Fractal

Ζήσαμε; Και αν ναι, πώς;

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος  //

 

nixtonei-arga_basilakoy“Νυχτώνει αργά” της Καίτης Βασιλάκου, εκδ. Μανδραγόρας, σελ. 62

Υπάρχει ένας κόσμος. Όχι, υπάρχει ένας κόσμος μέσα στον οποίο υπάρχεις εσύ. Ένας κόσμος, μια ξένη κατασκευή, που την ιδιοποιείσαι δίχως να το καταλαβαίνεις. Κάτι άρρητο συμβαίνει και η ζωή προχωράει – όπως προχωράει και μετά έρχεται το τέλος και μετά μια μακρά, απύθμενη σιωπή, αρχίζει να βραδιάζει αργά, πολύ αργά, ο χρόνος διαστέλλεται, εσύ δεν είσαι εκεί για να το διαπιστώσεις κι όμως συμβαίνει.

Όπως θα έλεγε και ο πάπα –Σοπενχάουερ ο κόσμος υπήρξε πριν από εμάς, θα συνεχίσει και δίχως εμάς. Στο ενδιάμεσο αυτού του επινοημένου χρόνου-κόσμου, το υποκείμενο φαντασιώνεται μια κάποια τάξη ζωής, εναποθέτει σε οικεία πρόσωπα και στα ακίνητα πράγματα που τον περιβάλλουν ένα κομμάτι του εαυτού του. Καθρεφτίζει την αυταξία του πάνω τους. Γίνεται θύμα και θύτης, ιδιοκτήτης και σκλάβος. Διαμορφώνεται για να ελπίζει, καθαρογράφει τη ζωή του με τις παρουσίες, σβήνει τον μαυροπίνακα με τις εκθετικές απουσίες, μαθαίνει να μαραίνεται και να ανθεί ακαταπαύστως, ερωτεύεται, αλλά αυτό δεν φτάνει και ούτε περισσεύει μέσα του.

Ζει με το άγριο ζώο της μοναξιάς που εκτείνεται πέραν του βιωμένου χρόνου – είναι από μόνη της ένας άλλος κόσμος. Και πάντα, μα πάντα, στο τέρμα του δρόμου σκιάζει το μοιραίο τέλος. Αδόκητο, αναμενόμενο, σκληρό, ζοφερό, ήσυχο, υπερθετικό – μα, όπως και να ’χει είναι ένας τέλος, ατελεύτητο, χαοτικό, σκληρό και ανεπίλυτο για τον άνθρωπο. Το μέγα κενό που δεν μπορεί να πληρωθεί.

Αυτή η πορεία, η μακρά πορεία του ανθρώπου που μπορεί να κρατήσει από μια ημέρα έως την αιωνιότητα της μιας ημέρας, αυτό το μάταιο, ηττημένο ταξίδι καταγράφεται στη συλλογή της Καίτης Βασιλάκου «Νυχτώνει Αργά» με έναν φαινομενικά γραμμικό τρόπο –από παιδί καταλήγεις στο τέρμα του δρόμου-, ωστόσο διαφαίνεται καθαρά πως η οντολογική ρίζα αυτής της πορείας, είναι γεμάτη από τις επιχωματώσεις του χρόνου που φευ, ποτέ δεν λειτουργεί γραμμικά κι ας πιστεύουμε το αντίθετο.

Παρένθετες εικόνες χαμένων στιγμών και απωλειών, ανθρώπων που έφυγαν, αντικειμένων που στέκουν απαρασάλευτα όταν εμείς θα έχουμε χαιρετήσει, τοίχων που μας μιλούν και τους μιλούμε, ερώτων που η μόνη τους ορατή εξιδανίκευση είναι η ματαίωση και το αλληλοφάγωμα (η ευτυχία έχει μια ποιότητα πόνου, γράφει η ποιήτρια) – όλα τούτα και ακόμη περισσότερα που δεν χωρούν σε μια παλάμη ζωής, έρχονται σαν πλημμυρίδα χρόνου, σαν μια μαζική ενότητα χρόνου. Βραδιάζει αργά σημαίνει πως τα ρολόγια του κόσμου έχουν έναν δικό τους χτύπο, διάφορο από αυτόν του ανθρώπου. Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, λέει ο Μίλτος Σαχτούρης. Είμαστε υποχείρια αυτό του πράγματος, δούλοι του κάθε μέρα που ολοένα και περισσότερο φθίνει μέσα μας, το απόσταγμα της ημέρας δεν είναι ένα 24ωρο δραστηριοτήτων. Δεν είναι μετρήσιμο αυτό που έχεις ζήσει, ή, μήπως, αυτό που νομίζεις πως έχεις ζήσει και βιώσει.

