Fractal

Απόπειρα σκιαγράφησης και παρουσίασης του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

van_1

Καταγόμαστε από την ίδια πόλη. Εκείνος, μικρότερός μου, προτίμησε μετά από τις ακαδημαϊκές του σπουδές να γυρίσει κάποτε, να εργαστεί και να ζήσει, πίσω στα γενέθλια χώματα, σε αντίθεση με εμένα που μάλλον για διάφορους και πολυποίκιλους λόγους, δεν τα κατάφερα. Πιθανότατα εκείνος να το επιδίωξε, ίσως να έγινε εντελώς τυχαία. Έτσι αναγκαστικά γνωριστήκαμε πολύ αργότερα, εντελώς τυχαία, στην αρχή, περισσότερο μέσα από τα πανίσχυρα μέσα (αντι;) κοινωνικής (απο;) δικτύωσης των ημερών μας. Μέσα από κάτι δημοσιεύσεις και αναρτήσεις δικές του και δικές μου, τις οποίες όλοι αναρτούμε σε αυτά, σήμερα, περισσότερο για να δείξουμε ότι βρίσκονται δημοσιευμένες κάπου αλλού, σε μια προσπάθεια παρουσίασης, έστω διαφήμισης με έναν κάπως, ομολογουμένως, όχι και τόσο όμορφο και κομψό τρόπο. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή, νόμιζα ότι ασχολείται με την ποίηση, είναι ένας καινούργιος ποιητής χαμηλών τόνων, ‘χαμένος’ στο πλημμυρισμένο θεσσαλικό κάμπο, μη γνωρίζοντας ότι πίσω του βρίσκεται ένα μεγάλο και σεβαστό σώμα εκείνης της μυστήριας μικρής φόρμας, του μικρού διηγήματος, που στη διάρκεια ανάγνωσής του έλκει τον αναγνώστη με ένα ερωτηματικό που περισσότερο αποσκοπεί στο να μάθει από που αρχίζει και που θέλει να καταλήξει ο συγγραφέας, αλλά που πολύ γρήγορα, στο τέλος που έρχεται σύντομα, μερικές φορές αθόρυβα, άλλες σαν εκρηκτικό ξέσπασμα, αφήνει μια στυφή περίεργη πίκρα στο βάθος του μυαλού αναμεμιγμένη με νοσταλγία και, μοιρολατρική μήπως, καταγραφή ανίκανων καταστάσεων. Κάποιες μνήμες τελικά, ίσως μια υφέρπουσα νοσταλγία για μερικά πράγματα που έφυγαν οριστικά από τη ζωή μας, πρόσωπα που μας εγκατέλειπαν ή τα εγκαταλείπαμε με οποιαδήποτε έννοια ή τρόπο κι αν έγινε αυτό, καταστάσεις που φέρνουν στο νου άλλα μέρη, αγαπημένα και όχι, ανθρώπους που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν ή πρόκειται να εγκολπωθούν αμετάκλητα στη μνήμη μας, έρχονται στα κείμενά του ξαφνικά με το παραμικρό ξέσπασμα και φύσημα κάποιων γλυκών και ευχάριστων ανέμων της μνήμης και της νοσταλγίας, δρομολογώντας ανεξέλεγκτα, αλλά άκρως ευγενικά συναισθήματα.

 

Το Βαρούσι, η παλιά πόλη των Τρικκάλων.

Το Βαρούσι, η παλιά πόλη των Τρικκάλων.

 

‘… Ύστερα μεταθέσεις, αποχαιρετισμοί σε σταθμούς, και βουρκωμένα μάτια. Κάθομαι τώρα εδώ, την ώρα που αποσύρεται το φως, στην καμπή αυτού του δρόμου και αναπολώ. Σ’ άλλο τόπο εσύ, σ’ άλλο εγώ. Στο ορεινό χωριό τα παιδιά παίζουν μπάλα ακόμα. Οι σερβιτόροι καθαρίζουν τα τραπέζια και τοποθετούν τις καρέκλες γύρω τους…’, τελειώνει το διήγημα ‘Στα μέρη της καρδιάς’ της συλλογής ‘Διηγήματα για το τέλος της μέρας’. Και κάπου αλλού, μέσα στην ίδια συλλογή, ‘… Δεν ξέρω γιατί, αλλά τις μνήμες σου κατάφερνες πάντα να τις κάνεις μνήμες μου… Έπειτα οι δικοί σου έρωτες. Η στέρηση και τα βάσανα στο Πανεπιστήμιο. Οι αταξίες που μπάλωνες με το απατεώνικο βλέμμα και τη θρακιώτικη τσαχπινιά σου. Ιστορίες που κυλούσαν μέσα σου όπως κυλά ο Έβρος τα νερά του, πλανόδιες σαν τα τσαντίρια των τσιγγάνων που μ’ έκανες βαθιά ν’ αγαπήσω…’.

