Fractal

✔ Βαγγέλης Ραπτόπουλος: Ένας ηδονιστής φυλακισμένος σ’ ένα πολιτικό ον

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Εν ολίγοις, η λογοτεχνική μεταφορά που συνιστά και ενσαρκώνει ο ήρωάς μου με την πυρογενετική ικανότητά του, έχει πολλαπλές ερμηνείες και θα ήταν άδικο να τις περιορίσω. Σημειώνω μερικές μόνο από τις σημασίες που έχει η φωτιά ως σύμβολο: θεία δίκη και εξαγνισμός, ιερή μανία και κάθαρση, ανωτέρα δύναμη και ζωή αιώνια (το «αείζωον πυρ» του Ηράκλειτου)».

Από τους πιο τολμηρούς συγγραφείς μας, όσον αφορά τη θεματολογία, το ύφος και τη μορφή, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» είχε να μας πει πολλά: για τη λογοτεχνία του και τη λογοτεχνία, για το Φανταστικό και το… πραγματικό, για την εποχή μας και τα σημάδια της, για την πυρογενετική ικανότητα του ήρωά του και τον ψηφιακό κόσμο, για τα βιβλία του που αντέχουν στον χρόνο και επανακυκλοφορούν….

Η απάντηση σε όλα στη συνέντευξη που ακολουθεί:

 

 

– Τι είναι η Λογοτεχνία του Φανταστικού για σας, κύριε Ραπτόπουλε;

Είναι η ακραιφνής, αμιγής λογοτεχνία, όπου η φαντασία οργιάζει εξουσιάζοντας τα πάντα. Είναι, επίσης, το είδος της λογοτεχνίας που ειδικά στην Ελλάδα παρουσιάζεται ιδιαίτερα ατροφικό, σχεδόν υπό διωγμόν. Προφανώς, επειδή ο ήλιος ο ηλιάτορας, όπως τον έλεγε ο Ελύτης, καταυγάζει τις ζωές μας εδώ, δίνοντας τα πρωτεία στο αντίθετο λογοτεχνικό ρεύμα: στον ρεαλισμό. Για μένα, το αρτιότερο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό και των δύο. Από μόνη της η φαντασία σε ωθεί να ονειροβατείς, ενώ ο σκέτος ρεαλισμός καταλήγει ρηχός και αντιποιητικός.

 

– Με δεδομένο το γεγονός ότι ο Πόε, ο Μπόρχες αλλά και ο Στάνισλαβ Λεμ [«Σολάρις» του Ταρκόφσκι], οι αδελφοί Στρουγκάτσκι [«Στάλκερ» του Ταρκόφσκι] έχουν ασχοληθεί με το είδος προκειμένου να πουν πολύ περισσότερα απ’ όσα επέτρεπε η εποχή, ο ήρωας του βιβλίου σας που ό,τι «αγγίζει» καίγεται, τι θέλει να μας πει;

Επιλέγουμε την αλληγορία και, γενικά, τη λογοτεχνία του φανταστικού, όταν δεν μας αρκεί ο ρεαλισμός. Άλλοτε ευθύνονται οι απαγορεύσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων (τα μυθιστορήματα που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ταρκόφσκι), κι άλλοτε η αδυναμία του ορθολογισμού να εκφράσει τον άνθρωπο στο σύνολό του. Εν ολίγοις, η λογοτεχνική μεταφορά που συνιστά και ενσαρκώνει ο ήρωάς μου με την πυρογενετική ικανότητά του, έχει πολλαπλές ερμηνείες και θα ήταν άδικο να τις περιορίσω. Σημειώνω μερικές μόνο από τις σημασίες που έχει η φωτιά ως σύμβολο: θεία δίκη και εξαγνισμός, ιερή μανία και κάθαρση, ανωτέρα δύναμη και ζωή αιώνια (το «αείζωον πυρ» του Ηράκλειτου).

