Fractal

Διήγημα: «Βαρομετρικό χαμηλό»

Του Κώστα Παπαδομανωλάκη //

 

 

f17

 

Κάθε γράμμα ξεκινάει με μία προσφώνηση. Αλλά εγώ δεν ξέρω πώς να σε πω. Και αυτό, γιατί δεν έχω βρει ακόμα τη λέξη, που να περιγράφει το άπειρο. Τώρα έχω μηδενίσει. Έχω φτάσει σε κάτι ακέραιες ώρες, σε ύψη ανεμοδαρμένα. Ποιά μουσική υπόκρουση να σε συνοδεύει; Έφυγες ή σε έδιωξαν; Το αποφάσισες ή σε ανάγκασαν; Μίλησαν για αυτοκτονία και δεν τους πίστεψα. Έπειτα είπαν πως θα περάσει με τον καιρό κι εγώ πάλι δεν τους πίστεψα.

Μια ζωή έτσι ήσουν. Δεν άντεχες να σε «άγει» και να σε «φέρει» κανείς. Μόνος σου θα τα αποφάσιζες όλα. Από τα πέντε σου κιόλας, όταν ήθελες να φοράς τη μια μέρα τις φούστες της μάνας σου και την άλλη τα κοστούμια του πατέρα σου, μέσα σε όλα τα «όχι» και τα «μη» που άκουγες. Και μετά, ήρθε το σχολείο και μαζί του δεν έφερε την άνοιξη. Από την αρχή είχες καταλάβει ότι δεν ήσουν ίδιος με αυτούς. Κι εκείνοι, θα έκαναν τα πάντα για να σε απομακρύνουν. Ποιός χρειαζόταν, άλλωστε, μια «αποκλίνουσα συμπεριφορά» μέσα στο γενικό χαμό;

«Αποκλίνουσα συμπεριφορά». Αυτή ήταν και η διάγνωση του παιδοψυχολόγου. Η μητέρα είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να τον επισκεφθείτε, την τελευταία φορά που σε είδε πεσμένο στο πάτωμα να τρέμεις σαν το ψάρι, επειδή κάποια παιδιά σε είχαν χτυπήσει με τις κούκλες και τα αυτοκινητάκια σου στο κεφάλι. Ήσουν μόνο 10 και ήδη ήξερες πως ήθελες να φύγεις μακριά. Αργότερα, στο λύκειο, κάποιος σε είπε «πούστη». Μα αυτό δε σε πλήγωσε. Γέλασες και δεν του απάντησες. Το βράδυ σε είχαν καλέσει στο γκει μπαρ της περιοχής και μόνο αυτό σκεφτόσουν. Πήγες γεμάτος περιέργεια για όσα θα συναντούσες εκεί. Εγώ σε είδα να μπαίνεις και να κοιτάς αμήχανα δυο κοπέλες, που φιλιόταν, ή δυο αγόρια, που αγκαλιάζονταν πιο πέρα.

Στο πάρκο, κάπου στα μέσα κάποιου Μάη, άλλη μια επίθεση ήρθε. Αυτή τη φορά αποφάσισες να μου κρατήσεις το χέρι δημοσίως και το πλήρωσες. Σε χτύπησαν, σε έβρισαν κι εσυ στιγμή δεν άφησες την καρδιά μου να νιώσει φόβο. Εκεί, στο νοσοκομείο, μου είπες πως μ’αγαπάς. Και το εννοούσες. Τους αγαπούσες τους ανθρώπους όσο κι αν σου έστριβαν το μαχαίρι στην πληγή μέρα με τη μέρα.

Μας θυμάμαι και στο σπίτι της μητέρας σου, σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Αυτή τη φορά επρόκειτο για μια επίδειξη ανδρείας από κάτι αλάνια της γειτονιάς, που είχαν μαζευτεί απ’ έξω και νόμιζαν ότι θα «κάψουν» τις καρδιές μας, με φωνές και γιουχαϊσματα. Εσύ, με απίστευτο θράσος, με πήρες αγκαλιά, άνοιξες την πόρτα και τους είπες ,« τον βλέπετε καλά; Αυτός είναι ο άνθρωπός μου. Και τώρα αν θέλετε, ελάτε να μας λιντσάρετε». Εκείνοι, φυσικά, σάστισαν. Κι εγώ μαζί τους. Δεν περίμεναν, φαίνεται, μια φυσιολογική αντίδραση από δύο παρά φύσιν πουστάρες, που δεν είχαν τίποτα να χάσουν.

Υπερηφάνεια ή φόβος; Θάρρος ή άμυνα; Ακόμα και τώρα, που μιλάμε, δεν έχω καταλάβει τι σημαίνει αγάπη. Μας μαθαίνουν πως είναι ό,τι σημαντικότερο έχει υπάρξει και ύστερα μας την παίρνουν πίσω, επειδή πάλι κάποιος το αποφάσισε. «Πες μου ποιός είναι αυτός ο κάποιος κι εγώ θα του δείξω εσένα. Να δει τι πάει να πει ευτυχία», μου έλεγες. Κι εγώ γελούσα.

Λοιπόν, τώρα που φτάνουμε στο τέλος, αποφάσισα να μη σου δώσω όνομα. Να είσαι ο κανένας. Ή ο καθένας. Ο καθένας, που δέχεται χτυπήματα από τέτοιους μάγκες. Ο καθένας, που φεύγει για μέρη καινούρια, αναζητώντας τη γαλήνη. Ο καθένας, ακόμα, που κρύβει τις πληγές του από φόβο ή ντροπή. Εσύ, σαν ελεύθερο πνεύμα, δοκίμασες πολλές φορές τα όρια της ψυχής σου. Πάντοτε αναρωτιόσουν γιατί πρέπει να καλούμαστε να αποδείξουμε ότι είμαστε υπερήφανοι ο ένας για τον άλλον. Θύμωνες όταν συνειδητοποιούσες ότι δε μας επιτρέπουν να είμαστε ελεύθεροι και αυτό σε όριζε. Κάποια στιγμή, απλώς δεν το άντεξες. Άνοιξες τα φτερά σου και πέταξες. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς να μοιάζει άραγε ο κόσμος για σένα, τώρα που χαμογελάς. Άλλοτε πάλι σκέφτομαι πως αναίμακτα δε μπαίνεις στον παράδεισο. Μα, μην ανησυχείς. Ακούς τον κρότο από τα ποδοβολητά μας; Ερχόμαστε. Και αυτό είναι υπόσχεση.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top