Συναντηθήκαμε πολλές φορές, όλες όμως στη γενέθλια πόλη μας. Πάντα αποχαιρετιζόμασταν με κάποιο τρόπο σαν να λέγαμε ή μάλλον χωρίς να λέμε τίποτα μεγάλο ή εντυπωσιακό, αλλά στην πραγματικότητα πολλά. Και για πολλά. Ίσως είχε δίκιο όταν στον πρόλογο της δεύτερης συλλογής διηγημάτων του (Η θεωρία των χαρταετών), έγραφε: ‘…Οι μεγαλύτερες εκμυστηρεύσεις των ανθρώπων, τα πιο σπουδαία πράγματα ανακοινώνονται λίγο πριν φύγουν. Τη στιγμή που δύο φίλοι είναι όρθιοι στην πόρτα για να αποχαιρετισθούν. Ή, όταν έρχεται η ώρα του αποχαιρετισμού, γιατί το καλοκαίρι τελειώνει, για δύο ντροπαλούς ερωτευμένους, που δεν τόλμησαν αν εκφράσουν όσα ένοιωθαν. Η πίεση της φυγής και του χωρισμού σπάζει το φραγμό της αντίστασης, η ψυχή λύνεται και εξομολογείται τα πιο βαθιά πράγματα. Με τον τρόπο αυτό αφηγούμαι τις ιστορίες μου. Σαν να ανοίγει κάποιος την καρδιά στο τέλος της επίσκεψης…’!

Προσπάθησα να τον κάνω να μου ανοίξει τη δική του καρδιά, όσες φορές βρεθήκαμε κάτω από το Φρούριο των Τρικκάλων, σε μια περιοχή πανέμορφη γεμάτη γουστόζικα καφέ, παραδοσιακές ταβέρνες και μικρά συμπαθητικά εστιατόρια που αποπνέουν τον αέρα μιας άλλης μακρινής δεκαετίας. Μεσημέρι και μερικές φορές βράδια. Εκείνος ερχόταν πάντα με το ποδήλατο, κάτι συνηθισμένο για τους κατοίκους της πόλης, εγώ αντίθετα περπατώντας σε μια προσπάθεια να δω τι ακριβώς έγινε, τι μεσολάβησε τα χρόνια, μάλλον τις δεκαετίες που βρίσκομαι μακριά απ’ εδώ. Προσπαθώντας να μάθω πιθανές καινούργιες νοοτροπίες και τρόπους του ζην και του σκέπτεσθαι, περισσότερο, σε μια επαρχιακή πόλη που κι αυτή μαστίζεται, δεν ξέρω σε ποιο βαθμό ακριβώς, από τη γενικότερη οικονομική κατάρρευση. Ίσως πολιτιστική, κοινωνική, ή και πολιτική, καλύτερα και σωστότερα! Αλλά, για να είμαι αφόρητα ειλικρινής, είχα μάθει, όμως, είχα πάρει το μάθημά μου τόσα χρόνια, δεκαετίες πια. Πολλές μάλιστα! Είχα ενστερνισθεί τις προτροπές του Δημήτρη Μίγγα, μου το είχε κάνει τεχνηέντως κτήμα μου, άθελά του βέβαια, ότι όπως κι η δική του, έτσι κι η δική μου, εκείνη η πόλη, ‘… υπάρχει όπως ακριβώς την ήξερες, ωστόσο κρύβεται από σένα. Σου γυρνά την πλάτη, μα την ίδια ώρα εξακολουθεί να σφραγίζει τη ζωή κάποιων άλλων, συντηρώντας το μύθο της. Όποιος, όμως, κάνει το λάθος και ξαναγυρίσει για να συνεχίσει τη ζωή που άφησε, εκείνη θα τον διώξει…’!

 

Όμορφα βαμμένα σπίτια στα παλιά Τρίκκαλα.

Όμορφα βαμμένα σπίτια στα παλιά Τρίκκαλα.

 

-Κύριε Βαναργιώτη, θα ήθελα να σας ρωτήσω πως είναι να ζεις στο γενέθλιο τόπο, ποια είναι τα ουσιαστικότερα πλεονεκτήματα αυτής της επιλογής, εκεί που αντικρίσατε το πρώτο φως; Δίπλα στους συγγενείς, τους παιδικούς φίλους, τους πολύ γνωστούς για πολλά χρόνια; Τι νομίζετε ότι κερδίζετε, αλλά εξίσου με ενδιαφέρει τι πιστεύετε ότι χάνετε ταυτόχρονα, εκείνο το ‘κάτι άλλο’, αν μένατε σε μια, ας την ονομάσουμε, ξένη και μακρινή πόλη.