 

– Γιατί άνεργος δημοσιογράφος; Φαντάζομαι όχι τυχαία επιλογή…

Ο δημοσιογραφικός κλάδος επλήγει σε απίστευτο βαθμό με την κρίση. Επειδή, όμως, τα μήντια αποτελούν πια την Αστυνομία της Σκέψης (ο Ουμπέρτο Έκο θεωρεί την τηλεόραση τη σύγχρονη εκδοχή των τανκς μιας δικτατορίας), ο κοσμάκης δεν φάνηκε να συγκινείται από την κακοτυχία των δημοσιογράφων. Εντούτοις, επέλεξα όχι έναν, αλλά δύο δημοσιογράφους ως ήρωές μου (ο πρωταγωνιστής και ο καλύτερος φίλος του), επειδή αυτό ήταν το επάγγελμα της συζύγου μου και έζησα από κοντά τα βάσανά τους. Επίσης, βρήκα έτσι την ευκαιρία να ανασυστήσω δημοσιογραφικά τη λαϊκή εξέγερση που ξεσπάει στο βιβλίο μου και να σατιρίσω τον ψηφιακό κόσμο ως πηγή ενημέρωσης. Εξάλλου, κανείς δεν ξέρει κατά πόσο τα τεκταινόμενα συμβαίνουν όντως ή αποτελούν πλαστές ειδήσεις (fake news). Ακόμη και στην καταγραφή της ζωής των αστέγων της Αθήνας, η επαγγελματική ιδιότητα του ήρωά μου αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμη: χάρη σ’ αυτήν κάνει ρεπορτάζ και φιλοτεχνεί τα πορτρέτα των αστέγων που τον περιβάλλουν.

 

– Τι είναι η πυρογένεση, κύριε Ραπτόπουλε, και γιατί σ’ αυτό το βιβλίο υπήρξε η δική σας επιλογή;

Σχεδόν με το που συνέλαβα την ιδέα ενός πυρογενετικού ήρωα που μένει άστεγος και τελικά κατακαίει ολόκληρη την Ελλάδα, άρχισα να γράφω. Συνήθως, οι συλλήψεις κυοφορούνται καιρό μέσα μου. Τώρα, όμως, χάρη στη θεότρελη αυτή ιδέα, πήρα αμέσως φωτιά, χωρίς να πολυσκεφτώ για ποιο λόγο την επέλεξα (ή με επέλεξε). Πιστεύω ότι ο δημιουργός πρέπει να υποκύπτει στις παρορμήσεις του και να μην τις λογοκρίνει εξορθολογίζοντάς τες. Διαισθάνθηκα ότι η όλη σύλληψη έχει πολύ ζουμί και ψαχνό, ότι σηκώνει πολλές αναγωγές, και σχεδόν αυτομάτως της παραδόθηκα. Ήταν σαν κεραυνοβόλος έρωτας.

 

– Ο ψηφιακός κόσμος κατά πόσο είναι δημοκρατία, γνώση για όλους και εικονική πραγματικότητα, τελικά;

Τα καλά του ψηφιακού κόσμου τα ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά, τον προπαγανδίζει εξάλλου το σύστημα, αφού αποτελεί την εμπροσθοφυλακή του στην εποχή μας. Τα κακά του τα ανακαλύπτουμε μέρα με την ημέρα. Είναι ένα τρομερό τρελοκομείο, που μας προσφέρει πολύ συχνά το αντίθετο ακριβώς από ό,τι διατείνεται. Αντί για γνώση και ενημέρωση, προσφέρει σύγχυση και άγνοια. Αντί για επαφή και επικοινωνία, αποξένωση και μοναξιά. Αντί για ταχύτητα και διαφάνεια, καθήλωση σε σημειωτόν και λογοκρισία διά του πληθωρισμού. Και ούτω καθεξής.

 

– Υπάρχει, εντέλει, η λογοτεχνία του διαδικτύου και ποια είναι η άποψή σας;

Από την εποχή του Ομήρου, η λογοτεχνία παραμένει ίδια. Αν, όμως, μιλάμε για το διαδίκτυο ως λογοτεχνικό θέμα, η Ελλάδα αποδεικνύεται απαράδεκτα οπισθοδρομική. Ζούμε χρόνια τώρα χωμένοι ως τον λαιμό στα κινητά και στους υπολογιστές μας, κι ωστόσο όλα αυτά απουσιάζουν πανηγυρικά από τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο και τα τραγούδια μας. Καλλιεργώντας το ιστορικό μυθιστόρημα ή γράφοντας για μια Ελλάδα που μόνο σύγχρονη δεν είναι, οι λογοτέχνες βολεύονται σε έναν συντηρητισμό που χαϊδεύει αυτιά και αποκοιμίζει συνειδήσεις. Με αποτέλεσμα συχνά να προσελκύουν όχι μόνο βραβεία, αλλά και το αποχαυνωμένο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

