Fractal

Αφήγημα: “Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι”

Της Βασιλικής Τσουρή // 

 

f19

 

Ρίχνω μια ανιχνευτική ματιά στον χώρο και κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή. Είναι η αγαπημένη μου συνήθεια. Η μυρωδιά του καφέ και ο χαρακτηριστικός ήχος της οθόνης που ανάβει στο πάτημα ενός κουμπιού. Ακόμα και αυτά τα ισχυρά διεγερτικά, σήμερα δεν φτάνουν για να με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Το μυαλό μου είναι ακόμα εκεί. Κάπου ανάμεσα στο Φισκάρδο και την Ιθάκη, την ώρα που το σκάφος γέρνει ηδονικά μπαίνοντας στο λιμάνι. Επιτέλους, τη βρήκαμε! Ήσυχη με ελάχιστους κατοίκους. Αυλές με μπουκαμβίλιες, αγιόκλημα και ξερολιθιές με δίχτυα αντί για συρματόπλεγμα. Μυρωδιά από θυμάρι, ρίγανη και ιώδιο. Και το μπλε να μπαίνει από παντού. Από τις λίγες φορές που το ταξίδι βγαίνει ισόπαλο με τον προορισμό. Κι εμείς όμως, περάσαμε πολλά για να φτάσουμε ως εδώ. Δεν μας χαρίστηκε τούτο το πέλαγος. Ίσως από εκδίκηση που υποτιμήσαμε τη δυναμική του και υψώσαμε την πειρατική σημαία στα νερά του. Αλλά μόλις αντικρίσαμε τις πράσινες κορφές του, τα πανιά μας μούγκριζαν από ικανοποίηση.

Για πολλούς από εμάς το ταξίδι αυτό ήταν μια βαθιά βουτιά στα άδυτα της ναυτοσύνης, για άλλους μια γερή επανάληψη. Για όλους όμως, μια δεύτερη πενθήμερη που ήρθε στην πιο κατάλληλη στιγμή της δεύτερης εφηβείας. Το μετέωρο βήμα ανάμεσα στη στεριά και το κατάστρωμα δεν σου αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Είσαι μέσα τώρα, το νιώθεις. Στη χώρα των 3.500 νησιών, ο Οδυσσέας και οι Αργοναύτες θα πνίγονταν οικειοθελώς, αν γνώριζαν ότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η πλειοψηφία των απογόνων τους δεν έχει δει άγκυρα στη ζωή του. Δεν τους αδικώ απόλυτα. Το ιστιοπλοϊκό κουνάει, είναι άβολο, δεν έχει ηχομόνωση και υπάρχουν φορές που τσακώνεσαι ακόμα και με την πιο μικρή ηλιαχτίδα. Καμιά φορά μπάζει και νερά. Μην απορήσεις αν ξυπνήσεις με φύκια στο προσκεφάλι σου ή αν βρεις τον «εργάτη» κάτω από τα σεντόνια σου. Πάνω του μαθαίνεις να διαβάζεις τα κύματα, να μετράς τις αντοχές τους μέχρι να σβήσουν στην πλώρη. Μετά τα πρώτα 24ωρα μπορείς να διαγνώσεις τα συμπτώματα. Αρχίζεις να μιλάς στην καραβίσια διάλεκτο με εκείνη την οικειότητα που σου χαρίζει η επαφή με το υγρό στοιχείο. Μαθαίνεις να συντονίζεις το βήμα σου με την κίνηση του σκάφους, χωρίς να βασίζεσαι στα ρέλια. Βρίσκεις τη σειρά σου για το ντους. Προβλέπεις και φυλάγεσαι.