Καλησπέρα, κύριε Σχορετσανίτη. Σας ευχαριστώ εκ προοιμίου γι’ αυτή την συνέντευξη. Πράγματι στα Τρίκαλα γεννήθηκα, αλλά ο πατέρας και η μητέρα μου καταγόταν από τα χωριά της Καρδίτσας. Έτσι λίγους συγγενείς έχω εδώ. Φίλους έχω αρκετούς αλλά κυρίως της εφηβείας γιατί τα πρώτα παιδικά χρόνια τα πέρασα στην Κρήτη και στον Δομοκό Φθιώτιδας, λόγω μεταθέσεων του πατέρα. Κατά τα άλλα τα Τρίκαλα είναι μια πολύ όμορφη επαρχιακή πόλη, φιλόξενη και υγρή. Η υγρασία του Ληθαίου που τη διασχίζει διαποτίζει όλη τη ζωή της. Τα χρόνια που έζησα εδώ ως παιδί έχουν περάσει μέσα μου. Όπου κι αν πάω, όταν επιστρέφω, νιώθω το οικείο στην ατμόσφαιρα της πόλης. Μου αρέσει να χάνομαι στους δρόμους της ειδικά τα βράδια και πολύ περισσότερο περιπατητικά να ξεστρατίζω και να βρίσκομαι στο Βαρούσι, στην παλιότερη συνοικία των Τρικάλων κάτω από το φρούριο, με τα όμορφα παραδοσιακά σπίτια και τα σαχνισιά που με μεταφέρουν σε άλλες εποχές. Εκεί, δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας Επίσκεψης βρίσκεται και το τέταρτο δημοτικό όπου τελείωσα την τελευταία τάξη, όταν επανήλθαμε από τον Δομοκό, ένα πέτρινο πανέμορφο κτίριο. Άλλοτε πάλι κατευθύνομαι στα κοντινά χωριά. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι ζώντας στην πόλη, γεμίζει η ψυχή μου χρώματα, μυρωδιές και μνήμες. Βέβαια η ασφάλεια που παρέχει, η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, η συνήθεια και η έλλειψη αφορμών ανανέωσης μπορούν στη μικρή πόλη να οδηγήσουν σε τέλμα και θέλουν προσοχή.

 

-Έχετε ζήσει γνωρίζω και σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της Ελλάδας. Ήταν προσωπική επιλογή σας, αυτή, ή έγινε μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των μεταθέσεων που γίνονται αρκετά συχνά, θα έλεγα, στο επάγγελμά σας.

Μπήκα στη δημόσια εκπαίδευση το ’97, περίοδο κατά την οποία είχε γίνει αρκετά δύσκολη η μετάθεση στα Τρίκαλα. Διορίστηκα στο Λουτράκι. Στη συνέχεια έζησα δέκα χρόνια σε διάφορα χωριά της Βοιωτίας και κατόπιν εργάστηκα πέντε χρόνια στο Φανάρι της Καρδίτσας, σε ένα πανέμορφο Γυμνάσιο με ιστορία. Τα αρχεία του σχολείου ξεκινούσαν μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Με συνέδεαν και προσωπικοί λόγοι με αυτό το μέρος. Το Φανάρι δεσπόζει στο λόφο πάνω από τα χωριά της Καρδίτσας. Πολλοί συγγενείς μου τα δύσκολα χρόνια μεταπολεμικά χρόνια περπατούσαν ώρες για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Δυστυχώς, παρ’ όλη την ιστορικότητα του τόπου, τα χρόνια της κρίσης ανάλγητες πολιτικές και πολιτικοί τεχνοκράτες, χωρίς την ευαισθησία της μνήμης το έκλεισαν εκείνο το όμορφο σχολείο. Τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζομαι στα σχολεία των Τρικάλων.

