Fractal

Διήγημα: “Σωριασμένη στο πλάι”

Της Βασιλικής Ζαφειροπούλου // *

 

 

f11

 

Για το βράδυ ετοίμαζαν μεγάλο γλέντι, ήταν φανερό, τους είχαν ζητήσει να ανοίξουν

τη μεσαία πόρτα ανάμεσα από δυο συνεχόμενα δωμάτια, την πόρτα που έπιανε

όσο ένας τοίχος ολόκληρος κι έφτανε ως το ταβάνι, ήταν μάλλον ένα χώρισμα στη

μέση μιας τεράστιας σάλας παρά πόρτα. Όταν την άνοιγες, ο χώρος που προέκυπτε

ήταν τεράστιος, ένα μακρόστενο τραπέζι να έστρωνες στο κέντρο του και θα ΄λεγες

πως μπορούσε να τραπεζώσει σχεδόν όλους τους προύχοντες της μικρής πόλης.

Είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες από το πρωί, αυτή είχε αναλάβει το φαγητό,

έστελνε και ξανάστελνε τις παρακόρες για προμήθειες στην αγορά, ότι πιο πλούσιο

κι ευφάνταστο θέλανε για το τραπέζι τους, τα καλύτερα κρασιά, μπύρες, πολλές

μπύρες, μουσική που την είχαν διαλέξει μόνοι τους, ήθελαν το γραμμόφωνο να

ακούγεται σ΄όλη την περιοχή, οι γερμανικοί ύμνοι να αντηχούν μέσα στη νύχτα να

απλώνονται παντού γύρω από το σπίτι,να μην αφήσουν άνθρωπο να ησυχάσει.

Έτρεχε περα, δώθε, ήθελε να ευχαριστηθούν, να μη νιώσουν την απέχθεια στα

βλέμματα των συντοπιτών της, είχε λαχτάρα για τη μικρή, ήταν γύρω στα πέντε

μ΄έξι κι ήταν ανατριχιαστικό να τη βλέπει στα πόδια κάθε ένστολου να την

κανακεύει. Με την άκρη του ματιού της έπιανε τη σκηνή κι έτρεμε, ήταν

τρυφερότητα, ήταν λαγνεία κάτω από το χέρι του, το παιδί το ΄βλεπε ξένοιαστο,

γελούσε και γαργαλιόταν, αλλά αυτός πώς το εννοούσε, πώς θα το καταλάβει αυτή

ενώ έπρεπε συνάμμα να τρέχει για όλα, να συντονίζει όλο το σπίτι για το γλέντι, το

γλέντι του θριάμβου τους.

 

Κοιτάζει αφηρημένη τον τοίχο απέναντι από τη καντήλα. Στο δωμάτιο αυτό, το

δωμάτιο των ξένων, το δωμάτιο που πάνω από το ένα μπάσι του υπάρχει ολόκληρο

εικονοστάσι με μεγάλη καντήλα μπροστά του, καντήλα που καίει όλη νύχτα πάνω

από τα κεφάλια των εκάστοτε μουσαφιρέων, το δωμάτιο αυτό ονομάστηκε της

καντήλας κι ήταν πάντα από τα αγαπημένα των παιδιών γιατί είχε φως οληνυχτίς.

Στον τοίχο απέναντι από το εικονοστάσι και πλάι στο δίδυμο μπάσι με μαξιλάρες κι

αυτό, είχε καρφώσει τα βραβεία και τους επαίνους από τον πόλεμο ένα σωρό, ένας

τοίχος γεμάτος και πάλι δεν έφτανε, καμάρωνε μα τό ΄κρυβε με επιμέλεια, άσε τους

επισκέπτες να το επισημαίνουν.

