Ουμπέρτο Έκο: Ποδηλάτης σε ράλλυ αυτοκινήτων που, όμως, τερμάτιζε πρώτος
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //
Η Είδηση σκάει συνήθως Παρασκευή. Για να σε σκάσει. Όταν τα έντυπα έχουν κλείσει και είσαι μόνος σου να θρηνείς ή να ψάξεις στον υπολογιστή. Μέσα από έναν ωκεανό πληροφοριών, προσπαθήσαμε να αποχαιρετήσουμε τον Ουμπέρτο Έκο, γνωρίζοντας τον. Σε δέκα πράξεις.
Ποιος ήταν. Τι είπε: αποφθέγματα, για τα βιβλία, για την Ευρώπη, για την Τεχνολογία, την μυθοπλασία του, για τον ιδανικό αναγνώστη, για τη σχέση του με την Ελλάδα, για τη σχέση του με το παιδικό βιβλίο. Για το έργο του και την εργογραφία του στα ελληνικά.
«Ο Ουμπέρτο Έκο, ένας από τους πιο διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος στον ιστότοπο της εφημερίδας Corriere della Sera. «Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Το όνομα του Ρόδου».
«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», ανέφερε στον ιστότοπό της η Ρεπούμπλικα. «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο».
Πατέρας της σημειολογίας, ειδικός στην κουλτούρα της μάζας, συγγραφέας αιχμηρών και σίγουρων δοκιμίων όπως τα best seller, από Το Όνομα του Ρόδου (Grasset, 1980) μέχρι το τελευταίο χρονικά, Το Κοιμητήριο της Πράγας (Grasset, 2011), ο Ουμπέρτο Έκο δεν υπάρχει πια.
Η είδηση:
Ο Ιταλός φιλόσοφος και συγγραφέας Ουμπέρτο Εκο, πέθανε την Παρασκευή στην Ιταλία σε ηλικία 84 ετών. Τον θάνατό του επιβεβαίωσε αργά τη νύχτα ο εκδότης του στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA. Ο Εκο πέθανε στο σπίτι του, στο Μιλάνο. Την είδηση μετέδωσαν τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Ο Ουμπέρτο Έκο πέθανε χθες Παρασκευή, περί τις 21:30 (22:30 ώρα Ελλάδας) στο σπίτι του, όπως ανέφερε στον ιστότοπό της η εφημερίδα La Repubblica, επικαλούμενη την οικογένειά του. Ο Ιταλός συγγραφέας, που ζούσε στο Μιλάνο, έπασχε από καρκίνο.
Ποιος ήταν:
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου του 1932. Φημολογείται ότι το επώνυμο “Έκο” είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων “Ex Caelis Oblatus”, που σημαίνει “θεϊκό δώρο”.
Ακολούθησε σπουδές μεσαιωνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και έκανε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη.
Από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Μελετών. Επίσης, ήταν διευθυντής του περιοδικού “VS”.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα του, κάνοντας την αρχή με “Το όνομα του Ρόδου”, που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Medicis Etranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Ο Έκο περνούσε τον καιρό του με τη γυναίκα του και δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Γνωρίζει άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά.
Από την αρχή της καριέρας του έως σήμερα έχει κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Στις πραγματείες του συγκαταλέγονται: “Opera aperta” (1962), “La struttura assente” (1968), “Θεωρία σημειωτικής” (1975), “Lector in fabula” (1979). To 1980 εμφανίστηκε ως μυθιστοριογράφος με το “Όνομα του Ρόδου”, το 1988 ακολούθησε το “Εκκρεμές του Φουκώ”.
Είπε [αποφθεγματικά]:
«Κάθε φορά που ένας ποιητής, ένας ιεροκήρυκας, ένας αρχηγός, ένας μάγος ξεστομίζει ασυναρτησίες, η ανθρωπότητα ξοδεύει αιώνες αποκρυπτογραφώντας το μήνυμα».
«Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».
«Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη».
«Τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο από το φόβο ενός άλλου».
«Η τέχνη του διαβάσματος έγκειται στο να ξέρεις ποιες σελίδες να πηδήξεις».
«Να φοβάσαι τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και καμιά φορά αντί για αυτούς».
«Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει».
«Όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στο Θεό, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν πια τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα».
«Η μαζική κουλτούρα είναι αντι-κουλτούρα».
«Οι κρίσεις πουλάνε καλά».
«Κωμικό είναι η κατανόηση του αντιφατικού. Χιούμορ είναι η υποψία γι’ αυτό».
«Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις».
«Η υπερβολική συσσώρευση στοιχείων κιτς αποτελεί μια αξιοσημείωτη υφολογική πρόταση».
«Το ρόδο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα, που δεν του έχει μείνει πια σχεδόν κανένα νόημα».
«Η μετάφραση είναι η τέχνη της αποτυχίας».
«Έχω φτάσει να πιστεύω ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα αίνιγμα, ένα άκακο αίνιγμα που γίνεται τρομερό λόγω της δικής μας μανιώδους προσπάθειας να το ερμηνεύσουμε σαν να είχε δήθεν κάποια βαθύτερη αλήθεια».
«Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων».