Η ποιητική της Βασιλάκου, όχι μόνο σε αυτή τη συλλογή, όπως και η πεζογραφική της έκφανση, είναι ένα μέτρο στην αποδραματοποίηση. Στέκει, μετέχει στο δράμα, αλλά εκλαμβάνει την έννοια της απόστασης ως μια καθοριστική αρχή για να γράψει. Έτσι αυτή η χωρική, συναισθηματική και ρητορική απομάκρυνση από τον κεντρικό πυρήνα, της επιτρέπει να θεάται από πολλές γωνίες ένα θέμα – το κυρίαρχο θέμα της ζωής εν προκειμένω- με τρόπο αυστηρά συμπαθητικό με τη συγκεκριμένη έννοια της λέξης συμπαθητικό. Συμπάσχει, αλλά δεν πάσχει προς χάριν του αναγνώστη. Τουτέστιν οι λέξεις στο χαρτί μοιάζουν με ένα απόσταγμα που δεν ταυτίζονται με τον γράφοντα, δεν φέρουν τη σφραγίδα μόνο των δικών του προσωπικών εντυπώσεων επί του κόσμου, αλλά αποκτούν ένα βάρος ουσιαστικό, μια διάσταση κοινής, ανθρώπινης γραμμής. Για να το πω ακόμη πιο απλά: είμαστε εμείς που γραφόμαστε και όχι η ποιήτρια που έγραψε για εμάς.

Χωρισμένη σε πέντε ενότητες που όμως μεταξύ τους έχουν μια εσωτερική διάρθρωση, λειτουργώντας ως επικαλυπτόμενα στρώματα βίου, ή σαν ασκήσεις προετοιμασίας πριν από το επικείμενο τέλος, η συλλογή της Καίτης Βασιλάκου είναι βαθύτατα ανθρώπινη, γιατί διαπραγματεύεται τις μόνες αναφαίρετες αξίες πάνω στις οποίες είναι χτισμένη η ανθρώπινη περιπέτεια: την απώλεια, το άγνωστο του επέκεινα, την ανερμήνευτη έννοια του χρόνου, την παραπειστική ερμηνεία της μνήμης, τη δυναστεία του έρωτα και πάλι το τέλος που είναι ένα οδόσημο από το οποίο ουδείς ξεφεύγει.

Η ανθρώπινη άσκηση πάνω στην απώλεια ξεκινάει –με τον πιο ύπουλο και υποδόριο τρόπο- από την παιδική ηλικία. Η Καίτη Βασιλάκου γράφει:

Με τα βαθιά του μάτια

Ένα παιδί

Που φτιάχνει ιστορίες

Και αποκοιμιέται μονάχο

ή

Το παιδί υπογράφει

Ετοιμάζει το μέλλον του

Και ακόμη

Φόρος βαρύς

Για το παιδί

Η αγάπη

 

collageΒΑΣΙΛΑΚΟΥ

 

Η αγαπητική σχέση εντός του οίκου γίνεται άχθος – είναι μια προγύμναση του παιδιού για ό,τι θα συμβεί στον ενήλικο βίου του. Και θα του συμβούν πολλά καταβάλλοντας πάντα το απαραίτητο, σκληρό αντίτιμο της μοναξιάς, του βάρους της απώλειας, του χρόνου που βραδιάζει αργά τριγύρω, αλλά πολύ νωρίς μέσα του. Οι δικοί μας άνθρωποι φεύγουν, μένουμε εμείς πίσω να τους κουβαλάμε. Κι όταν εμείς θα είμαστε το κομμάτι της απώλειας; Τότε ποιος θα κληθεί να επιτελέσει το σισύφειο έργο για χάρη μας;

Ποιος θα είναι εδώ αφέντης του σπιτιού μου

Όταν θα είμαι χώμα μες το χώμα;

* Εγώ, μητέρα.

Πόσο φέρνει στο νου αυτός ο στίχος, τον άλλον του Γιάννη Βαρβέρη από το σπαραχτικό «Βαθέος γήρατος»

Μου είπε επί λέξει:

Άμα πεθάνω

Πώς θα ζήσω

Χωρίς εσένα;

Όλα μάς ακολουθούν με έναν τρόπο υπαινιχτικό, προσχηματικό – δεν ξεφεύγει κανένας από τα χνάρια του παρελθόντος. Έτσι που το παρόν γίνεται σκλάβος εν προόδω και το μέλλον εν τη γεννέσει. Να πώς μπλέκεται ο χρόνος σε μια μη γραμμική τροχιά.

