Fractal

Τα άπειρα πρόσωπα του έρωτα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 Μυθιστόρημα παλιάς κοπής, το καινούργιο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη. Με ήθος κι αισθητική, με λόγο και στόχο, με κορύφωση και έλεος, με αναστάσιμο τέλος ακριβοδίκαιο επειδή “δικηγόρος” δεν γίνεται μονάχα η ηρωίδα της αλλά και η ίδια η ζωή. Το χρονικό ενός μεγάλου, σχεδόν απόλυτου έρωτα, η αναγκαστική μετανάστευση, ενηλικίωση των πρωταγωνιστών, η ιστορία μιας πόλης, μιας εποχής.

 

“Η δικηγόρος” της Μάρως Βαμβουνάκη, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 289

 

Ξεκινώντας από μια διαδρομή σχεδόν στο άγνωστο, μεταφυσική και αλλόκοτη που μας θυμίζει “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού” ή το “Ποιος έφερε την Ντορουντίν”, απολύτως συγγενικό με τα “Κλειστά μάτια” της συγγραφέως όσον αφορά την ατμόσφαιρα και την πνευματικότητα, “Η δικηγόρος” της Μάρως Βαμβουνάκη, μικρό κορίτσι, με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Πατέρα, ξεκινά την ζωή. Από το κουκούλι του τόπου της στο άγνωστο παλάτι της νονάς της. Κι από την στοργή των δικών της, σε ένα συναίσθημα κάπως μετέωρο. Ο πατέρας οφείλει για να ξεχρεώσει, τελικά, να ξενιτευτεί κι αυτή να βιώσει “εκείνο το ανάμεσα”:

“Υπήρχε μια εκκρεμής αίσθηση, κάτι του ανάμεσα, του μετέωρου, στον διπλό χώρο. Το υπνοδωμάτιο και ένα σαλονάκι ας πούμε, εκτός το πρόχειρο μπάνιο όπου έμπαινες απ’ έξω. Ένα ανάμεσα περίεργο, άβολο. Κυρίως αχαρακτήριστο. Κάτι μεταξύ προσεγμένου και απρόσεχτου, πλούσιου και μίζερου, τρυφερού και σκληρού, θερμού και παγωμένου. Στο ανάμεσα πια θα ζούσε. Βαφτισιμιά και υπηρέτρια. Το γεγονός ότι δεν την πλήρωνε με κάποιο μισθό επέπλεε σαν σωσίβιο πάνω στην αίσθηση ναυαγίου που έπνιγε τον πατέρα, μια λυτρωτική πολυτέλεια. Σαν παράσημο αξιοπρέπειας και για τους δυο τους εντέλει”.

Έτσι θα ξεκινήσει η Κάτια κάπως απρόσμενα κι άγαρμπα, κάπως ανεξιχνίαστα, την ενηλικίωσή της, ακολουθώντας τη μοίρα της. Έτσι θ’ ανθίσει και θα ερωτευθεί. Παράφορα. Έτσι θα προδοθεί και θ’ αναγκαστεί να ξαναρχίσει από την αρχή. Για να γίνει από κόρη ενός υπέροχου και γενναίου πατέρα, βαφτιστήρα και ψυχοκόρη, ερωτευμένη γυναίκα, φοιτήτρια στην Αθήνα και δικηγόρος μετά. Σε έναν κύκλο ζωής επιστρέφοντας πάλι σε όλα, στο σπίτι της νονάς, σε εκείνον τον άνδρα, στα Χανιά. Στο μεταξύ, μια πόλη και ένας έρωτας θ’ ανθίσει παράλληλα και θα κακοφορμίσει, το τίμημα θα πληρωθεί και θα τεθεί στην επιστροφή:

“Δεν ήταν τυχαίο, δεν ήταν επιφανειακό που νέοι αλληλομαγνητίστηκαν με τέτοια ορμή, που ερωτεύθηκαν τόσο ο ένας τον άλλο, που δέθηκαν στο τέλος ισόβια, δεν είναι τυχαία η χημεία και η αλχημεία που τους έσυρε να αγκαλιάζονται όπως αγκαλιάζονται απέναντι από τον Φάρο, να μπορούν να γίνονται ένα, το ένα το ποθητό, το αληθινό, το ζητούμενο, το μη ανεκτό ίσως, γι’ αυτό τρομερό, γι’ αυτό αξέχαστο, γι’ αυτό με θυμούς, παραφορά, λάθη, παρεξηγήσεις και μίση. Τόσο αξέχαστο και εξουσιαστικό που όφειλαν να το απωθούν”.