 

Όλα έτοιμα, στην πάμφωτη σάλα έχει για τα καλά ανάψει η διασκέδαση, πρόσωπα

ολοκόκκινα, γέλια τρανταχτά κι αφόρητα για τους ενοίκους που έτρεχαν να

προλάβουν τις ανάγκες, τις ελλείψεις, που ψευτοχαμογελούσαν, που δέχονταν και

κανένα τσίμπημα ή κανένα βρωμόλογο τα νεότερα κορίτσια που είχαν

επιστρατευτεί για τη βραδιά, προς τα μεσάνυχτα κατέφθασαν και κάποιες

ιερόδουλες που είχαν ειδοποιηθεί εκ των προτέρων, με πολλά κέφια κατά

παραγγελίαν, ξετρυπωμένες από άγνωστες γωνιές της πόλης, τουλάχιστον ελόγου

της πρώτη φορά τις αντίκρυζε. Όσο κυλούσε η βραδιά έπιανε τον εαυτό της όλο και

πιο θυμωμένο, την τραβολογούσαν να συμμετέχει στ΄αστεία τους, και όλο

απομακρυνόταν κοιτώντας περιφρονητικά, προκαλώντας έτσι πιο έντονη πίεση και

κοροιδευτικά χαχανίσματα. Κάθε τόσο μάζευε μπόγους απ όσα λιγδιασμένα

πετούσαν καταγής, κι όταν την έστειλαν να τους φέρει κι άλλες πετσέτες από

ντουλάπα που έκρυβε μυστική δίοδο προς καταφύγιο κάτω από την μεγάλη

κεραμωτή στέγη, έκανε τάχα πως έψαχνε κιόλο και καθυστερούσε. Ένας έξαλλος

πιωμένος την πλησίασε κι απειλώντας της έτεινε το πιστόλι του. Άνοιξε αίφνης τα

πάνω κουμπιά του πουκαμίσου της, πρόβαλε το στέρνο της με την κορυφή από το

κομπινεζόν να μοστράρει κάτω από την αναψοκοκκινισμένη μούρη του και του

είπε: «΄Ελα λοιπον, βάρα, μια γυναίκα θα βαρέσεις, βάρα λοιπόν, τι κάθεσαι και

χαζεύεις..» Πάγωσε αυτός, πάγωσαν κι όλοι ένα γύρω, τίποτα δεν συνέβηκε και

κανένας δεν φαντάστηκε πως κάπου εκεί πολύ κοντά ένα ιδιαίτερα στενό πέρασμα

παρέμενε για να μπορεί να τους κρύβει και να τους σώνει και τότε και στο μέλλον.

 

Σήμερα κάνει παγωνιά, κοντά στο μηδέν και κάτω απ΄αυτό, μέρες τώρα η πόλη και

τα γύρω βουνά σκεπάζονται από χιόνι, αυτή όμως έχει τόσο συνηθίσει το κρύο που

δεν καλοδέχτηκε το αερόθερμο που ανέβασαν απ΄την Αθήνα τα εγγόνια της, να της

κάνει τι, έτσι κι αλλιώς το σπίτι είναι χωρίς κεντρική θέρμανση, μόνο κατά σημεία

όπου υπάρχουν οι σόμπες μπορεί κάποιος να κουρνιάσει, όχι πάντως αυτή, σχεδόν

την ξαφνιάζει, την ενοχλεί το οποιοδήποτε κύμα ζέστης την αγγίξει. Αυτός ο

χειμώνας όμως όλοι το λένε για τη δυτική χώρα είναι κάτι πρωτοφανές, τόσο κρύος

κι επίμονα κρύος. Το βράδυ στον ύπνο δεν το θέλει πλάι της αναμμένο, έτσι κι

αλλιώς θα ρίξει τα σκεπάσματα πάνω της. Ξέρει, είναι σίγουρη και κάτι να της

συμβεί φέτος που ΄ναι μόνη, κάπως θα καταλάβει η γειτόνισσα άμα δει να μην

ανοίγουν τα πλαινά παντζούρια το πρωί για ν’ αερίσει και να καλημερίσει.

 

 

* H Βασιλική Ζαφειροπούλου εργάστηκε σαν αρχιτέκτονας για 28 χρόνια στα υπουργεία Εσωτερικών και Περιβάλλοντος απ΄όπου και αποχώρησε προτού ολοκληρώσει την πλήρη θητεία της. Έκτοτε παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Ianos και Πατάκη.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top