Fractal

Διήγημα: “Βαλίτσες”

Του Γιάννη Νικολούδη // *
 f8a

 

Αν κάτι μου έρχεται στο νου όταν σκέφτομαι τη μάνα μου, αυτό είναι οι δυο βαλίτσες, ακουμπισμένες πλάι απ’ το συζυγικό της κρεβάτι. Αρχικά, πριν τις αντικαταστήσει, ήταν δυο από εκείνες τις βαλίτσες που είχε κουβαλήσει όταν κατέβηκε στην Ελλάδα. Δυο φθαρμένες μαύρες βαλίτσες που σίγουρα θα τις είχε χρησιμοποιήσει σαν προσκεφάλι στην ύπαιθρο τις νύχτες που αυτή, ο πατέρας μου και κάποιοι άλλοι, ξάπλωναν κατάχαμα σε δάση για να μην τους εντοπίσουν οι συνοριοφύλακες. Δυο βαλίτσες από εκεί πάνω, δώρο της μάνας της, αγορασμένες από ένα παζάρι των Τιράνων. Όταν σκέβρωσαν, τις αντικατέστησε με δυο άλλες αγορασμένες απ’ το Ηράκλειο. Ακουμπισμένες δίπλα απ’ το κρεβάτι, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, για μήνες, για χρόνια. Οι βαλίτσες έδιναν στο υπνοδωμάτιο της έναν αέρα προσωρινότητας, επικείμενης φυγής. Ή αντίθετα: μιας νωπής άφιξης.

Ήταν μια από τις παραξενιές της. «Έτσι τις θέλω», είχε πει μια φορά στον πατέρα μου όταν εκείνος την είχε ρωτήσει γιατί τις είχε αφήσει εκεί. Η ίδια υποστήριζε ότι όλο αυτό γινόταν για καθαρά πρακτικούς λόγους: εκεί φύλαγε τα ρούχα της δουλειάς, ποδιές και φόρμες, και τα πρωινά είχε την δυνατότητα να τα αρπάξει γρήγορα και να τα φορέσει. Φυσικά, δεν μπορούσε να κοροϊδέψει κανέναν. Της είχαμε αναγνωρίσει σιωπηλά το δικαίωμα στη νοσταλγία, μια νοσταλγία ακατανόητη για εμένα και τον αδερφό μου. Δεν είχαμε ιδέα με τι έμοιαζαν εκείνα τα μέρη, με τι έμοιαζε εκείνο το εκεί πάνω. Δεν είχαμε πάει ποτέ. Οι αναμνήσεις μας συνδεόντουσαν με την Ελλάδα για τον απλούστατο λόγο ότι είχαμε γεννηθεί εδώ.

Αλλά κάποιες φορές όταν σκέφτομαι την μάνα μου ( καθώς τα χρόνια από τον θάνατο της περνάνε σαν ψυχρά κύματα το ένα μετά το άλλο αφήνοντας πίσω τους την πνιγηρή σιωπή του επόμενου κύματος, τη σκέφτομαι όλο και περισσότερο) μου περνάει λοιπόν απ’ το μυαλό ότι ίσως εκείνη να μην έτρεφε μέσα της μια αφαίρεση, μια ελλειπτική, ίσως και εξιδανικευμένη εικόνα ως νοσταλγία για το «εκεί πάνω». Όχι, σκέφτομαι, όχι, πιθανότερο είναι ότι νοσταλγούσε ένα συγκεκριμένο φως, μια συγκεκριμένη ηλιαχτίδα πίσω από τα συγκεκριμένα κλαδιά, ενός πολύ συγκεκριμένου δέντρου. Έχω αρχίσει να υποπτεύομαι πως η νοσταλγία είναι κάτι το σπασμένο. Διαλέγεις συντρίμμι και παίρνεις.

 

 

* Ο Γιάννης Νικολούδης γεννήθηκε το 1987 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σύντομα θα κυκλοφορήσει η πρώτη νουβέλα του από τις εκδόσεις «Παράξενες μέρες».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top