 

-Πόσο σας επηρέασε, κυρίως, στο περιεχόμενο των κειμένων σας, η παραμονή σας εκεί;

Η παραμονή μου σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας από τα πρώτα παιδικά χρόνια και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής μου θητείας υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Αφενός μου γέννησε μια αίσθηση ξεριζωμού και με συνέδεσε με την παράδοση του νόστου που είναι έντονη στα λογοτεχνικά μας κείμενα από την Οδύσσεια και μετά. Αισθάνομαι ότι διαρκώς επιστρέφω σε μια πατρίδα. Ότι αναζητώ ως άλλος Αδάμ τον χαμένο Παράδεισο. Κουβαλάω μέσα μου την τραγικότητα της μετακόμισης πάνω σε μια καρότσα φορτηγού με τα πράγματα, γιατί μπροστά δεν χωρούσε όλη η οικογένεια. Και παρόλο που τα τελευταία χρόνια είμαι πια στην γενέτειρα, ωστόσο δεν ένιωσα ακόμη ότι έχω φτάσει. Τα χρόνια που ζω εδώ προσπαθώ να βρω τα σχοινιά, τους δρόμους και να συνδεθώ με το χθες. Από την άλλη, η ανάγκη προσαρμογής σε νέα περιβάλλοντα με πλούτισε με εμπειρίες, παρακολούθησα ως ξένος συνήθειες και νοοτροπίες. Έγινα πιο ευρύχωρος. Δύσκολες οι ώρες όμως της προσαρμογής, συχνά μοναχικές και πονεμένες, ωστόσο για τον ίδιο λόγο δημιουργικές. Στο Κυριάκι Βοιωτίας ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο με τον τίτλο «Διηγήματα για το τέλος της μέρας». Την ώρα που έπεφτε το φως κι ερχόταν το σκοτάδι μαζί με το χειμωνιάτικο κρύο στο ορεινό εκείνο χωριό, κλεισμένος στο σπίτι χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις λόγω του προσωρινού… αναζητούσα στις μνήμες μου τη ζεστασιά και την παραμυθία και έγραφα για να νιώσω όμορφα. Επίσης στα μέρη εκείνα, συνήψα ισχυρούς δεσμούς φιλίας με συναδέλφους που ακολουθούσαμε την ίδια μοίρα. Μία εξ αυτών, η θεολόγος Σουλτάνα Γκαργκάνα, άνθρωπος βαθιάς καλλιέργειας και έμπειρη στα λογοτεχνικά, με βοήθησε να εμβαθύνω στο διήγημα και με ενθάρρυνε να στείλω τα πρώτα μου γραπτά σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

-Οπωσδήποτε γνωρίζετε καλά τη σημασία της εκπαίδευσης για τις νέες γενιές. Ξέρετε ότι πολλοί σοβαροί άνθρωποι προτιμούν, αν είχαν να διαλέξουν υποχρεωτικά μεταξύ των δύο, καλύτερο σύστημα εκπαίδευσης, παρά υγείας; Τι θα μπορούσατε να μας σχολιάσετε επ’ αυτού;

Η υγεία είναι σημαντικότατη χωρίς αμφιβολία. Απλώς, η σωστή εκπαίδευση μπορεί να βελτιώσει και την υγεία, τόσο σε θέματα πρόληψης των ασθενειών όσο και στέλνοντας στα πανεπιστήμια και στην ιατρική σχολή ανθρώπους πιο ώριμους για την κοινωνική συνύπαρξη και προσφορά. Η καλλιέργεια είναι ανάγκη όλων μας και βοηθά στην δημιουργία υπεύθυνων ανθρώπων.

 

-Όλα τα χρόνια που διδάσκετε σίγουρα δώσατε πολλά από την ψυχή σας στους μικρούς μαθητές και τους εφήβους. Τι πιστεύετε, αλήθεια, ότι σας κληρονόμησαν αναπόφευκτα εκείνοι με τη σειρά τους;

Θα αναφερθώ σε έναν στίχο της ποιήτριας Τασούλας Καραγεωργίου: «Γηράσκω αεί διδάσκοντας αυτούς που μένουν πάντα νέοι». Η συναναστροφή με νέους ανθρώπους μας ανανεώνει κι εμάς. Μας προσθέτουν τη δική τους ευαισθησία και ματιά στην ερμηνεία του κόσμου και των πραγμάτων. Προσπαθώ να μάθω μέσω των μαθητών τα νέα μουσικά ρεύματα κυρίως τη Ραπ, η οποία έχει πολλά στοιχεία ποίησης στους στίχους. Πολύ περισσότερο όμως μέσα από την προσπάθειά τους να κατακτήσουν τη ζωή, με πόθο και με πάθος που έλεγε κι ο Σεφέρης, εμπνέομαι, δεν χάνω την ελπίδα μου στον άνθρωπο. Ειδικά τα χρόνια της κρίσης, τα νέα παιδιά με την αισιόδοξη στάση τους στα δύσκολα, την αθωότητα και την αγάπη τους, χωρίς να το γνωρίζουν, με στήριξαν και με στηρίζουν. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

 

-Και αυτονόητα και αυθόρμητα έρχεται το ερώτημα αν και κατά πόσο σας επηρεάζουν στη συγγραφή των κειμένων σας…

Από την παραπάνω απάντηση είναι σαφές ότι με επηρεάζουν πολύ και ουσιαστικά. Είναι ένα φίλτρο, ένα άνοιγμα, για να βλέπω τον κόσμο αλλιώς.