 

 

– Από τα «Διόδια», «Τα τζιτζίκια» και την «Αυτοκρατορική μνήμη του αίματος» μέχρι τον «Άνθρωπο που έκαψε την Ελλάδα» τι άλλαξε και τι παραμένει αναλλοίωτο, κύριε Ραπτόπουλε; Στη ζωή μας και στη γραφή σας;

Τίποτα δεν άλλαξε και, ταυτόχρονα, άλλαξαν όλα. Η αθωότητα, οι ρομαντικές αυταπάτες και ο συναισθηματισμός του παρελθόντος έχουν πια αντικατασταθεί από έναν φονικό κυνισμό. Από μέλη μιας κοινότητας στην οποία περίσσευε η ζωντανή επαφή, έχουμε μεταβληθεί σε καταναλωτές προϊόντων και έτοιμων ιδεών που μας πλασάρουν τα μήντια. Και την ίδια στιγμή, δεν παύουμε να αναζητάμε λίγα ψίχουλα αγάπης και το άγγιγμα του διπλανού μας, κι ας έχουμε κάνει σημαία μας το χρήμα. Όσο για τα βιβλία μου, το αρχικό λιτό ύφος έδωσε τη θέση του σε πιο περίπλοκες φράσεις και μυθιστορηματικά οικοδομήματα. Παραμένω, όμως, ο ίδιος ερευνητής της ανθρώπινης ύπαρξης, το μάτι που κοιτάζει με την ίδια πάντα περιέργεια και απορία, συμπόνια και αγωνία, τον κόσμο μας.

 

– Έχετε επισημάνει λογοτεχνικές εμμονές που επαναλαμβάνονται στα βιβλία σας ή εξελίσσονται;

Οι πιο ισχυρές είναι δύο: η πολιτική και ο έρωτας. Ή, όπως θα έλεγε η ποιήτρια Αλεξάνδρα Μπακονίκα, «ηδονή και εξουσία». Ο Κούντερα, πάλι, το θέτει κάπως αλλιώς: ένας ηδονιστής φυλακισμένος σ’ ένα πολιτικό ον.

 

– Υπάρχει η λογοτεχνία της κρίσης, κύριε Ραπτόπουλε;

Λογοτεχνία γραμμένη επί κρίσης και εκείνη που έχει την κρίση ως θέμα. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε ακόμη πολύ κοντά τη μύτη μας στον καθρέφτη, για να καταλάβουμε ποια είναι τα μείζονα έργα. Εν τω μεταξύ, το αποχαυνωμένο από τον καταναλωτισμό λογοτεχνικό κοινό αναζητά μετά μανίας ιστορικά ή αισθηματικά μυθιστορήματα, που λειτουργούν ως αναγνώσματα φυγής, στρέφοντας τα νώτα του σχεδόν σε οτιδήποτε εξερευνά σε βάθος τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο εμποδίζει και βραχυκυκλώνει τη σχέση της αυθεντικής λογοτεχνίας με το κοινό της, και είναι σαν να έχουν πάρει διαζύγιο. Με αποτέλεσμα, η τέχνη να θυμίζει φωνή βοώντος εν τη ερήμω, και το κοινό να περιφέρεται άψυχο και αποκαρδιωμένο.

 

– Εν τέλει η κρίση ωφέλησε ή έβλαψε την Τέχνη;

Δυστυχώς, η μεν κοινωνία, παρά την πτωχοποίησή της, δεν έπαψε να βουλιάζει στον ατομικισμό και στη συμφεροντοκρατία. Η δε τέχνη εξακολουθεί να λειτουργεί ως πασατέμπος και αντιπερισπασμός, παρά ως αφύπνιση και εμψύχωση. Αν δεν αλλάξει η παρακμιακή, μισοδιαλυμένη και αφασική ελληνική κοινωνία, δεν πρόκειται να αλλάξει και η τέχνη της.

 

– Υπάρχει η χαμένη γενιά της κρίσης;

Μια χαμένη γενιά (στερημένη από τις ανέσεις με τις οποίες ανατράφηκε και πιεσμένη από την πτωχοποίηση και τη βία της ανεργίας), δεν μπορεί παρά να είναι και κερδισμένη. Μιλάω για τη γενιά της κόρης μου, που της εύχομαι να ωφεληθεί αρκούντως από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, γιατί η τρυφηλή ζωή σε κάνει πιο μαλθακό, ενώ η ζορισμένη, πιο ουσιώδη.

