Fractal

«Τα βιβλία είναι ό,τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας» – Η ανάγνωση ως τρόπος επιβίωσης

Γράφει η Ελένη Γκίκα // *

 

Βαρλάμ Σαλάμοφ «Οι βιβλιοθήκες μου». Μετάφραση από τα ρωσικά: Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ. Εκδ. «Άγρα», σελ. 55 (και φωτογραφικό υλικό)

 

αρχείο λήψης (1)

 

«Μερικοί αγαπούν τα βιβλία σαν να ήταν άνθρωποι: τα συναντούν, τους γοητεύουν και τους απογοητεύουν, τα αποχωρίζονται, τα χαϊδεύουν, τα πετούν, τα ξεχνούν, τα ξαναβρίσκουν, τα αποκτούν και τα χάνουν.Αν η ζωή τους εμποδίσει να τα συλλέξουν και να τα κλείσουν στη φυλακή μιας βιβλιοθήκης, θα βρουν άλλους τρόπους να τα πλησιάσουν και μερικές φορές να τα πάρουν μαζί τους. Ακόμη και στα όνειρά τους»

 

αρχείο λήψηςΟι βιβλιοθήκες του Βαρλάμ Σαλάμοφ ή Η ανάγνωση ως τρόπος επιβίωσης, αποτελεί- παρά την κρυστάλλινη διαύγεια- ωστόσο αναγνωστικό γρίφο. Και όπως και οτιδήποτε του Σαλάμοφ, εκδοτικό γεγονός. «Οι ιστορίες από την Κολιμά» που εκδόθηκαν πριν από δυο χρόνια από την «Ίνδικτο» μας γνώρισαν ένα τεράστιο συγγραφέα ο οποίος άγγιξε αφηγηματικά την τελειότητα παρά την σπαραγμένη προσωπική του ζωή. Ένας άλλος Σαλάμοφ (1907- 1982), εντούτοις, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, «Ιδού λοιπόν και ο Σαλάμοφ ο αναγνώστης, ο εραστής των βιβλίων στους τόπους της εξορίας».

Στις μόλις 55 σελίδες όλη η αναγνωστική του λαχτάρα, τα βιβλία σαν απρόσμενες λυτρωτικές συναντήσεις, οι ιστορίες σαν ζωντανοί οργανισμοί και οι βιβλιοθήκες, οι θησαυροί των φυλακών. Με τα αριστουργήματα να επιβιώνουν «κατά λάθος», με αναγνωστικές τεχνικές κι απολαύσεις που μπορεί μόνον έτσι, μονάχα λαθραία και ενοχικά να ανθίσουν και να ριζώσουν, ν’ αναπτυχθούν. Με εκείνες τις νοερές βιβλιοθήκες που επιζούν, τελικά, από κάθε χαμό: «Η ανάγνωση στη φυλακή έχει τις ιδιαιτερότητές της. Εκεί, τίποτα δεν απομνημονεύεται’ όλη η προσοχή, όλη η δύναμη του μυαλού συγκεντρώνεται στις ανακρίσεις, στις ομολογίες, στην ψυχολογική εξοικείωση με τη ζωή στη φυλακή, με τους συγκρατούμενους, με τα αφεντικά…» θα εξομολογηθεί αναγνωρίζοντας ότι «τα βιβλία είναι ο κόσμος εκείνος που ποτέ δεν μας προδίδει» και θα μας παραδώσει την δική του αλλόκοτη αιώνια συλλογή, εκείνος ο οποίος όπως θα καταλήξει «λυπάμαι, που ποτέ δεν είχα τη δική μου βιβλιοθήκη», θα ξεφυλλίσει, εν τούτοις, για μας όλα τα βιβλία, δηλαδή, το Βιβλίο της Ζωής: «Κάνουμε και λάθη με τα βιβλία. Διαβάζουμε χιλιάδες σελίδες που δεν αξίζουν τον χρόνο που ξοδέψαμε. Τα βιβλία είναι ζωντανοί οργανισμοί. Μπορεί να μας απογοητεύουν, μπορεί να μας γεμίσουν χαρά. Στη ζωή του κάθε μορφωμένου ανθρώπου υπάρχει ένα βιβλίο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μοίρα του». Και θα μας αποδείξει πως άλλο «καταναλώνω» κι άλλο «διαβάζω», άλλο «συλλέγω» κι άλλο «αυτά –εδώ-είναι-η –δική μου» υπαρκτή ή ανύπαρκτη βιβλιοθήκη. Με κρυστάλλινη γλώσσα, λιτή, σπαρακτική, ανοίγοντας με το δικό του κλειδί αναγνωστικούς θησαυρούς: για την «Ιππεύτρια των κυμάτων» «το καλύτερο βιβλίο του Γκριν, για την «Νεότητα του βασιλιά Ερρίκου Δ» του Χάινριχ Μανν, για «τα βιβλία που ξαναγυρίζουν» σε εκείνον, τους βιβλιοθηκάριους που ο Μαγιακόφσκι θεωρούσε «τους πιο ενεργούς εκπροσώπους της έλλειψης πολιτισμού και μόρφωσης, ανθρώπους που δεν διαβάζουν, δεν αγαπούν τα βιβλία, δεν αγαπούν την ποίηση». Για την «εξαιρετική βιβλιοθήκη του Καράγιεφ», για «τα βιβλία της μόδας» και τα βιβλία της ζωής.

