Τρία ποιήματα
Της Βασιλικής Πετροπούλου //
ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΩΝΙΕΣ
Θα βγεις στο δρόμο και θα ψάχνεις τις χαμένες σου αισθήσεις
Σε σκοτεινές γωνιές θα βρεις τα γερασμένα σου φιλιά
Μια-μια θα δεις να σβήνονται οι παλιές σου ψευδαισθήσεις
Κι ένα κρυφό σου όνειρο να γίνεται φωτιά.
Θα βρεις μια εικόνα σου παλιά σπασμένη σε κομμάτια
Κι ένα άγγιγμά σου τρυφερό να κλαίει σε μια γωνιά
Θα δεις μια λάμψη που έπαιξε μέσα σε μαύρα μάτια
Που το κορμί σου χάιδεψαν με πόθο μια βραδιά.
Θα κλάψεις τότε μ’ ένα κλάμα ξεχασμένο και βουβό
Θ’ αδειάσεις από αισθήματα, ερωτήματα και σκέψεις
Θα ξεπλυθεί ό,τι βρώμικο σε λιώνει από καιρό
Και θα μπορείς κάτι όμορφο να ψάξεις να πιστέψεις.
ΑΠΟΨΕ
Θα σπάσω απόψε εκείνη την κλωστή
Που συνεχώς σε φέρνει μέσα στα όνειρά μου
Θα κόψω από του καραβιού την πλώρη το σκοινί
Που σε κρατάει δεμένη μέσα στην καρδιά μου.
Θα φύγω απόψε μ’ ένα αμάξι μακριά
Πανιά θ’ ανοίξω για το άγνωστο, το ξένο
Πορεία χαράζω για τις χώρες του νοτιά
Και δε θα κλάψω, ούτε θα σε περιμένω.
Θ’ ανοίξω απόψε το πορτάκι απ’ το κλουβί
Που με κρατάει εδώ νεκρό, καθηλωμένο
Θα κάνω μόνο στον αέρα μιαν ευχή
Και θα πετάξω για ένα άλλο πεπρωμένο.
Θα κάψω απόψε κάθε γράμμα σου παλιό
Μες στη φωτιά ό,τι σε θύμιζε θα ρίξω
Και γύρω τους θα στήσω έναν τρελό χορό
Τα μάγια που με δένουν πάνω σου να λύσω.
ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΣΟΥ ΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Έγειρα πάνω στης σιωπής σου τα κοχύλια
Σκέπασα το γυμνό σου σώμα μ’ άπειρα φιλιά
Άπληστα ρούφηξα πνοή απ’ τ’ ανοιχτά σου χείλια
Στην αγκαλιά μου σ’ έσφιξα με τρυφερή θηλιά.
Ξόρκισα τα άσχημα όνειρα που σού ’κλειναν την πύλη
Μ’ αγάπες περασμένες και δάκρυα παλιά
Το άστρο σου διέγραψε μακριά τροχιά καμπύλη
Πριν βυθιστεί αθόρυβα σε άγνωστα νερά.
Σε είδα μέσα στης σιωπής σου τους καθρέφτες
Να τρεμοσβήνεις μέσα σε πολύχρωμους καπνούς
Γυαλιά να γίνονται οι πολύτιμές σου πέτρες
Κι όλους μαζί να κουβαλάς της νύχτας τους λυγμούς.