 

– Το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, είναι μια μορφή επανάστασης σήμερα;

Είναι ίσως η μόνη μορφή αντίστασης, και χάρη σ’ αυτήν δεν κινδυνεύεις να πάθεις κατάθλιψη. Γιατί, αναμφισβήτητα, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν κλειστεί στον εαυτό τους και βυθιστεί στην απελπισία. Το να αντιμετωπίζεις την παράλογη νεοελληνική πραγματικότητα ως έργο ενός σουρεαλιστή δημιουργού, σου δίνει δύναμη να την αντέξεις και σε οπλίζει με κουράγιο για να αγωνιστείς να την αλλάξεις. Η υψηλή λογοτεχνία μάς διδάσκει ότι το κωμικό και το τραγικό είναι στο βάθος αδέλφια. Άρα, όσο αβίωτη κι αν φαίνεται η κατάσταση, οφείλουμε να αναζητήσουμε και τη γελοία όψη της. Και για να μην ξεχνάμε τον «Άνθρωπο που έκαψε την Ελλάδα»: αν δεν δούμε την κωμική πλευρά των πραγμάτων, ζήτω που καήκαμε!

 

– Στο καινούργιο σας μυθιστόρημα είναι πολλά τα νέα στοιχεία, ακόμα και η αφηγηματική τεχνική, κάθε ιστορία απαιτεί την αφηγηματική γλώσσα της;

Ορισμένοι πιστεύουν ότι η μορφή προηγείται του περιεχομένου, αλλά για μένα το περιεχόμενο απαιτεί και γεννάει την κατάλληλη μορφή, μέσω της οποίας θα εκφραστεί πιο αντιπροσωπευτικά. Το νέο μου μυθιστόρημα είναι ένα μωσαϊκό, παζλ, κολάζ από ψηφιακά και έντυπα δημοσιεύματα, αναρτήσεις σε μπλογκ, ποστ στο φέισμπουκ, sms, συνθήματα σε τοίχους, ημερολογιακές εγγραφές σε υπολογιστές, ιμέιλ, αποσπάσματα από βιβλία κ.λπ. Αυτή η τεχνική, αυτή η θραυσματική, καλειδοσκοπική μορφή που δεν είχα χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά, έχει πολλούς στόχους. Δύο από τους κυριότερους: αφενός θέλει να κάνει πειστική την απίστευτη ιστορία της ύπαρξης ενός πυρογενετικού που ανάβει φωτιές με τη δύναμη του μυαλού του, και αφετέρου να ανασυστήσει και να σατιρίσει τον απόλυτο παραλογισμό του ψηφιακού κόσμου ως πηγής ενημέρωσης.

 

 

– «Στο βάθος, θα έλεγε κανείς ότι αυτό το μυθιστόρημα υπήρξε προϊόν του φόβου που βίωσα το 2012 ότι, εάν μείνει άστεγη η μεσαία τάξη, τότε θα καεί η Ελλάδα». Με τόσους πλειστηριασμούς γιατί η Ελλάδα δεν καίγεται;

Η πτωχοποίηση άρχισε να γίνεται έντονη και μαζική το 2012, οπότε και ένα κόμμα του 3% όπως ο Σύριζα αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ο πληθυσμός είχε ήδη αντιδράσει με το αυθόρμητο κίνημα των Αγανακτισμένων το 2011. Ο Σύριζα το εκμεταλλεύτηκε δεόντως, με αποτέλεσμα να κατακτήσει την εξουσία το 2015. Χωρίς τη δραστική αυτή πολιτική αλλαγή, που περιθωριοποίησε το Πασόκ και μίκρυνε αποφασιστικά τη Νέα Δημοκρατία, η Ελλάδα ίσως είχε καεί. Παρά την απογοήτευση που γέννησε στους ψηφοφόρους του Σύριζα η στάση του μετά το δημοψήφισμα, η κατρακύλα της πτωχοποίησης ανακόπηκε. Η στάση αναμονής του λαού μοιάζει με ανακούφιση, αλλά κανείς δεν ξέρει τι μέλλει γεννέσθαι.