«Τι όμορφο που είναι ένα βιβλίο, που επινοήθηκε για να πιάνεται στο χέρι, ακόμη και στο κρεβάτι, ακόμη και μέσα σε μία βάρκα, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχουν ηλεκτρικές πρίζες, ακόμη κι αν έχει αποφορτιστεί κάθε μπαταρία και αντέχει τα σημάδια και τα τσαλακώματα, μπορεί να αφεθεί να πέσει καταγής ή να παρατηθεί ανοιγμένο στο στήθος ή στα γόνατα όταν μας παίρνει ο ύπνος, μπαίνει στην τσέπη, φθείρεται, καταγράφει την ένταση, την επιμονή ή τον ρυθμό των αναγνώσεών μας, μας υπενθυμίζει (αν φαίνεται πολύ καινούργιο ή άκοπο) ότι δεν το διαβάσαμε ακόμη…»
Για τα βιβλία:
«Ήμουν πάντα, από μικρός ακόμα, φανατικός αναγνώστης, παρότι στο σπίτι δεν είχαμε πολλά βιβλία. Επηρεάστηκα όμως από δύο άτομα, τον παππού και τη γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου. Η γιαγιά μου δεν είχε πάει σχολείο αλλά διάβαζε συνέχεια. Δανειζόταν βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες και μετά μου έδινε τα βιβλία της, που μπορεί να ήταν από Μπαλζάκ μέχρι ρομάντζα του 19ου αιώνα. Ο παππούς μου, που τον έζησα ελάχιστα γιατί πέθανε όταν ήμουν έξι χρόνων, ήταν τυπογράφος και όταν πήρε σύνταξη, έκανε βιβλιοδεσίες. Όταν πέθανε, στο σπίτι είχαν μείνει σωροί από άδετα βιβλία που κανείς δεν ζήτησε ποτέ και τα οποία κατέληξαν σε μια κασέλα στο υπόγειο. Όταν με έστελναν κάτω να πάρω κάρβουνα, εγώ άνοιγα και εξερευνούσα την κασέλα. Εκεί υπήρχαν όλα τα σπουδαία περιπετειώδη μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, του Δουμά, του Βερν κ.ά. κι έτσι για χρόνια «ψάρευα» μέσα από την παλιά κασέλα. Κάποια από αυτά τα βιβλία δεν τα έχω πια γιατί είχαν όλα φθαρεί από τη μανία μου να τα διαβάζω, ενώ κάποια άλλα τα βρήκα διότι, όταν πια ενηλικιώθηκα, πέρασα τη μισή ζωή μου τριγυρίζοντας σε παλαιοπωλεία και παλιά βιβλιοπωλεία για να τα ξαναβρώ και να τα αγοράσω πάλι».
Τα πρώτα αναγνώσματα ήταν «περιπετειώδη μυθιστορήματα. Όπως κάθε παιδί στην Ιταλία διάβαζα Σαλγκάρι, όλες τις περιπέτειές του. Και τον Σαλγκάρι προσπάθησα να μιμηθώ όταν άρχισα να γράφω τα πρώτα μου παιδικά μυθιστορήματα. Ήμουν σπουδαίος συγγραφέας ανολοκλήρωτων μυθιστορημάτων: όπως ο Σούμπερτ με τη συμφωνία του, ήθελα να είναι τέλεια, να μοιάζουν με κανονικά βιβλία, κι έτσι άρχιζα γράφοντας τον τίτλο (που έπρεπε να μιλάει για ένα πλοίο-φάντασμα ή για Ουσάρους) με κεφαλαία γράμματα και τον εκδοτικό οίκο ονόματι Μοπέν που σήμαινε ΜΟλύβι και ΠΕΝνα. Μετά έκανα την εικονογράφηση όπως ήταν στα βιβλία του Σαλγκάρι εκείνης της εποχής, μια εικονογράφηση πολύ φροντισμένη· ύστερα άρχιζα να γράφω το πρώτο κεφάλαιο με πολύ ακριβείς χαρακτήρες σαν να ήταν τυπωμένο κι έτσι, μετά από δέκα σελίδες, κουραζόμουνα και το βιβλίο τελείωνε εκεί, ανολοκλήρωτο. Επομένως είμαι συγγραφέας πολλών ανολοκλήρωτων βιβλίων. Τώρα που το θυμάμαι, γύρω στα έντεκά μου χρόνια, διάβαζα ήδη βιβλία για ενήλικες, π.χ. τα χιουμοριστικά βιβλία του Π. Γκ. Γουντχάους με ήρωα τον Τζιβς. Ανακάλυψα μάλιστα μερικές σχολικές εργασίες από την πρώτη γυμνασίου όπου δεν μας έδιναν κάποιο συγκεκριμένο θέμα αλλά ζητούσαν να γράψουμε κάποιο γεγονός από τη ζωή μας. Τότε διηγιόμουν διάφορες ιστορίες με χιούμορ εγγλέζικου ύφους, μιμούμενος τον Γουντχάους».
«Όπως όλοι οι άνθρωποι έγραψα ποιήματα γύρω στα δεκάξι μου, και μετά έγραψα μερικά ακόμα ως τα είκοσι. Κάποια στιγμή όμως αποφάσισα ότι δεν έπρεπε να είμαι ούτε μυθιστοριογράφος ούτε ποιητής. Δεν ήταν το επάγγελμά μου. Κι έτσι άρχισα να γράφω άρθρα, δοκίμια, ειδικά μετά το πτυχίο. Δεν ήμουν από αυτούς τους δοκιμιογράφους που μετάνιωναν κι έλεγαν «Α, δεν έγραψα ποτέ μου μυθιστόρημα», όπως ο αγαπητός μου φίλος Ρολάν Μπαρτ που πέθανε με το απωθημένο ότι δεν έγραψε ποτέ του μυθιστόρημα, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι πάντα έγραφε υπέροχα μυθιστορήματα. Όλα τα δοκίμιά του ήταν και όμορφα λογοτεχνικά κομμάτια. Εγώ δεν είχα ποτέ τέτοιες ενοχές, αυτό το άγχος. Το αντίθετο, πλατωνικά θεωρούσα τον εαυτό μου ανώτερο ον ενώ τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους κατώτερα πλάσματα στα οποία δεν έπρεπε να εμπιστευόμαστε τα κοινά. Και πράγματι άρχισα να γράφω μυθιστορήματα μονάχα γύρω στα πενήντα μου».
Συγγραφικές επιρροές: «Είναι δύσκολο να καθορίσει κανείς το πόσο μας επηρεάζουν οι άνθρωποι. Όταν με ρωτάνε: ποιος συγγραφέας σας έχει επηρεάσει περισσότερο, δεν ξέρω τι να τους απαντήσω γιατί στα δεκαοχτώ μπορεί να ήταν ο μεν, στα είκοσι ο δε, σήμερα κάποιος άλλος και αύριο, στα επόμενα τριάντα χρόνια, όταν θα είμαι 110 ετών, να είναι κάποιος άλλος. Για παράδειγμα θα μπορούσα να πω, αν και αυτό δεν είναι κάτι εμφανές, πως ένας συγγραφέας που με επηρέασε βαθύτατα ήταν ο Μαντσόνι με τους Λογοδοσμένους του. Είχα την τύχη να μου το χαρίσει ο πατέρας μου πριν ακόμα με αναγκάσουν να το διαβάσω στο σχολείο κι έτσι το διάβασα χωρίς καταναγκασμούς και μου άρεσε. Όλοι οι υπόλοιποι Ιταλοί μισούν αυτό το βιβλίο γιατί ήταν αναγκασμένοι να το διαβάζουν στο σχολείο. Λυπάμαι πολύ όταν μαθαίνω ότι βάζουν στα σχολεία το Όνομα του Ρόδου. Θεέ μου, θα με μισούν μια ζωή σκέφτομαι, κι όταν μου το λένε, εγώ απαντώ «Μην το διαβάσετε. Διαβάστε το αργότερα». Ο Μαντσόνι λοιπόν. Δεν είναι τυχαίο που το Όνομα του Ρόδου ξεκινά με μια εισαγωγή που λέει «Χειρόγραφο, φυσικά» και αυτό το «Χειρόγραφο, φυσικά» είναι η αρχή των Λογοδοσμένων, όπου υποτίθεται πως έχει βρεθεί κάποιο χειρόγραφο. Δεν το αντιλαμβάνονται όλοι οι αναγνώστες. Κάποιοι αναζητούν το πρωτότυπο χειρόγραφο από το Όνομα του Ρόδου.