Τρία σκάφη σε κοινή πλεύση, λουσμένα από το φως, σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο. Η Μαριάννα με τη φωτογραφική στον λαιμό σε ετοιμότητα και η Νάνσυ να ψάχνει απανεμιά για να ανάψει τσιγάρο. Ο Δημήτρης πάντα όρθιος και η Σοφία να χορεύει ανάμεσα στους χάρτες του Ηλία και τα πούρα του Νίκου. Η Ντένια στο βυθόμετρο, γιατί όταν ο αέρας δίνει, κάθεσαι όσο πιο πλάγια μπορείς για να μη σε χτυπάει. Τις ψηλές δεν τις φοβάμαι, έμπειρο πλήρωμα. Ο Γιώργος στην άγκυρα και ο Γαβρήλος στις πρυμάτσες. Το ρεμέτζο είναι δύσκολο, η καδένα μικρή και ο Ηλίας πάντα μας προλαβαίνει στο δέσιμο. «Στρέφουμε την πλώρη στον άνεμο, αφήνουμε λάσκα τη σκότα της μαΐστρας και δένουμε το σχοινί στο βιτζιρέλο. Πρόσεχε, θα βρει στη μάτσα. Τώρα δέστο! Σηκώνουμε τον φλόκο και σβήνουμε τη μηχανή. Βλέπεις που γεμίζει το πανί; Ώρα για τίμια ιστιοπλοΐα, φίλοι μου… Τακ όχι ταγκ Ευτέρπη, άσε κάτω το κινητό!».

«Τι είναι αυτό; Μ’ αρέσει!» λέω στον Βασίλη και τραντάζομαι απ΄ το κούνημα. «Καταβάτης είναι, κρατήσου!» «Δεν θέλω να κρατηθώ, να μην τελειώσει θέλω!» λέω και ξαπλώνω να το απολαύσω με κάθε μου κύτταρο. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Οι Gunners να παίζουν τέρμα ένταση και η θάλασσα να μου σκάει στα μούτρα. Στα πρόσωπα όλων η ίδια εκστασιασμένη έκφραση. Η ακτή να τρεμοπαίζει στο μεσημεριανό φως. Δεν θυμάμαι τι μέρα είναι… Μόνο εκείνη τη «γεύση της τρικυμίας» που μου έκαιγε τα χείλη. Σε αυτό το βαθύ μπλε ξόρκισα όλους μου τους δαίμονες. Ξέπλυνα από πάνω μου τα τοξικά της πόλης. Δεν θέλω να γυρίσω. Πόσο άστοχο είναι να αποκαλούμε αυτόν τον πλανήτη Γη ενώ είναι ξεκάθαρο ότι λέγεται Θάλασσα!

Καβατζάρουμε τον βορεινό κάβο και αράζουμε να φάμε. Ξαφνικά το κατάστρωμα γεμίζει κόσμο. Μάτια που πετούν σπίθες. Ποτήρια γεμάτα. Γέλια και δέρματα που καίνε. Ανάκατα μαλλιά και ο μονότονος ήχος από το μαντάρι που χτυπάει στο κατάρτι. Μέχρι την επόμενη στεριά και μετά πάλι από την αρχή. Δεν θα σου πω ποιους να πάρεις μαζί σου, αν ποτέ μοιραστείς την ίδια εμπειρία, γιατί η σύσταση του δικού μας αμφίβιου πληρώματος άγγιζε τα όρια του μυθικού. Εικοσιτέσσερις εκκολαπτόμενοι Μαγγελάνοι που ως σύγχρονοι τυχοδιώκτες, με την ψυχή τους ελαφρωμένη από τη στεριά, έριξαν άγκυρα στα νερά της Ατόκου εκείνη τη νύχτα που ο ουρανός είχε γεμίσει αστερισμούς και δεν τη σήκωσαν ποτέ. Αν περάσεις από εκεί και ρίξεις μια βουτιά την ώρα που ξημερώνει, ίσως μας ανακαλύψεις στον πάτο, δίπλα από τα γυαλιά του Νίκου, κρυμμένους ανάμεσα στα φύκια. Κάπως έτσι σας αποχαιρετώ. Με εκείνη την ξεγνοιασιά που κράτησε λιγότερο από την ανάγκη της. Μόνο να θυμάστε: ανάμεσα σε μια στεριά και σε μια άλλη στεριά πάντα υπάρχει μια θάλασσα που πρέπει να διασχίσεις. Καλά ταξίδια…

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top