 

– Γιατί δεν αντιδρούμε πια, κύριε Ραπτόπουλε;

Κρίνοντας από τον «Άνθρωπο που έκαψε την Ελλάδα», τον πυρογενετικό πρωταγωνιστή μου: επειδή δεν είμαστε αρκετά παλαβοί, αρκετά στριμωγμένοι από την ανάγκη και αρκετά ρομαντικοί. Ίσως είναι νωρίς ακόμη. Ή ίσως (για να μιλήσουμε με τους όρους μιας δυστοπίας) βρήκε τον τρόπο να μας χειραγωγεί το σύστημα, με τόσα γκάτζετ υψηλής τεχνολογίας, αλλά και με τόσο άρτο και θεάματα που μας παρέχει αφειδώς ο ψηφιακός κόσμος. Ύψιστη συνέπεια όλων αυτών των παροχών παραμένει η αποξένωση και η απομόνωσή μας, η κατάργηση της ζωντανής επικοινωνίας, χωρίς την οποία συλλογική αντίδραση δεν υφίσταται.

 

– Στο μεταξύ, τον έχουμε βρει τον βηματισμό μας;

Το αντίθετο ακριβώς: η κοινωνία έχει χάσει το βήμα της. Ως ορισμό της κοινωνίας θεωρώ την αίσθηση της συλλογικότητας, του Εμείς. Από τότε που ο Σύριζα συνθηκολόγησε με τους δανειστές και ικανοποιεί τις ορέξεις τους, ο πληθυσμός εγκατέλειψε κάθε απόπειρα συλλογικών διεκδικήσεων και επικρατεί πια μια λογική τού ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Ή, αλλιώς, ένας άγριος ατομικισμός, όπου ο καθείς αγωνίζεται μόνος να επιβιώσει. Εν ολίγοις, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός αντεπιτίθεται σε όλα τα επίπεδα και ο λαός φαίνεται ηττημένος πριν καλά καλά ξεκινήσει τον αγώνα. Όμως, το δίκαιο είναι με το μέρος μας, γιατί είμαστε πολλοί και είμαστε παντού!

 

– Με χαρά διαπιστώνουμε ότι επανεκδίδονται βιβλία και βιβλία σας, μπαίνετε στον πειρασμό να τα ξαναδουλέψετε;

Φυσικά, έχω μπει στον πειρασμό να ξαναδουλέψω έργα μου που επανεκδόθηκαν, όπως «Τα τζιτζίκια», η «Λούλα», τα «Διόδια» και η «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» πρόσφατα. Όμως, προτιμώ να ριχτώ σε ένα καινούργιο έργο, αντί να διορθώνω τον παλιό δημιουργικό εαυτό μου. Τα έργα είναι ίχνη, αποτυπώματα μιας συγκεκριμένης περιόδου και των αντίστοιχων δυνατοτήτων μας. Ποιος ο λόγος να ρετουσάρεις και να εξωραΐζεις το παρελθόν; Από έλλειψη αυτοπεποίθησης και αχαλίνωτη ματαιοδοξία;

 

– «Χάσαμε τον Μπαμπά» δώδεκα χρόνια μετά. Πώς ήταν;

Βασικό θέμα του εν λόγω μυθιστορήματος ήταν η απώλεια του αρσενικού προτύπου στον σύγχρονο κόσμο, μέχρι και στην Ελλάδα. Σήμερα, το φαινόμενο έχει ενταθεί, οπότε αισθάνομαι πανηγυρικά δικαιωμένος. Δευτερεύων στόχος του βιβλίου ήταν να ευαισθητοποιήσει την πολιτεία, που υποχρεώνει τους διαζευγμένους πατεράδες να βλέπουν τα παιδιά τους μόνο κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Δυστυχώς, η πληγή δεν λέει να κλείσει. Μολονότι όλο και περισσότεροι ζητούν να νομοθετηθεί η λεγόμενη συνεπιμέλεια: η επί ίσοις όροις ανάληψη της φροντίδας των παιδιών. Η συνεπιμέλεια είναι νόμος ακόμη και σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Εμείς, όμως, γι’ άλλη μια φορά, αποδεικνυόμαστε ουραγός. Τι θλιβερό, να διαθέτουμε μονίμως μια τόσο οπισθοδρομική, αναχρονιστική και παρωχημένη νοοτροπία! Όσο πιο πολύ το συνειδητοποιούμε, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να το ξεπεράσουμε.__

 

 

Μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top