 

-Γνωρίζω ότι παρά την διαφαινόμενη εμπλοκή σας με το διήγημα, στην πραγματικότητα ασχολείστε περισσότερο με την ποίηση. Η ποίηση προηγήθηκε του πεζού σας λόγου, ή ήρθαν και τα δύο μαζί; Τι έγινε τελικά ή καλύτερα τι γίνεται τα βράδια ‘στο τέλος της μέρας’ όπως λέτε στον τίτλο της πρώτης σας συλλογής; Κι αν θεωρήσουμε το επάγγελμά σας ως τη νόμιμη σύζυγό σας, θεωρείτε την ποίηση, για να το πω κάπως διαφορετικά, ελκυστικότερη ερωμένη από τον πεζό λόγο, ή τις εναλλάσσετε κατά το δοκούν ή ακριβέστερα κατά τις όποιες πνευματικές και λογοτεχνικές επιθυμίες της στιγμής;

Ποιήματα έγραφα από μικρός. Την ποίηση την αγαπούσα πάντα. Ως έφηβος πήγαινα στη δημοτική βιβλιοθήκη τα καλοκαίρια και διάβαζα σε κάτι κιτρινισμένα βιβλία που με συγκινούσαν γιατί ήταν και έκτυπη η φθορά τους, σαν να κουβαλούσαν τα χρόνια που πέρασαν, ποιήματα. Είχα διαβάσει ολόκληρο τον Κρυστάλλη αλλά και μεταφράσεις ξένων ποιημάτων από τον Καρυωτάκη. Η καρυωτακική θλίψη με άγγιζε πολύ τότε, λόγω εφηβείας και γιατί είχα χάσει και τον πατέρα μου. Από ένα ποίημα θυμάμαι ακόμη λίγους στίχους.

 

Επίλογος:

 «Φθινόπωρο είναι, βρέχει, νά, και ο χρόνος όλο σβήνει! Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική, που μόνο εσέ θα σκέφτομαι πεθαίνοντας, σεμνή προσπάθεια: να περάσουμε, και το Έργο μας να μείνει…». Είναι από (το γαλλικό του Georges Rodenbach).

 

Δεν μπορώ όμως να διαχωρίσω την ποίηση από την πεζογραφία. Και στην πεζογραφία γράφω συνήθως μικρά διηγήματα με πολλά ποιητικά στοιχεία.

 

-Τελικά ο συγγραφέας γίνεται ή γεννιέται; Κι εσείς είστε ποιητής ή πεζογράφος;

Ο συγγραφέας γεννιέται. Κάποιο τραύμα, κάποια έλλειψη, κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία οδηγούν στην αναζήτηση της έκφρασης μέσω της γραφής. Στη διαδρομή όμως, όπως κάθε σημαντικό που συμβαίνει γύρω μας, χρειάζεται μια ισχυρή αφορμή ώστε να υπάρξει το πέρασμα από τη γραφή για προσωπική χρήση στην δημόσια εξομολόγηση και έκθεση. Ωστόσο θα ήθελα να πω ότι τα τόσα χρόνια που διαβάζω ποίηση και πεζογραφία δεν έχω κατανοήσει τι κάνει κάποιον ποιητή και πεζογράφο και ποιος δεν είναι. Διαισθητικά το προσεγγίζω. Δεν νιώθω λοιπόν ούτε ποιητής ούτε πεζογράφος. Απλώς βρήκα έναν τρόπο να διοχετεύω την πλημμυρίδα της ψυχής μου για να μην με πνίξει. Ήμουν και τολμηρός πάντα ώστε νωρίς πέρασα στην εξαγόρευση των εσωψύχων μου. Πιστεύω ότι ο χρόνος κάνει τη διάκριση τελικά για το ποιος είναι ποιητής και πεζογράφος ή τίποτε από τα δύο.