Στο λύκειο είχα την πρώτη μου σημαντική επαφή με τη σύγχρονη ποίηση κι έτσι διάβαζα Ουνγκαρέτι, Μοντάλε… κι αυτή ήταν επίσης μια πολύ έντονη επιρροή. Τους διάβαζα κάτω από το θρανίο την ώρα των μαθηματικών, επομένως ήταν αναγνώσματα της επιλογής μου, δεν με υποχρέωνε κανείς. Ήμαστε μια παρέα λιγοστών φίλων που διαβάζαμε ποίηση και πηγαίναμε σε κονσέρτα κλασικής μουσικής. Προς το τέλος του λυκείου άρχισα να διαβάζω ξένους ποιητές, τους Συμβολιστές, από τον Μποντλέρ και μετά. Το ’48 ο Έλιοτ πήρε το Νόμπελ, βγήκαν τα πρώτα άρθρα για τον Έλιοτ, πριν δεν ήξερα καν ποιος ήταν, άρχισα να διαβάζω την Έρημη Χώρα. Μεγάλωσα, με λίγα λόγια, διαβάζοντας ποίηση. Στο Πανεπιστήμιο θα έλεγα πως με επηρέασαν δύο συγγραφείς. Ο ένας προφανώς είναι ο Τζόις, με τον οποίο συνέχισα να ασχολούμαι και μετά, έχω γράψει μάλιστα κι ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Στο Πορτρέτο του Καλλιτέχνη υπήρχε η ιστορία μιας αποστασίας κι εκείνη την περίοδο άρχισα σιγά σιγά να εγκαταλείπω την πίστη μου στη θρησκεία. Επομένως ο Τζόις ήταν κάτι σαν καθρέφτης στον οποίο έβλεπα τη δική μου ιστορία. Ο άλλος συγγραφέας, που είχα ήδη ανακαλύψει διαβάζοντας τους Γάλλους Συμβολιστές, ήταν ο Υσμάνς με το Là-bas. Αυτό το βιβλίο πάντοτε με συνάρπαζε και το κουβαλάω πάντα ως σημείο αναφοράς σε όλα μου τα μυθιστορήματα, υπάρχει στο τελευταίο μου βιβλίο, στο προτελευταίο, παντού. Και μετά ήταν όλες οι άλλες ανακαλύψεις. Προς το τέλος του Πανεπιστημίου η μεγάλη παρέα των Αμερικανών, ο Σκοτ Φιτζέραλντ και οι άλλοι. Την εποχή του Πανεπιστημίου για εμένα σημαντικός υπήρξε επίσης ο Τόμας Μαν».
«Από τους σύγχρονους Ιταλούς επηρεάστηκα πολύ από τον Παβέζε. Μετά αγάπησα πολύ τον Καλβίνο και γίναμε φίλοι. Έβγαζα τα βιβλία μου στον ίδιο εκδοτικό με τον Μοράβια τον οποίο επίσης διάβαζα συστηματικά».
Για την Ομάδα 63 [Στη δεκαετία του ’60 δημιουργεί με άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες την Ομάδα 63, ένα πρωτοποριακό για την Ιταλία κίνημα]: «Καταρχήν ήταν μια επανάσταση ενάντια σε παγιωμένες συνήθειες. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία Ιταλοί συγγραφείς, ίσως αναγκασμένοι από τον φασισμό, συνήθιζαν να ζουν σε μικρές κλίκες. Συναντιούνταν το βράδυ στα καφέ χωρίς να εκτίθενται ποτέ δημοσίως. Ζούσαν πολύ μεταξύ τους και προστάτευε ο ένας τον άλλον. Η γενιά μας υιοθέτησε το πρότυπο της γερμανικής Ομάδας 47 όπου συναντιούνταν, ο καθένας διάβαζε τα κείμενά του και έκανε σφοδρή κριτική στα κείμενα του άλλου. Ήταν μια αλλαγή προοπτικής. Επιπλέον ήταν μια γενιά την οποία ο Αρμπαζίνο είχε αποκαλέσει «η γενιά της εκδρομής στο Κιάσο», την πρώτη πόλη της Ελβετίας πάνω από τη Βόρεια Ιταλία. Πολλές φορές οι συγγραφείς της παλιάς γενιάς έλεγαν: μα εμείς ζούσαμε υπό φασιστικό καθεστώς, δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τους μεγάλους ξένους συγγραφείς: αυτό δεν ήταν αλήθεια, γιατί οι καλοί συγγραφείς όπως ο Παβέζε ή ο Μοντάλε ή ο Βιτορίνι, γνώριζαν πολύ καλά τους ξένους συγγραφείς. Ο Αρμπαζίνο είχε γράψει ένα ωραίο άρθρο λέγοντας ότι αν έμπαιναν στο αυτοκίνητο και πήγαιναν στο Κιάσο, στα βιβλιοπωλεία θα έβρισκαν τα πάντα, ό,τι ήθελε κανείς. Επομένως εμείς ήμασταν η γενιά της «εκδρομής στο Κιάσο», με μια πιο διεθνή μόρφωση, πολλά περισσότερα διεθνή πρότυπα. Μετά υπήρχε το πειραματικό ερέθισμα, κατά της ερμητικής ποίησης, κατά του παραδοσιακού μυθιστορήματος – αυτού που ονομάζαμε «παρηγορητικό» διότι στο τέλος τα πάντα τελείωναν αισιόδοξα. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο κάποιοι συγγραφείς να γράφουν δυσκολοδιάβαστα μυθιστορήματα ή να φτάνουν στη λευκή σελίδα όπως στη μουσική φτάναμε στη σιωπή του Τζον Κέιτζ ή στη ζωγραφική στον λευκό καμβά ή όπως στο θέατρο φτάναμε στην άδεια σκηνή. Αυτός είναι ο λόγος που κάποια στιγμή η Ομάδα 63, όπως γενικότερα όλα τα πρωτοποριακά κινήματα, έπρεπε να διαλυθεί, γιατί δεν μπορείς να πας πέρα από τη λευκή σελίδα. Εγώ εκείνη την εποχή έγραφα μελέτες για τον Τζόις, για τη noye music κ..ά. αλλά δεν έγραφα λογοτεχνία. Και με ρωτούσαν γιατί δεν γράφω κι εγώ ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα, κι εγώ απαντούσα πως αν έπρεπε να το γράψω, θα έπρεπε να είναι μια συρραφή, ένα κολάζ από τα παλιά μυθιστορήματα του Σαλγκάρι, κι αυτό δεν γίνεται. Όταν έγινε η νέα επανάσταση, ο επονομαζόμενος μεταμοντερνισμός, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να διηγηθώ ένα μυθιστόρημα κάνοντας ειρωνικούς υπαινιγμούς σε ολόκληρο το σύμπαν της προγενέστερης λογοτεχνίας. Και όταν κάθε τόσο κάποιος μου λέει πως όταν άρχισες να γράφεις μυθιστορήματα, έκανες εντέλει το αντίθετο απ’ ό,τι πρέσβευε η Ομάδα 63, η απάντησή μου είναι: αν δεν υπήρχε η Ομάδα 63 δεν θα μπορούσα να γράψω τα μυθιστορήματά μου έτσι όπως τα έχω γράψει».
