Fractal

O Βαγγέλης Ραπτόπουλος στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

raptopoulos

«Κάνε κάτι!»

Όλα ξεκίνησαν από την ενθουσιώδη αντίδραση της κόρης μου όταν διάβασε το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα. Μιλάμε για τις αρχές του 2010, οπότε η ίδια ήταν γύρω στα δεκατέσσερα. Εκείνη την εποχή δέχτηκα μια πρόταση να διασκευάσω το «Παραμύθι χωρίς όνομα» για την παιδική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Πριν πιάσω το βιβλίο της Δέλτα στα χέρια μου (δεν το είχα διαβάσει μικρότερος), αποφάσισα να το δώσω πρώτα στην κόρη μου. Και το παιδί μαγεύτηκε. Χάρη στην αντίδρασή της προχώρησα στη θεατρική διασκευή. Όμως, από τη συνεργασία μου με τον σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά, έμεινα με το απωθημένο και με τη φόρα να ολοκληρώσω τη διασκευή έτσι όπως την οραματίστηκα αρχικά, έτσι όπως δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να την κάνει ο παλαιός συμφοιτητής μου από την Παιδαγωγική Ακαδημία.

Αυτό που είχε αγγίξει την κόρη μου περισσότερο απ’ όλα στο μυθιστόρημα της Δέλτα, αυτό που τη συνεπήρε, ήταν ο αγώνας του νεαρού πρωταγωνιστή να βελτιωθούν τα πράγματα στη χώρα του, ο αγώνας του να ξεσηκώσει και τους άλλους γύρω του, τον λαό του, για να καταπολεμήσουν από κοινού τη διαφθορά και τη γενικευμένη παρακμή. Στη «Μοιρολα3» μεταμόρφωσα το βασιλόπουλο στην πριγκίπισσα Έλλη, όχι μόνο επειδή οι γυναίκες βρίσκονται σε ανοδική πορεία στις μέρες μας. Αλλά και γιατί μέσα μου αυτό το βιβλίο παραμένει ένα είδος διαλόγου με τη ρομαντική, ιδεαλιστική πλευρά της κόρης μου. Κανονικά, το μυθιστόρημά μου θα έπρεπε να της το έχω αφιερώσει. Και το παρόν σημείωμα αυτήν ακριβώς την παράλειψη επιχειρεί να επανορθώσει.

Αφιερωμένο εξαιρετικά στην Κατερίνα, λοιπόν.

***

moirola3Η «Μοιρολα3» μένει σχετικά πιστή στο «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Δέλτα, εάν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι έχω μεταφέρει το πρωτότυπο σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου ο πλανήτης μας έχει καταστραφεί οικολογικά και ο κυρίως αγροτικός πληθυσμός ζει ανάμεσα σε ερείπια της υψηλής τεχνολογίας.

Πρόσθεσα επίσης και ένα τέταρτο και τελευταίο μέρος στην ιστορία, όπου η πρωταγωνίστρια δεν βολεύεται με την εξουσία, τα παρατάει και περνάει μια περίοδο ενδοσκόπησης. Για να συνειδητοποιήσει τελικά ότι έχει περιέλθει ―τόσο η ίδια όσο και η χώρα, αλλά και ο κόσμος όλος― σε μια κατάσταση όχι και τόσο διαφορετική απ’ αυτήν από την οποία ξεκίνησαν όλα.

Εάν τα τρία πρώτα μέρη του μυθιστορήματός μου διασκευάζουν αντιγράφοντας (ή αντιγράφουν διασκευάζοντας) το «Παραμύθι χωρίς όνομα», το τέταρτο και τελευταίο μέρος μού ανήκει εξ ολοκλήρου και βασίζεται εν πολλοίς στη δουλειά δύο ζωγράφων, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στη συγγραφική μου διαδρομή.

Ο Στέλιος Φαϊτάκης, με το έργο και τις απόψεις του, μου ενέπνευσε τον κοσμικό αγιογράφο Άνθιμο, έναν χαρακτήρα που δεσπόζει στο τέταρτο, στο επιλογικό μέρος. Κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να περιγράψω μερικά από τα έργα αυτού του αγαπημένου μου σύγχρονου ζωγράφου μας, αποδίδοντάς τα στον ήρωά μου.

Θα μπορούσα στο σημείο αυτό να παραθέσω αρκετές αυτούσιες παραγράφους από τη «Μοιρολα3», οι οποίες λες και αναφέρονται στον Φαϊτάκη. Κάποιες εκφράζουν τις θεωρητικές του θέσεις (εν μέρει τις αντέγραψα από συνεντεύξεις του, εν μέρει τις έπλασα κατά βούληση συμπληρώνοντας τα κενά), ενώ σε άλλες απλώς αναπαριστώνται λεκτικά τα έργα του (κάποτε παραλλαγμένα, σαν να πρόκειται για νέα, δικά μου έργα ζωγραφικής, υβρίδια εκείνων του Φαϊτάκη).