 

-Τι θυσιάζετε γράφοντας τα διηγήματα ή τα ποιήματά σας; Χρόνο, υλικά αγαθά, παρέες με συναδέλφους ή αγαπημένα πρόσωπα, ή τι άλλο; Κι ακόμα, τι σας κλέβει ύπουλα αυτή η αφοσίωσή σας σ’ εκείνες τις μικρές προσωπικές ιστορίες κάποιων άλλων συνανθρώπων σας;

Δεν θυσιάζω. Κερδίζω. Αυτή την αίσθηση έχω. Απλώς η γραφή όπως και κάθε άλλο πράγμα απαιτεί κόπο. Είναι μια επίμονη και επίπονη διαδικασία η έκφραση μέσω της γραφής, ώστε, όταν κοινοποιηθεί η δημιουργία, να οδηγήσει πιθανόν μέσω της ταύτισης στην ανακούφιση, παραμυθία, προβληματισμό, λύτρωση ή και κάθαρση άλλων συνανθρώπων. Αξίζει όμως, όπως αξίζει και όταν αφοσιώνεται κανείς στους φίλους, στους συνανθρώπους και στις ιστορίες τους.

 

-Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας; Περισσότερο μήπως η ποίηση, γνωστής ούσης μιας παλιάς ποιητικής δήλωσης του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου ότι ‘η ποίηση δεν μας αλλάζει τη ζωή’;

Η καλή λογοτεχνία αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων γιατί τις γαληνεύει, τις συγκινεί, τις οδηγεί στην κάθαρση πιθανόν. Παράλληλα προβληματίζει. Θέτει ζητήματα. Είναι ένα σχολείο, μικρότερο από τη ζωή αλλά σημαντικό ως απεικόνισή της.

 

-Πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε στις μέρες μας, ετούτες τις περίεργες μέρες που βιώνουμε, να τις αποτυπώσουμε στο λογοτεχνικό χαρτί, παράλληλα με το δημοσιογραφικό, σε μια προσπάθεια ‘τιμωρίας’ κάποιων ανάλγητων πολιτικών, ή έστω κάποιων προσώπων; Γίνεται κάτι τέτοιο τα τελευταία χρόνια; Έχουν εμπλακεί οι νέοι λογοτέχνες, αλλά κι οι παλιότεροι με τα κοινωνικά ζητήματα και τις επιπτώσεις των πολιτικών επιλογών των κυβερνώντων, και για να το πω καλύτερα και για να το εστιάσω περισσότερο, με τις δικές μας ευθύνες ;

Πιστεύω ότι η λογοτεχνία καταπιάνεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με την κατάσταση κι όχι με συγκεκριμένα πρόσωπα ή πράγματα. Έχει επηρεάσει ασφαλώς η κρίση και η πολιτική τους συγγραφείς. Βγάζουν πόνο και οργή πολλά έργα, αλλά δεν στοχεύουν σε πρόσωπα. Οι ποιητές δεν είναι πολιτικοί ούτε δημοσιογράφοι. Ό,τι γράφουν είναι φιλτραρισμένο μέσα τους για να αποκτήσει γενικό, καθολικό χαρακτήρα, να αφορά και άλλες εποχές. Ο λόγος των λογοτεχνών πάντοτε ήταν μια κραυγή αφύπνισης και αγωνίας.

 

-Έχετε κάνει ποτέ προσπάθεια να γράψετε μυθιστόρημα; Ή δεν σας ενδιαφέρει το συγκεκριμένο είδος, κι αν ισχύει αυτό γιατί;

Δεν προσπάθησα ποτέ. Το θεωρώ δύσκολο και έξω από τις παραδόσεις του τόπου μας. Έχουμε τόσο σημαντική παράδοση στο διήγημα και στην ποίηση ώστε μπορεί να πατήσει με άνεση ένας νέος λογοτέχνης και να προχωρήσει. Από το καλό μυθιστόρημα στέκουμε νομίζω μακριά ακόμη παρόλο που γίνονται πολλές και φιλότιμες προσπάθειες.

 

-Είστε πεζογράφος της μνήμης, βιωματικός, του νόστου, ή τι άλλο νομίζετε ότι θα σας χαρακτήριζε πιστότερα;

Είμαι ως επί το πλείστον βιωματικός, της μνήμης και του νόστου όπως λέτε.

 

-Αν σας έλεγα να μου αραδιάσετε κάποιους συγγραφείς, κλασσικούς και μοντέρνους, Έλληνες και ξένους, που σας επηρέασαν σίγουρα θα μου αναφέρατε πολλούς! Ποιοι αλήθεια, όμως, είναι εκείνοι που σας άφησαν κάτι ανεξίτηλο πάνω σας, και κυρίως γιατί ;

Ο Όμηρος και οι τραγικοί ποιητές τους οποίους γνώρισα στο πανεπιστήμιο. Οι εκκλησιαστικοί ποιητές του Βυζαντίου με το έργο των οποίων ήρθα σε επαφή στον χώρο της εκκλησία. Ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Γιώργος Ιωάννου, στην πεζογραφία. Ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Κώστας Μόντης από τους ποιητές.