Για την Ευρώπη:
«Στην πραγματικότητα, ένα από τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης είναι ότι ο πρόεδρος της Γερμανίας Christian Wulff και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Mariano Rajoy, τους οποίους δε γνωρίζω, μου εύχονται στα γενέθλια μου. Αφού σκοτωθήκαμε αναμεταξύ μας για πολλά χρόνια, είμαστε πλέον Ευρωπαίοι με βάση τον πολιτισμό.»
«Αντιμέτωποι με την κρίση χρέους της Ευρώπης, και μιλάω ως κάποιος που δε ξέρει τίποτα για την οικονομία, πρέπει να θυμηθούμε ότι μόνο ο πολιτισμός, εκτός από τον πόλεμο, αποτελεί την ταυτότητα μας. Για αιώνες, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Ισπανοί, Άγγλοι σκοτώνονταν αναμεταξύ τους. Βρισκόμαστε σε ειρήνη τα τελευταία εβδομήντα χρόνια και κανείς δεν παρατηρεί αυτό το αριστούργημα πλέον. Φανταστείτε σήμερα ότι αν ξεσπούσε ένας πόλεμος ανάμεσα στην Ισπανία και τη Γαλλία ή ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γερμανία, αυτό θα προκαλούσε μόνο ιλαρότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ανάγκη τον εμφύλιο πόλεμο για να ενωθούν πραγματικά. Ελπίζω ότι ο πολιτισμός και η αγορά μάς αρκούν.»
«Το 2012, η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι διαδεδομένη, αλλά “shallow” (ρηχή) – χρησιμοποιώ αυτή την αγγλική λέξη, η οποία δεν είναι ακριβώς ίδια με την ιταλική λέξη superficiale (επιφανειακή) και βρίσκεται ανάμεσα από τη λέξη “surface” (επιφάνεια) και τη λέξη “deep” (βάθος). Πρέπει να μετατρέψουμε την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα σε κάτι πιο βαθύ, πριν η κρίση την καταστρέψει.
Οι οικονομικές εφημερίδες αναφέρουν ελάχιστα το πρόγραμμα διαπανεπιστημιακών ανταλλαγών Erasmus, αλλά το Erasmus δημιούργησε την πρώτη γενιά των νέων Ευρωπαίων. Για μένα, είναι μια γενετική επανάσταση: ένας νέος Καταλανός συναντά μια νέα Φλαμανδή, ερωτεύονται, παντρεύονται και γίνονται Ευρωπαίοι, όπως και τα παιδιά τους. Αυτό το πρόγραμμα θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό, όχι μόνο για τους φοιτητές αλλά και για τους οδηγούς ταξί, τους υδραυλικούς, τους εργάτες. Θα περνούσαν έτσι ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να μπορέσουν να ενταχθούν.»
Η ιδέα είναι ελκυστική, αλλά στις πιο δημοφιλείς γερμανικές εφημερίδες όπως και στα λαϊκά κόμματα σχεδόν παντού, στη Φιλανδία, στην Ουγγαρία, στην Ιταλία ή στη Γαλλία, την ευρωπαϊκή υπερηφάνεια διαδέχεται ο λαϊκισμός και η εχθρότητα προς τις άλλες χώρες της Ένωσης. «Για αυτό χαρακτηρίζω την ταυτότητά μας ως “shallow” (ρηχή). Οι ιδρυτές της Ευρώπης, Konrad Adenauer, Alcide De Gasperi, Jean Monnet ίσως είχαν ταξιδέψει λιγότερο – ο De Gasperi μιλούσε μόνο γερμανικά επειδή είχε γεννηθεί στην Αυστρο – Ουγγαρική αυτοκρατορία – και δεν είχαν ίντερνετ για να διαβάσουν ξένο τύπο. Η Ευρώπη που δημιούργησαν ήταν μια αντίδραση στον πόλεμο και έτσι μοιράστηκαν πόρους για να οικοδομήσουν την ειρήνη. Σήμερα, πρέπει να εργαστούμε για τη δημιουργία μιας βαθιάς και ουσιαστικής ταυτότητας.»
«Στο παρελθόν μας βρίσκουμε την Αφροδίτη αλλά και τον Εσταυρωμένο, τη Βίβλο και τη νορβηγική μυθολογία, τα οποία θυμόμαστε με το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου ή μέσα από τις γιορτές της Αγίας Λουκίας, του Αγίου Νικολάου και του Αϊ Βασίλη. Η Ευρώπη είναι μία ήπειρος που θα έπρεπε να συγχωνεύει πολλές ταυτότητες χωρίς να τις συγχέει. Με αυτή την ιδιότητα, που θα την χαρακτήριζα μοναδική, σκιαγραφεί το μέλλον της. Όσον αφορά τη θρησκεία, απαιτείται προσοχή. Πολλοί είναι αυτοί που δεν ακολουθούν τη μάζα, αλλά υποκύπτουν ωστόσο σε προλήψεις. Και πολλοί αυτοί που δεν ασχολούνται και κουβαλούν την εικόνα του Padre Pio στο πορτοφόλι τους.»
