δρόμους: «Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιον Ορος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στη “μητρική γλώσσα” είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος. Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού».

Γιατί έγινε συγγραφέας; «Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε. Μπορεί αυτήν τη διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top