 

-Η μετανάστευση, ο ρατσισμός, οι σχετικές πολιτικές αποφάσεις βρίσκονται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Ποια είναι η γνώμη σας για όλο αυτό που λαμβάνει χώρα, σ’ ανατολή και δύση. Και για να πάω ένα βήμα παραπέρα, ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης και της λογοτεχνίας ειδικότερα σε τούτο το φαινόμενο;

Είναι ένα φαινόμενο που το παρακολουθώ κι εγώ με αγωνία. Ο ανθρώπινος πόνος με συγκλονίζει. Με τα σχέδια αυτών που το επιτρέπουν και τις πολιτικές δεν θέλω να ασχοληθώ, γιατί δεν ξέρω και πολλά πράγματα. Νομίζω άλλωστε ότι μας ξεπερνούν αυτά. Είναι μελετημένα και σχεδιασμένα από χρόνια. Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι σταθερά ο ίδιος. Να καταγράφει την ανθρώπινη ψυχή και ζωή. Να επιτρέπει μέσω του λογοτέχνη να μένει το αποτύπωμα (ένα συνολικό αποτύπωμα) των ανθρώπων. Να μεταφέρεται στις επόμενες γενιές η αίσθηση, η χαρά, το δράμα των προηγούμενων. Να μπολιάζουν το χθες με το αύριο με άλλα λόγια.

 

-Πώς σας αντιμετωπίζουν οι άλλοι εκπαιδευτικοί όταν βλέπουν τις λογοτεχνικές σας δραστηριότητες, και πως οι μαθητές. Και ακόμα οι δικοί σας, οι κοντινοί σας;

Με συμπάθεια νομίζω. Για τους κοντινούς μου δεν άλλαξε τίποτα. Είμαι γι’ αυτούς ο άνθρωπος που ήξεραν.

 

-Ποια ερώτηση αισθανθήκατε πως σας ενόχλησε και δεν θα θέλατε να σας κάνω; Και ποια θα θέλατε να σας κάνω, και δεν την έκανα ;

Δεν υπάρχει ερώτηση που με ενόχλησε και βρήκα τις ερωτήσεις σας με μια πληρότητα εξαιρετική.

 

-Πως διαγράφεται τα τελευταία χρόνια η πολιτιστική και ειδικότερα η λογοτεχνική αλλά και η εκδοτική κίνηση στα Τρίκκαλα; Εμφανίζονται νέες φωνές, και τι ισχύει με τους παλιότερους; Θα θέλατε, αν σας ζητούσα, να μου αναφέρετε μερικούς;

Η πολιτιστική ζωή στα Τρίκαλα τα τελευταία χρόνια δείχνει να βελτιώνεται. Η ευμάρεια φαίνεται ότι δεν είναι καλή σύμμαχος της τέχνης. Με την κρίση γίνονται περισσότερα καλλιτεχνικά πράγματα και πιο ουσιαστικά. Έπαψαν να έρχονται εκείνοι οι θίασοι της αρπαχτής με κάτι επιθεωρήσεις της κακιάς ώρας… Επιπλέον υπάρχουν πολλές νέες λογοτεχνικές φωνές κι αυτό είναι πολύ όμορφο. Κοντά στην Τούλα Τίγκα, την Μαρούλα Κλιάφα, τη Βέρα Βασιλείου Πέτσα και τον Ηλία Κεφάλα που είναι οι παλιότεροι, τα τελευταία χρόνια έχουμε αξιολογότατους νέους δημιουργούς, όπως τον ποιητή Αγαθοκλή Αζέλη, τη Γεωργία Κολοβελώνη, τη Ελένη Αλεξίου, τη Ρόρη Μάτη, τη Βάσω Χριστοδούλου, την Παρασκευή Αλέξη, τη Νίκη Χαλκιαδάκη και άλλους αρκετούς που ξεχνώ τώρα, αλλά και άλλους που γράφουν καλά αλλά δεν έχουν εκδώσει ακόμη κάτι.

 

-Σας ευχαριστώ για το διάλογο που είχαμε και για το χρόνο σας!

Εγώ σας ευχαριστώ για τη χαρά της συνομιλίας και της επικοινωνίας.