«Με όλα της τα μειονεκτήματα, η παγκόσμια αγορά καθιστά τον πόλεμο λιγότερο πιθανό, ακόμη και ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Δε θα υπάρξουν ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σύμφωνα με το αμερικανικό μοντέλο, μια χώρα με μία κοινή γλώσσα (ακόμη και αν στην Αμερική, τα γερμανικά απειλούσαν την κυριαρχία των αγγλικών, που σήμερα δέχονται επίθεση από τα ισπανικά). Έχουμε πάρα πολλές γλώσσες και κουλτούρες, και αυτό το ένθετο (“Europa”, που δημοσιεύεται από έξι ευρωπαϊκές εφημερίδες) είναι μια αξιόλογη πρωτοβουλία και μόνο, επειδή μία “μοναδική” ευρωπαϊκή εφημερίδα αποτελεί για την ώρα ουτοπία. Το διαδίκτυο μας φέρνει αντιμέτωπους με τους άλλους και ακόμη και αν δε διαβάζουμε τον ρωσικό τύπο, μπορούμε να συμβουλευτούμε ρωσικές ιστοσελίδες και να έχουμε επίγνωση για την ύπαρξη άλλων. Συνεχίζω να πιστεύω ότι από τη Λισαβόνα μέχρι τη Βαρσοβία η απόσταση δεν είναι μεγαλύτερη από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τη Νέα Υόρκη. Θα παραμείνουμε μια ομοσπονδία, αλλά άρρηκτη.»
Για την τεχνολογία:
«Άρχισα να χρησιμοποιώ υπολογιστή έξι μήνες αφότου μπήκε στην αγορά. Το ’83 μεσολάβησα και η Ολιβέτι χάρισε δέκα υπολογιστές στο πανεπιστήμιο κι έβαλα να κάνουν μαθήματα στους καλύτερους φοιτητές μου. Τότε για να δουλέψει κανείς στον υπολογιστή έπρεπε να ξέρει γλώσσες προγραμματισμού, την Basic, την Pascal. Τώρα όλα γίνονται με τα εικονίδια των Windows. Τότε έπρεπε να σκέφτεσαι. Είναι αλήθεια πως ήμουν από τους πρώτους που έδειξε ενδιαφέρον γι’ αυτό το θέμα».
Για «το μέλλον της πληροφορικής»: «Σ’ αυτά τα θέματα δεν μπορώ να μιλήσω για αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Αισιόδοξοι έπρεπε να είμαστε με τη «γέννηση» του αυτοκινήτου. Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι σώθηκαν επειδή τους μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο, πόσοι άνθρωποι ταξίδεψαν και γνώρισαν τον κόσμο. Αλλά και πόσοι πέθαναν από τα τοξικά καυσαέρια, από τα αυτοκινητικά ατυχήματα. Το ίδιο πράγμα είναι και οι υπολογιστές».
«Μνήμη φυλαγμένης μέσα σ’ ένα κουτί»: «Με φοβίζει το ότι δεν υπάρχει μνήμη σ’ ένα κουτί. Υπάρχει μια τεράστια κοσμική μνήμη που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο η οποία μετατρέπεται, εμπλουτίζεται, φτωχαίνει από μέρα σε μέρα. Το πρόβλημα του ίντερνετ είναι πώς να φιλτράρει τα αξιόπιστα και ενδιαφέροντα πράγματα σ’ αυτήν την τεράστια κληρονομιά. Διότι με τον γραπτό πολιτισμό έχουμε διαρκώς κέντρα που εγγυώνται το αληθές του λόγου, π.χ. την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα. Μπορεί να κάνει λάθος καμιά φορά, αλλά αν ψάχνεις πόσους κατοίκους έχει το Μπαγκλαντές, πάνω κάτω θα σ’ το πει σωστά. Ή οι εκδόσεις του Πανεπιστημίου Κολούμπια: σκέφτεσαι ότι πριν εκδώσουν ένα φιλοσοφικό βιβλίο, έχει διαβαστεί πρώτα από τρία τέσσερα άτομα κ.ο.κ. Ή με κάποιες εφημερίδες: εμπιστεύομαι πιο πολύ τους Times από μια εφημερίδα του Μέρντοχ. Με το ίντερνετ όχι. Ακόμα και το edu που σημαίνει education δεν σημαίνει ότι έχει ετοιμαστεί από κάποιο πανεπιστήμιο. Το έχει κάνει κάποιος που έχει νοικιάσει ένα portal, έναν server του πανεπιστημίου. Δεν ξέρεις ποτέ αν η είδηση που σου δίνεται, είναι σωστή ή λάθος κι επομένως υπάρχει τεράστιος κίνδυνος να χάσεις τον έλεγχο της είδησης. Αυτό είναι το ίντερνετ. Την ίδια στιγμή όμως το ίντερνετ επιτρέπει στους νέους της Βόρειας Αφρικής να αποκτήσουν κοινή με εμάς πολιτική ευαισθησία, επιτρέπει στους Κινέζους να καταλάβουν πράγματα που η λογοκρισία δεν τους άφηνε να διαβάσουν. Όπως το αυτοκίνητο που μπορεί να σώσει μια ζωή αλλά και να σκοτώσει μια άλλη. Το μεγάλο πρόβλημα του διαδικτύου είναι ποιος θα διδάξει στα παιδιά μας πώς φιλτράρονται οι ειδήσεις στο ίντερνετ. Διότι το αυριανό σχολείο δεν θα διδάσκει ποιος ήταν ο Πλάτωνας, γιατί θα σε ενημερώνει γι’ αυτό το ίντερνετ. Το θέμα είναι πώς θα φιλτράρεις τις ειδήσεις. Και είναι μια τεχνική που κανείς δεν γνωρίζει ακόμα. Την γνωρίζουμε αποσπασματικά: αν εγώ ψάξω μια είδηση φιλοσοφίας ή σημειωτικής, μπορώ να καταλάβω το αξιόπιστο site από το site που έχει φτιάξει κάποιος τρελός· ένα δωδεκάχρονο παιδί όμως όχι. Πρέπει να επεξεργαστούμε άλλες τεχνικές που κάποιοι από εμάς έχουν μάθει, δηλαδή δεν παίρνεις ποτέ από το ίντερνετ μια είδηση από μία και μόνο πηγή αλλά συγκρίνεις πέντε. Αν στη μία υπάρχει λάθος, μπορείς να το συγκρίνεις με τις άλλες. Όπως πρόσφατα έπρεπε να μιλήσω για το ταξίδι του Μάρκο Πόλο και στη wikipedia γράφει ότι έμεινε στην Κίνα δεκαεπτά χρόνια. Πέντε άλλα sites έγραφαν είκοσι επτά. Πέντε σωστά ένα λάθος. Μετά το αντιπαραβάλλεις με ολόκληρο το κείμενο του Μάρκο Πόλο, το Μιλιόνε, και βλέπεις ότι είναι είκοσι επτά τα χρόνια. Αυτό όμως χρειάζεται κόπο και δεξιότητα. Πώς το μαθαίνουμε στους νέους; Ίσως πρέπει να κάνουμε αυτό που έκαναν κάποτε οι νεαροί καλλιτέχνες που πήγαιναν στα εργαστήρια κι έβλεπαν πώς δουλεύει, πώς σχεδιάζει ο ζωγράφος και σιγά σιγά μάθαιναν. Οι νέοι πρέπει να είναι δίπλα στον έμπειρο δάσκαλο και να σερφάρουν στο ίντερνετ για ώρες και να βλέπουν πώς ο δάσκαλος ελέγχει τις ειδήσεις. Άραγε μπορεί να το κάνει αυτό το αυριανό σχολείο; Δεν νομίζω. Αυτά είναι τα πραγματικά σοβαρά προβλήματα του διαδικτύου».