«Τα βιβλία είναι ό,τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας», γράφει και τον πιστεύω. Σε ένα βιβλίο που σε ξεδιψά και αναγνωστικά σε διψά ταυτοχρόνως. Το μαθαίνεις απέξω και σε μαθαίνει να ξαναδιαβάζεις ό,τι αξίζει, ό,τι σε έχει κάνει, εντέλει, να είσαι εσύ.

 

Για την ιστορία και μόνο:

 

αρχείο λήψης (2)

 

«Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ γεννήθηκε το 1907 στο Βόλογκντα. Ήταν δέκα χρονών όταν έγινε η Επανάσταση του 1017. Δεν μπορούσε να κάνει ανώτερες σπουδές στη γενέτειρά του γιατί ήταν γιος κληρικού. Έτσι, έφυγε για τη Μόσχα το 1932 και πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις Νομικής στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας. Δούλεψε σ’ ένα βυρσοδεψείο για να πληρώσει τις σπουδές του.

Τον συνέλαβαν πρώτη φορά το 1929 γιατί πήρε μέρος σε δράσεις ενάντια στον Στάλιν και τον έστειλαν στη φυλακή του Βισέρα, υποκατάστημα του «Στρατοπέδου ειδικού προορισμού» Σολόβκι. Ελεύθερος το 1931, επέστρεψε στη Μόσχα, όπου εργάστηκε σαν δημοσιογράφος και δημοσίευσε μερικά αφηγήματα, ώσπου τον συνέλαβαν και πάλι το 1937 «για την αντεπαναστατική δράση του». Αυτή τη φορά καταδικάστηκε σε δεκαεπταετή φυλάκιση. Έπειτα από μερικά χρόνια καταναγκαστικής εργασίας στα χρυσορυχεία της Κολυμά, κατέληξε βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο, όπου στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε ως βοηθός γιατρού, πράγμα που του επέτρεψε να εργαστεί στην υπηρεσία υποδοχής του νοσοκομείου για κρατουμένους.

Ελεύθερος το 1951, παρέμεινε ακόμη υπό περιορισμό στο Βορρά για άλλα δύο χρόνια. Το 1953 μετά τον θάνατο του Στάλιν, του επιτράπηκε να αφήσει την Κολυμά, αλλά δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Μόσχα. Έτσι βρήκε δουλειά στην περιοχή του Καλίνιν, διακόσια χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα.Μόνο μετά το 1956 και το 20ο Συνέδριο, στο οποίο καταδικάστηκε η λατρεία του Στάλιν, αποφυλακίστηκε επιτέλους και ξαναγύρισε για να ζήσει στη Μόσχα.Πέθανε το 1982 σε ψυχιατρική κλινική, χωρίς να έχει δημοσιεύσει στη χώρα του παρά μόνο μερικές ποιητικές συλλογές κυρίως.Το πιο σημαντικό έργο του, Οι ιστορίες από την Κολυμά, εκδόθηκε στη Ρωσία μόνο στο τέλος της δεκαετίας του ’80».

Sophie Benech, από τον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου. Και επειδή «οι δικές του βιβλιοθήκες» έτσι αποκτούν άλλη δυναμική.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top