Όταν λαβωμένοι μεσήλικες πια θα μετρούν τα μεγέθη τους και τα κέρδη απ’ τις ήττες τους, αναθυμούμενοι εκείνο το ανυπέρβλητο που τους συνέβη και που τους τσάκισε όπως όλα τα αληθινά μεγάλα που μας ξεπερνούν στη ζωή:

“Ποιος ισχυρίζεται ότι οι έρωτες, οι μεγάλοι έρωτες, είναι ευτυχία; Πόσο επιπόλαιος, πόσο ανώριμος και αδαής και τελικά ανέραστος θα είναι εκείνος που πιστεύει κάτι τέτοιο. Ο έρωτας είναι φόβος, εξάρτηση, εμμονή, τρόμος θανάτου, ζήλια… Ο έρωτάς σου σε αλλάζει. Σε πετάει σε έναν εαυτό που δεν ήξερες, που ούτε καν φανταζόσουν. Ο έρωτας είναι δώρο και τίμημα, περισσότερο τίμημα”.

Vamvounaki

Mάρω Βαμβουνάκη

Οι ήρωες σμίγουν για να χωρίσουν και ξανασμίγουν επιστρέφοντας, τα Χανιά γίνονται εικόνα, ήχος και μελωδία, ανθισμένες αυλές, ενετικό λιμάνι και η ζωή τη μεγαλοβδομάδα. Η νοσταλγία και η απώθηση γίνεται ανάμνηση, το ερωτικό άλγος, αγάπη κι αποδοχή. Το έλεος εξάλλου είναι πέρα και πάνω από την δικαιοσύνη. Εξάλλου:

“Ποιος ξέρει την αληθινή ιστορία των ανθρώπων που νομίζουμε πως γνωρίζουμε…”

Και η ζωή με τις δεύτερες και τρίτες και τέταρτες ευκαιρίες της ξαναμοιράζει την τράπουλα, δεν είναι όλα άσπρο μαύρο, τελικά, στη ζωή:

“Τώρα μπορούσε να καταλάβει εκείνο το ανάποδο που έκανε άνω κάτω τη μαμά της, να θρηνείς ευτυχισμένος, να τραγουδάς και να μοιρολογείς. Η έκσταση δεν έχει αίσθημα συγκεκριμένο, αίσθημα γνωστό στα ανθρώπινα μέτρα μας, τα περιλαμβάνει όλα τα αισθήματα, πιο πολλά από τα όλα, και γίνονται απερίγραπτα όσα συμβαίνουν εντός σου, γνωστά και άγνωστα”.

Ένα καλό, χορταστικό, κλασικό μυθιστόρημα με ατμόσφαιρα και αίσθημα, με βάσανο και περιπλάνηση εσωτερική κι εξωτερική. Με μια αναστάσιμη, εν τέλει, επιστροφή. Ένας ύμνος για τον απόλυτο έρωτα, την γενέθλια πόλη, τον αγώνα και την ελεύθερη βούληση, το απρόβλεπτο και γοητευτικό νόημα και νήμα της δικής μας ζωής, της Ζωής. Με Πασχαλιές που σου ξυπνάνε αρχαία τραύματα, μ’ εκείνη τη νιότη που ας τελειώνει, ωστόσο ένα κομμάτι της πάντα θα παραμένει εντός μας, θα βρίσκεται πάντοτε εκεί. Ναι, τελικά, στο καινούργιο μυθιστόρημα της Μάρως Βαμβουνάκη δικηγόρος είναι η ίδια η δίκαιη η Ζωή. Γραμμική και σαφής, διάφανη αν και παράφορη, σκληρή και συνάμα απρόσμενα τρυφερή, δίκαιη παρά τις προσωρινές μεγάλες της αδικίες, κόλαση και παράδεισος, ενίοτε καθαρτήριο, όλα βρίσκονται εκεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top