Για το «αν οι υπολογιστές θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε»: «Κάποτε ο Άγιος Αυγουστίνος συνάντησε τον Άγιο Αμβρόσιο και έμεινε έκπληκτος γιατί ο άνθρωπος αυτός διάβαζε χωρίς να κουνάει το στόμα του. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τον 4ο αιώνα ο κόσμος για να διαβάσει συλλάβιζε μεγαλόφωνα και ότι, σιγά σιγά, την εποχή του Αγίου Αμβροσίου, άρχισε να δημιουργείται μια καινούργια γενιά που διάβαζε όπως εμείς. Όταν μετά βγήκε το τυπωμένο βιβλίο, ενώ με το χειρόγραφο ο κόσμος διάβαζε αργά γιατί υπήρχαν οι συντομογραφίες, δεν έγραφαν omnium αλλά om με ένα σημάδι, με το τυπωμένο βιβλίο άρχισαν να διαβάζουν πιο γρήγορα. Όλες αυτές ήταν επαναστάσεις αλλά τελικά ο Άγιος Αμβρόσιος μπορούσε και διάβαζε μια χαρά χωρίς να μιλάει. Ο Λούθηρος κατάφερε να μεταφράσει ολόκληρη τη Βίβλο με το τυπωμένο βιβλίο κι έτσι μπορεί και οι νέες γενιές να αποκτήσουν άλλα μέσα ανάγνωσης. Σκεφτείτε πως αν ο παππούς μας έπρεπε να οδηγήσει ένα αυτοκίνητο με τις ταχύτητες που αναπτύσσουμε σήμερα, θα σκοτωνόταν μετά από πέντε λεπτά γιατί η αίσθηση που είχε για την ταχύτητα ήταν πολύ διαφορετική. Δεν ήταν συνηθισμένος να βλέπει τα πράγματα από το αεροπλάνο ο παππούς, ή ο προπάππους μου από το τρένο. Επομένως η ταχύτητα αντίληψης είναι τελείως διαφορετική».
Για «τα ηλεκτρονικά βιβλία»: «Προς το παρόν οι στατιστικές δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικές. Πωλούνται περισσότερα έντυπα βιβλία παρά e-book. Κατά δεύτερον θα πρέπει να δούμε πώς εξελίσσεται η αντίληψη των νέων γενιών. Για μένα φυσικά είναι προτιμότερο να διαβάζουμε ένα έντυπο βιβλίο παρά ένα e-book, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι θα συμβεί το αντίθετο με τα εγγόνια μου. Τρίτον υπάρχει η φυσική επαφή με το βιβλίο, με το χαρτί… Θέλω να πω με τα e-book αν μείνω από μπαταρία και βρίσκομαι σε μια βάρκα, δεν μπορώ να διαβάσω, ενώ με το βιβλίο… Επομένως το έντυπο βιβλίο είναι ακόμα ένα από τα πιο βολικά συστήματα μεταφοράς πληροφοριών. Το τελευταίο είναι ότι δεν έχουμε τις επιστημονικές αποδείξεις για το πόσο διαρκεί ένα ηλεκτρονικό αρχείο. Έχουμε την επιστημονική απόδειξη ότι ένα έντυπο βιβλίο μπορεί να ζήσει πεντακόσια χρόνια γιατί έχουμε στις βιβλιοθήκες μας τα χειρόγραφα, από τα μέσα του 1400, που είναι ακόμα εκεί με εκείνο το χαρτί, πολύ πιο ωραίο από τα δικά μας βιβλία. Ενώ σε ό,τι αφορά τα floppy disc, τις δισκέτες δεν ξέρουμε πόσο διαρκούν, γιατί εκτός των άλλων οι σημερινοί υπολογιστές δεν διαβάζουν πια τις δισκέτες. Δεν ξέρουμε αν διαρκούν πεντακόσια χρόνια. Υποπτευόμαστε ότι απομαγνητίζονται μέσα σε πενήντα χρόναι».
Για την είδηση στα ηλεκτρονικά μέσα και αν αυτή η αμεσότητα θα προκαλέσει τον θάνατο των κλασικών εφημερίδων»: «Αυτό πάντα συνέβαινε. Όταν εφευρέθηκε το ραδιόφωνο, ο κόσμος μάθαινε τις ειδήσεις νωρίτερα σε σχέση με τις εφημερίδες και χάρη στο ραδιόφωνο μάθαιναν τις ειδήσεις ακόμα και άνθρωποι που δεν ήξεραν ανάγνωση. Αυτό όμως δεν συνέβαλε ώστε το ραδιόφωνο να σκοτώσει τις εφημερίδες. Έτσι ακριβώς όπως η φωτογραφία δεν σκότωσε τη ζωγραφική, το αυτοκίνητο δεν σκότωσε το ποδήλατο, το αεροπλάνο δεν σκότωσε το τρένο, σήμερα μάλιστα το τρένο ίσως και να σκοτώνει το αεροπλάνο. Επομένως, δεν πρέπει να θεωρούμε ποτέ ότι ένα καινούργιο μέσο θα αφανίσει το προηγούμενο. Θα βρεθούμε σε μια ανάμεικτη κατάσταση στην οποία πιθανώς να ψάχνω στο iPad την είδηση της εφημερίδας, στο e-book θα έχω περάσει τις εγκυκλοπαίδειες ή τις βιβλιογραφίες, αλλά όταν θα θέλω να διαβάσω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα πιθανότατα θα παίρνω το έντυπο βιβλίο και θα κάθομαι κάτω από το δέντρο».