 

van_4

 

Κάπως έτσι τελείωσε μια ακόμα συνομιλία μας. Από τις πολλές και ενδιαφέρουσες μαζί του. Στα διηγήματά του, τουλάχιστον στις δύο συλλογές του που βρίσκονται δημοσιευμένες, παρελαύνουν απλοί άνθρωποι, κάποιοι που να βρίσκονται στο όποιο περιθώριο, άλλοι μεροκαματιάρηδες, νέοι και μεγαλύτεροι, όλοι μέσα σε καταστάσεις που προκαλούν τη μνήμη, που πυροδοτούν ανεξέλεγκτη νοσταλγία, απλά, χωρίς πολλά –πολλά φκιασίδια, και δύστροπους υπαινιγμούς. Πολλά απ’ αυτά, διηγήματα και κυρίως ποιήματα, βρίσκονται χαμένα στον απέραντο και αχανή ψηφιακό κόσμο και γνωστά ηλεκτρονικά περιοδικά, τα οποία και αναμένουν τον υπομονετικό αναγνώστη που δείχνει κάποιο στοιχειώδες ενδιαφέρον στα κείμενα του συγγραφέα, να τα εξερευνήσει. Διαβλέπω κάποια μορφή άρνησης από μέρους του να προχωρήσει στη δημοσίευση των περιπλανώμενων και ορφανών του, ιδίως, ποιημάτων που ψάχνουν εναγωνίως, και το δικαιούνται άλλωστε, κάποιο ‘προστατευτικό’ τίτλο για να ανήκουν, και δικαιωματικά. Ψαρεύοντας στο διαδίκτυο, βρίσκεις πραγματικά διαμάντια, κι’ είναι χαρακτηριστικό της γραφής του το ποίημα ‘Το χωράφι’, καθώς και το μικρό διήγημα ‘Το κλάμα’, τα οποία και παραθέτω αυτούσια και χωρίς περαιτέρω σχόλια, αφού φαίνεται ξεκάθαρα ότι περιττεύουν:

 

Το χωράφι

Κείνο το χωράφι πατέρα/καλύτερα/να μην μου το είχες αφήσει

Κάτω απ’ τον ήλιο/γυναίκες με μαντίλες/κι άντρες φρυγμένοι απ’ την κάψα/το όργωσαν τους όργωσε/κι ήταν σκληρό το αλέτρι

Κληρονομιά του παππού …/-δεν έπρεπε να μου το αφήσεις πατέρα-

Πόση ιστορία στο χώμα ανασαίνει/κρυμμένη μες στου χρόνου το έλυτρο

Κείνο το χωράφι πατέρα/το αρπάζουν τώρα οι τράπεζες/βγάζουν στο σφυρί τ’ ανεκτίμητα/ξεπουλάνε όσο όσο τη μνήμη μας

Και δεν ξέρω, στ’αλήθεια δεν ξέρω/τόσο πια η πατρίδα που μίκρυνε/πού θα βρώ μια γωνιά για να γείρω

 

Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης.

Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης.

 

Το κλάμα

Ήξερα ότι με απατούσε. Όχι με μία. Με διάφορες. Στα μπαρ τα βράδια έτρωγε όλα τα λεφτά που έβγαζε. Ερχόταν χαράματα στο σπίτι μεθυσμένος και με χτυπούσε. Τα καλά του πατέρα μου. Εγώ δούλευα φασόν. Δώδεκα ώρες την ημέρα σκυμμένη πάνω από τη μηχανή. Τι να κάνω, να ζήσω τα παιδιά. Απελπίστηκα. Ένα απόγευμα σκέψη στη σκέψη, τρελάθηκα. Έχασα το μυαλό μου. Ανέβηκα στο δεύτερο όροφο, άνοιξα το παράθυρο και κρεμάστηκα απ’ έξω. Ήθελα να σκοτωθώ. Δεν άντεχα άλλο. Λίγο ήθελα να πέσω. Και τότε άκουσα το κλάμα του μωρού. Είχε ξυπνήσει. Για δευτερόλεπτα σου λέω. Θα είχα πέσει. Και θα’ ταν κι αυτά χωρίς μάνα. Όπως μείναμε κι εμείς.

 

 

Ψηφίδες βιογραφικού σημειώματος

Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης γεννήθηκε στα Τρίκκαλα της Θεσσαλίας, στα 1966. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Μέση Δημόσια Εκπαίδευση. Διηγήματα και ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Πλανόδιον, Μπιλιέτο, Εντευκτήριο, Οροπέδιο, Πανδώρα, Κηρήθρες, Εμβόλιμον και Ραπόρτο.

Δημοσιεύσεις:

  • Διηγήματα για το τέλος της μέρας (Εκδόσεις Λογείον, Τρίκκαλα, 2009)
  • Η θεωρία των χαρταετών (Εκδόσεις Παράξενες Μέρες, Οκτώβριος 2013)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top