Όσο για το τέλος του μυθιστορήματός μου, το οφείλω σε λίγα καρέ από το κόμικ του Φώτη Πεχλιβανίδη, «Destroy Yourself». Ειδικά ένα απ’ αυτά τα καρέ ―όπου ένας νεαρός ή νεαρή, με την κουκούλα του φούτερ στο κεφάλι, κάθεται στην ταράτσα ενός ψηλού κτιρίου και ατενίζει το κέντρο μιας πόλης πνιγμένης στην αιθαλομίχλη―, σχεδόν φωτογραφίζεται μες στο κείμενό μου, και ταυτόχρονα κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου.

Συνήθως οι ζωγραφιές στα εξώφυλλα των βιβλίων αποτελούν εικονογράφηση του περιεχομένου. Στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο, και μάλιστα το φινάλε του, διαμορφώθηκε από τη ζωγραφιά ή μάλλον από το κόμικ του εξωφύλλου.

***

Κανένα από τα είκοσι πέντε βιβλία που έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα (μήπως είναι περισσότερα; Τόσα που έγιναν, αρχίζω πια και τα μπερδεύω), δεν υπήρξε ταυτόχρονα τόσο πολύ λογοτεχνικό και τόσο πολύ μη-λογοτεχνικό όσο η «Μοιρολα3». Εξηγούμαι αμέσως.

Από τη στιγμή που μιλάμε για ένα έργο της λογοτεχνίας του φανταστικού ―τι άλλο είναι ένα καθαρόαιμο παραμύθι, με παλάτια και πριγκίπισσες;―, έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία στην πιο καθαρόαιμη μορφή της. Γιατί εδώ δεν υπάρχει ο γνωστός ρεαλιστικός κόσμος, αλλά ένας κόσμος που οφείλει να δημιουργηθεί κυριολεκτικά εκ του μη όντος, ένας ου-τόπος, αφού μιλάμε για δυστοπία. Η εν λόγω συνθήκη με επηρέασε καταλυτικά, και είχα συχνά γράφοντας την αίσθηση ότι απαιτούνταν όλο και μεγαλύτερες δόσεις «λογοτεχνικού γραψίματος», ό,τι κι αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Και όχι, ας πούμε, προσφυγή στα λιτά μέσα ενός ρεαλιστικού αφηγήματος, που καθρεφτίζει πιστά την καθημερινότητα.

Ας διευκρινίσω, όμως, και το «τόσο πολύ μη-λογοτεχνικό» που προανέφερα. Κανένα από τα υπόλοιπα βιβλία μου δεν αποτελεί σε τέτοιο βαθμό μια έκκληση για κινητοποίηση, για συμμετοχή στα κοινά, για δραστηριοποίηση στο όνομα μιας συλλογικότητας. Εάν το διεθαρμένο και χρεοκοπημένο βασίλειο της Μοιρολατρίας δεν είναι παρά μια αλληγορική Ελλάδα, τότε οφείλουμε να πάρουμε πρωτοβουλίες για να καλυτερεύσουν τα πράγματα, να αγωνιστούμε για να μεταβάλουμε τη μοίρα μας ― εδώ και τώρα, αφού όπως γράφω και στην ακροτελεύτια φράση του βιβλίου: «το μέλλον είναι τώρα».

Yπ’ αυτήν την έννοια, η «Μοιρολα3» είναι ένα είδος ακτιβίστικης μπροσούρας, κάτι «τόσο πολύ μη-λογοτεχνικό», πιο «μη-λογοτεχνικό» πεθαίνεις! Αφότου ολοκλήρωσα το γραπτό, έτσι μού ’ρχεται να βγω στο δρόμο και να πιάσω τους περαστικούς από το μανίκι: «Διάβασε αυτό το βιβλίο, σε αφορά προσωπικά, σε αφορά άμεσα!»

Περίπου πέντε χρόνια τώρα διολισθαίνουμε όλο και βαθύτερα στην οικονομική κρίση, και κάθε μέρα που περνάει η Ελλάδα μεταμορφώνεται όλο και περισσότερο σε έρημη χώρα, με σπαρμένα στο έδαφός της τα θύματα της ανθρωπιστικής κρίσης: αυτόχειρες, άστεγοι, άνεργοι, ανασφάλιστοι κ.ά. Σε μια τέτοια εποχή, νιώθω ότι μειώνονται τα περιθώρια για ένα γράψιμο του τύπου «η τέχνη για την τέχνη», νιώθω να μεγαλώνει η ανάγκη για μια τέχνη-κραυγή.

Με τόση αθλιότητα γύρω μας, κι όμως το ηθικό του κόσμου παραμένει πεσμένο, οι πολίτες είναι φοβισμένοι και παραιτημένοι. Αν δεν αλλάξει το ψυχολογικό κλίμα, αν δεν σημειωθεί μια ανάταση, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Η «Μοιρολα3» είναι μια κραυγή που καλεί όλους απελπισμένα να βγουν από την αδράνεια, να κάνουν επιτέλους κάτι!

***

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top