Σας προτρέπω να διαβάσετε τις δύο ενότητες της συλλογής «Της μοναξιάς» και «Του χρόνου» για να διαπιστώσετε την προοδευτική υπονόμευση του όντος από το ίδιο του δέρμα, τις σκέψεις, τα όνειρα. Ο υπαινιγμός των στίχων γίνεται νυγμός. Δεν υπάρχει μια συναισθηματική ταύτιση, αλλά μια απογύμνωση, μια ποιητική πραγματεία πάνω στο πλήγμα, τη στέρηση, τη φθορά, την εξάντληση και τον ολικό αφανισμό.

Ναι, υπάρχει και μια αποδοχή, μια ισόρροπη συναίνεση που το σώμα παρέχει και το μυαλό αποδέχεται πως έτσι είναι τα πράγματα και όχι αλλιώς. Πώς ότι ζούμε στην εξάντληση θα καταλήξουν. Πώς ότι διαβαίνουμε σε έναν ενταφιασμό θα συγχωνευτούν. Μα, αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου. Αυτή η προοδευτική στέρηση είναι που δίνει στη φύση του μια τραγικότητα σχεδόν μυστηριακή.

Από καρέκλα σε καρέκλα

Περνάει ο χρόνος

Υπάρχει κάτι πιο απογυμνωμένο, κάτι πιο προσφιλές και τόσο πικρά αληθινό από αυτόν το στίχο της Βασιλάκου; Οι κατακερματισμένες στιγμές συγκροτούν έναν βίο που κινείται εντός συγκεκριμένων πλαισίων. Ο άνθρωπος εξεμέτρησε το ζην του και ωστόσο δεν ξέρει αν η περπατησία του επί της γης ήταν αυτή που πραγματικά ήθελε, αν ήταν αυτή που του έπρεπε, αν είχε δικαίωμα να ζητήσει κάτι άλλο από αυτό που του έλαχε και αποδέχθηκε και έσκυψε το κεφάλι συμβιβασμένος.

Ακόμα και όταν έρθει η ώρα που απολογισμού, όπως το κάνει και η Καίτη Βασιλάκου στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, είναι τόσο επισφαλές το αποτέλεσμα που τελικά καθίσταται μια πράξη άνευ ουσίας. Ποια είναι τα πραγματικά συν και ποια τα πλην σε μια προσθαφαίρεση ζωής που καίτοι πεπερασμένη, ουδείς γνωρίζει πότε σώζεται, ποιο κερί σήμερα σβήνει, ποιο τρεμοπαίζει και ποιο κέρδισε λίγο χρόνο παραπάνω.

Πάλι ο χρόνος μπροστά μας – πάντα ο χρόνος μπροστά μας. Να προηγείται, ακόμα και όταν μοιάζει ακίνητος. Να στέκει δίπλα μας φύλακας, αλλά όχι άγγελος, όταν νομίζουμε πως δεν προχώρησε ούτε πόντο και ότι όλα τα ρολόγια –κατά έναν παράδοξο τρόπο- έχουν σταματήσει να λειτουργούν.

Το βραδιάζει αργά είναι ένα απόσταγμα της βιωτής, μια αποθησαύριση δίχως θησαυρό, είναι μια αδρή αποτύπωση φωτογραφίας σε σέπια, ένα προσκύνημα στον λοξία θεό αυτού του κόσμου, διεκδικεί τον έπαινο της εσωτερικής ματιάς με την τραγικότητα που αξίζει στον άνθρωπο.

Είναι τελικά μια θνητή προσευχή που απευθύνεται στον εαυτό μας – τον μοναδικό αυθέντη κριτή της ζωής που ζήσαμε.

Ερώτημα που δεν βρίσκει πειστική απάντηση: Ζήσαμε;

 

 

 vasilakouΗ Καίτη Βασιλάκου γεννήθηκε στα Χανιά. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει μόνιμα στην Αθήνα. Το βιβλίο «Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2008) ήταν η πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα. Έγραψε, επίσης: «Οι πόρτες» (Ιωλκός, 2010), «Ο τέταρτος κλώνος» (Αίολος, 2011), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» (Μανδραγόρος), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε» (Απόπειρα, 2012), «Σιμόν» (Μανδραγόρας, 2014), «Νυχτώνει αργά» (Μανδραγόρας, 2014).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top