Για την κρίση στον Τύπο, και ειδικά στις εφημερίδες: «Τα καθημερινά έντυπα είναι αυτά που αναμφίβολα βιώνουν τη μεγαλύτερη κρίση γιατί είναι αλήθεια πως αν πρέπει να τρέξω να πάρω το τρένο και δεν προλαβαίνω να πάρω εφημερίδα, με το iPad μπορώ να τη διαβάσω. Αν είμαι στην παραλία ή κάπου που φυσάει και ο αέρας μου πάρει την εφημερίδα, με το iPad δεν έχω πρόβλημα. Όταν μεγαλώνουμε και έχουμε πρεσβυωπία, τα γράμματα της εφημερίδας μοιάζουν μικρά ενώ με το iPad μπορώ να αλλάξω το μέγεθος του κειμένου. Πιθανώς για κάποιες πληροφορίες το iPad… αλλά μετά σκεφτείτε το παιδί που δεν χρειάζεται να πηγαίνει σχολείο με την τσάντα του φορτωμένη με λεξικά κ.λπ. Μπορεί να έχει τα πάντα σε μια τέτοια συσκευή. Αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Σκεφτείτε έναν εισαγγελέα που πρέπει να ταξιδέψει με μια δικογραφία 3000 σελίδων και πρέπει να κουβαλήσει τις βαλίτσες του – επομένως είναι μεγάλη βοήθεια για πολλά πράγματα. Πάντως δεν θα αφανίσει τα προηγούμενα συστήματα».
Για την μυθοπλασία και τα βιβλία του: «Εγώ είμαι σαν ένας ποδηλάτης που παίρνει μέρος και σε ράλι αυτοκινήτων. Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στη μυθιστοριογραφική μου δραστηριότητα και τη δραστηριότητά μου ως φιλόσοφου και ιστορικού της φιλοσοφίας. Μετά ακολούθησε η μελέτη της αισθητικής του Μεσαίωνα, μετά η μελέτη της ποιητικής του Τζόις, μετά η μελέτη της πειραματικής φόρμας της λογοτεχνίας, στη συνέχεια η επαφή με τη μαζική επικοινωνία και μετά η σημειολογία. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν κάλλιστα ακόμα κι αν δεν έγραφα μυθιστορήματα. Λοιπόν, αν και δεν είμαι προληπτικός, στο χέρι μου η γραμμή της ζωής σταματά στη μέση και ξαναρχίζει δίπλα μέχρι που τελειώνει. Λες κι εγώ, γύρω στα σαράντα πέντε μου, είχα χάσει τη μνήμη μου, παντρεύτηκα κάποιαν άλλη, έκανα άλλα παιδιά κι έκανα άλλη ζωή. Εν μέρει έτσι έγινε. Λίγο πριν από τα πενήντα μου άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα. Γιατί; Με ρώτησαν σε δέκα χιλιάδες συνεντεύξεις και η απάντηση που έδινα ήταν: εκείνη την εποχή, ένας κύριος ο οποίος είχε γευτεί όλες τις ικανοποιήσεις που θα μπορούσε να γευτεί, τι θα μπορούσε άλλο να κάνει; Να το σκάσει με μια Κουβανέζα χορεύτρια και να πάει να ζήσει μια άλλη ζωή στο Ακαπούλκο.; Επειδή κόστιζε πολύ να φύγω με μια Κουβανέζα χορεύτρια και να πάω στο Ακαπούλκο (άλλωστε το Ακαπούλκο δεν είναι και κάτι το σπουδαίο), άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα. Η άλλη απάντηση που έδινα για να σωπάσουν οι κακές δημοσιογραφικές γλώσσες ήταν «επειδή έτσι γούσταρα». Η τρίτη που θα ήθελα να δώσω είναι ότι είχα πάντα μια λογοτεχνική παρόρμηση. Σας είπα προηγουμένως ότι από παιδί προσπαθούσα να γράψω μυθιστορήματα. Νομίζω όμως ότι και τα δοκίμιά μου είναι δομημένα με λογοτεχνικό τρόπο. Όταν παρουσίασα την πτυχιακή μου πάνω στην αισθητική του Θωμά Ακινάτη, ο δεύτερος καθηγητής που θα έκρινε την εργασία μου, τη δημοσίευσε μεν αλλά είχε μια σοβαρή ένσταση. Μου είχε πει: Ένας επιστήμονας όταν θέλει να κάνει μια έρευνα, κάνει πολλές υποθέσεις, κι αν κάνει κάποιο λάθος, γυρνάει πίσω και στο τέλος γράφει τα συμπεράσματά του. Εσύ όμως αφηγήθηκες όλη την έρευνά σου με τις αμφιβολίες και τα λάθη σου, καθώς και τα πισωγυρίσματά σου. Κι εγώ είπα: Ναι, έχετε δίκιο ότι το έκανα έτσι αλλά έχετε ταυτόχρονα άδικο ότι δεν πρέπει να γίνεται έτσι μια έρευνα. Κάθε πραγματική έρευνα πρέπει να γίνεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, σαν την αφήγηση μιας αστυνομικής έρευνας. Επομένως πάντα έγραφα μυθιστορήματα ακόμα κι αν ονομάζονταν Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη. Κάποια στιγμή, όταν έφτασα σε κάποια φάση της ζωής μου όπου ό,τι ήθελα να κάνω, τα είχα πραγματοποιήσει σχεδόν όλα, είχα γράψει πολλά βιβλία, είχα κάνει δύο παιδιά, είχα δική μου έδρα στο Πανεπιστήμιο, άρα το μόνο που μου έμενε ήταν να το σκάσω με την Κουβανέζα χορεύτρια, είπα γιατί να μη γράψω ένα μυθιστόρημα για δική μου ευχαρίστηση, σαν μια παρένθεση. Το μόνο που δεν ήξερα είναι ότι θα καταλάμβανε ένα τόσο μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού της ζωής μου».
