Fractal

Διήγημα: «Κόκκινο χώμα»

Της Βάνιας Ζαφειροπούλου // *

 

f17

 

Το τσάι πάγωνε στο φλυτζάνι μπροστά του, πως του ήρθε να πάρει τσάι, το χρώμα του ήδη σκούραινε. Τα μάτια του ακίνητα βυθίζονταν στο γκρίζο φως πίσω από το τζάμι της καφετέριας.

Την έχασες. Και τώρα θα μείνεις για πάντα εδώ. Τα είχε προβλέψει όλα, ήταν πιο διορατική. Αισθανόταν φυλακισμένη στο μισόκτιστο εξοχικό στο πουθενά, ήταν όμωςτο μόνο που είχατε για να μπορείτε να είστε μόνοι, απομακρυσμένοι. Τα ζεστά καλοκαίρια δεν βρίσκατε παρηγοριά ούτε στο νερό της θάλασσας, μαύρο, χλιαρό και βρώμικο. Κάποιοι συνταξιούχοι ακούγονταν πάντα να μιλούν από τα βαθειά, τα σκουφάκια και τα καπελάκια τους μιλούσαν μάλλον παρά τα πρόσωπά τους. Κάποια στιγμή όλα της έδωσαν στα νεύρα. Το χώμα της περιοχής παντού κόκκινο κι ακατάλληλο για όποια χρήση, όταν έριχνε μάλιστα καμιά ξαφνική μπόρα η κόκκινη λασπουριά που κολλούσε και χωνόταν παντού ήταν μια κόλαση. Σε μια τέτοια μπόρα ήταν που την έβαλες να σπρώχνει από πίσω τ΄αμάξι για να πάρει τον ανήφορο, ώσπου την έχασες από το καθρεφτάκι, βούλιαξε και βούτηξε μπροστά. Μια μέρα γελούσες, γέλιο ανάμικτο με κοροιδία.

Η καθημερινότητα κι η απογοήτευση σας έφτασαν ως εδώ. Οι σύντροφοι σε μια σχέση σταδιακά αλληλοεξοντώνονται, το θέμα είναι ποιος θα καταστραφεί πρώτος.

Ο καθένας το βιολί του. Το δικό της μέσο για να σε πιέζει ήταν οι νευρικές κρίσεις, έτσι μόνο κατάφερνε να σ΄έχει του χεριού της. Μέχρι που σήκωσε χέρι να σε χτυπήσει κάποτε, αλλά παρέμεινες ακίνητος, κατάπληκτος.

Τον πρώτο καιρό ζούσατε μεθυσμένοι. Ήθελες να κοιμάσαι πλάι της, να κρατάς το χέρι της, να βγαίνετε για φαγητό και να μη σε νοιάζει που θα τρώει απ΄το δικό σου πιάτο, να βλέπετε ωραίες κι απαίσιες ταινίες, να την φωτογραφίζεις την ώρα που κοιμάται. Να τη θέλεις το πρωί αλλά να την αφήνεις να κοιμηθεί λίγο ακόμα, να φιλάς την πλάτη της, να την κρατάς σφικτά όταν πονούσε, να την πλακώνεις και να την πνίγεις τις νύχτες και να ξεπαγιάζεις όταν σου τραβούσε το σεντόνι.

Τρελαινόσουν όταν αργούσε στις βόλτες της και ξαφνιαζόσουν όταν γύριζε νωρίτερα.

Της μιλούσες για ότι χειρότερο είχες μέσα σου και έλεγες την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν το ήθελες. Σου άρεσε όταν κάνατε έρωτα στις τρεις το πρωί. Πίνατε πολύ, καπνίζατε και μυστήριες ουσίες, άγνωστες γι΄αυτήν, καμάρωνες που μάθαινε από σένα.

Μετά μια αόριστη ανησυχία άρχισε να σε ζώνει αργά μα σταθερά. Ούτε να φανταστείς δεν μπορούσες το τέλος κι έτσι το κάλεσες εσύ, να το προλάβεις, να μη σε προλάβει και σ΄αιφνιδιάσει. Άρχισες να εξαφανίζεσαι χωρίς αιτία, για λίγο στην αρχή πιο πολύ αργότερα και τύλιγες με μυστήριο το που βρισκόσουν, ήθελες να νομίζει διάφορα. Ένα σωρό μπίρες κατέβαζες, παραμιλούσες στο γυρισμό, άφηνες να εννοηθούν τυχόν άγνωστες κραιπάλες αν και τόσο ανύπαρκτες. Σου φαινόταν πως ζούσες σε διαρκή αυταπάτη, άρχισαν τα πάντα να αποπνέουν οσμή διάλυσης όλα βοούσαν την καταστροφή.

Όταν έφυγε, το σπίτι έρημο, μόνο η ερημιά χτυπούσε τους τοίχους του. Το τίποτα κι η γνώση του λάθους και της ενοχής σου που δεν έτρεξες να την αγκαλιάσεις, επειδή προτίμησες να ζήσεις μόνος σου κι όχι να καείς μαζί της. Οι κοινοί γνωστοί σε κρίνουν μα πάει πολύς καιρός από τότε που η άποψη των άλλων μπορούσε να σε αγγίξει, αλλά και τίποτα δεν μπορεί πια να σε πληγώσει. Ελπίζεις μόνο πως κάποτε το μισοκτισμένο σπιτάκι θα πέσει και θα σε θάψει στα συντρίμμια του και τότε θα ησυχάσεις. Τώρα κάθε γωνιά του μισοφτιαγμένη και σκονισμένη δείχνει την αληθινή του όψη που κρυβόταν με την παρουσία της. Παλιές κουρελούδες που χωρίζουν τους χώρους, σαμιαμίδια που σε κοιτούν από κάθε πλαινό τοίχο που δεν συναντά σωστά την οροφή, ζωύφια της ζέστης και της υγρασίας που μάλλον περνούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια σας ενώ εσείς ταξιδεύατε αγκαλιασμένοι. Κι εντομοαπωθητικά κάθε είδους και μυρωδιάς που μόνον χρησμούς δεν ψελλίζεις έτσι που τα εισπνέεις νυχθημερόν.

Όταν συμβεί και το σπίτι αυτό πέσει κάποια στιγμή πάνω σου, δεν θέλεις να σε μετακινήσουν, να μην πειράξουν τίποτα, ούτε το παραμικρό κομμάτι σκόνης. Θέλεις να σ΄αφήσουν έτσι, με το σπίτι πάνω σου και να σε ξεχάσουν.

Όση ώρα συλλογιζόταν μια δυνατή βροχή που μετέφερε άμμο της ερήμου και είχε ξεκινήσει διστακτικά, τώρα είχε πια ξεπλύνει το πεζοδρόμιο μπρος από το τζάμι του και ελάχιστες στάλες ακόμα σήμαιναν το τέλος της. Μια φωτεινή λωρίδα στο δάπεδο κοντά του φανέρωσε και το πιθανό άνοιγμα του ορίζοντα. Τότε την είδε, την είδε στο δρόμο να έρχεται προς το μέρος του με γρήγορο βηματισμό. Του φάνηκε πως του χαμογελούσε, τα μαλλιά της υγρά απ΄τη βροχή.

 

 

* Η Βάνια Ζαφειροπούλου γεννήθηκε το 1957. Το 1983 πήρε πτυχίο αρχ/κής από το Α.Π.Θ. Εργάστηκε σαν αρχιτέκτονας για 28 χρόνια στα υπουργεία Εσωτερικών και Περιβάλλοντος. Μετά την (πρόωρη) συνταξιοδότησή της παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Ianos και κυρίως Πατάκη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top