«Όλα μου τα μυθιστορήματα είναι μυθιστορήματα ιδεών! Υπάρχουν, βλέπετε, αυτοί που δεν τα καταφέρνουν στον έρωτα, οπότε έχουν ανάγκη να βάλουν σεξ στα βιβλία τους. Και οι άλλοι που κάνουν σεξ χωρίς πρόβλημα και δεν χρειάζονται να το βάλουν στα βιβλία τους, οπότε βάζουν ιδέες. Στα μυθιστορήματά μου λοιπόν, το ερωτικό παιχνίδι γίνεται ανάμεσα στις ιδέες. Ακόμη και στον 18ο αιώνα να ζούσα, δεν θα έγραφα τις Επικίνδυνες σχέσεις αλλά τον Καντίντ!»
[Οι εποχές όπου τοποθετεί τα μυθιστορήματά συνομιλούν με την δική μας]: «Ωστόσο θα μπορούσα να το κάνω αυτό ακόμη και γράφοντας για τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ. Δώστε μου 50$ και μπορώ να σας βρω αναλογίες με οποιαδήποτε εποχή! Τι εννοώ; Ένας φιλόσοφος που ποτέ δεν αγάπησα, ο Μπενεντέτο Κρότσε, έχει πει κάτι σωστό: «κάθε ιστορία είναι μια σύγχρονη ιστορία». Όσο αντικειμενικός κι αν είσαι, δηλαδή, δεν παύεις να θέτεις ερωτήματα της δικής σου εποχής. Όσο και να σέβεται ένας ιστορικός τα ντοκουμέντα μιας άλλης εποχής, ο τρόπος που τα επιλέγει και τα ερμηνεύει απαντά στις ανησυχίες του καιρού του. Εάν λοιπόν έχεις και πολιτικούς προβληματισμούς, όπως εγώ, είναι αυτονόητο ότι θα φωτίσεις λ.χ. το θέμα της ελευθερίας και της καταπίεσης κ.ο.κ. Όταν έγραφα για τον Μεσαίωνα, εκείνο που πάνω απ’ όλα με ενδιέφερε τότε είναι ότι επρόκειτο για μια εποχή αβεβαιότητας, εποχή μεταβατική όπου άλλαζαν όλα και πρώτα οι αξίες».
Για τον ιδανικό αναγνώστη:
Για το αν διαπαιδαγωγεί τον αναγνώστη του: «Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Συνήθως το πρώτο κεφάλαιο στα μυθιστορήματά μου είναι δύσκολο, για να του επιβάλλω ένα είδος πειθαρχίας, ώστε αν δεν είναι διατεθειμένος να μπει στη δοκιμασία να μείνει σπίτι του. Αλλά από εκεί και πέρα δεν τον υποβάλλω διαρκώς σε γυμνάσια. Αν π.χ. κάποιος χαρακτήρας λέει «αμπρακαντάμπρα» δεν έχω την απαίτηση από τον αναγνώστη να καταλάβει ακριβώς τι σημαίνει αυτή η έκφραση. Μου αρκεί το ότι θα ξέρει πως κάποιος είπε «αμπρακαντάμπρα». Άλλες φορές όμως, τον βοηθάω συνειδητά χωρίς να φαίνεται. Κάποια στιγμή π.χ. στο Όνομα του Ρόδου ο καλόγερος-«ντετέκτιβ» Γουλιέλμος ντε Μπάσκερβιλ, φοράει γυαλιά και οι άλλοι μοναχοί τον κοιτάζουν σαν χαμένοι. Με αυτόν τον τρόπο πληροφορώ τον αναγνώστη ότι τα γυαλιά δεν υπήρχαν ακόμη εκείνη την εποχή. Είναι μια τεχνική για να παραξενευτεί και εντέλει να εξοικειωθεί με πράγματα που δεν γνωρίζει. Κάτι παρόμοιο κάνω όταν χρησιμοποιώ λατινικά ρητά. Παρόλα αυτά παραμένει μυστήριο το πώς εκείνο το βιβλίο, που ήταν δύσκολο, άγγιξε τόσους αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Για μένα αυτό σημαίνει ότι οι αναγνώστες δεν είναι τόσο ηλίθιοι όσο νομίζουν συνήθως οι εκδότες»
Για το αν η λογοτεχνία πρέπει να είναι εύληπτη από όλους: «Υπάρχουν εκείνοι που θέλουν εύκολες απαντήσεις κι εκείνοι που θέλουν δύσκολες. Την ιστορία με τον λύκο και το αρνί του Φαίδρου, όπου ο λύκος τρώει το αρνί με τη δικαιολογία ότι του βρομίζει το νερό (ενώ το αρνί βρίσκεται πάνω στο βουνό και ο λύκος είναι αυτός που βρομίζει το νερό), την καταλαβαίνουν όλοι. Αν θέλουμε όμως να την αναλύσουμε σε όλες της τις συνιστώσες, είναι μια ιστορία με απέραντο βάθος. Επομένως μπορεί να υπάρχουν ιστορίες που μοιάζουν απλές και που όλοι τις καταλαβαίνουν αλλά τελικά… έτσι είναι οι μύθοι».
Για το αν ο ίδιος επιθυμεί να είναι εύληπτος ή όχι [Υπάρχουν πολλοί διάσημοι συγγραφείς που γράφουν επίτηδες δύσκολο το πρώτο κεφάλαιο διότι θέλουν να απομακρύνουν τους ανεπιθύμητους αναγνώστες]: Κι εγώ αυτό κάνω. Χρειάζεται για να βάζεις σε πειθαρχία τον αναγνώστη. Αν δεν είσαι διατεθειμένος να περάσεις αυτή τη δοκιμασία, τράβα σπίτι σου. [Όμως] Μόλις τον βάλω σε πειθαρχία, στη συνέχεια μπορώ να τον βοηθήσω με πολλούς τρόπους, ακόμα κι όταν το μυθιστόρημα μοιάζει να διηγείται λόγια πράγματα ή δεν ξέρω τι… Γιατί υπάρχουν τόσες λατινικές λέξεις; Μα ο αναγνώστης δεν ξέρει λατινικά. Και τι με νοιάζει εμένα; Μήπως γράφω γι’ αυτούς που ξέρουν λατινικά; Γράφω γι’ αυτούς που δεν ξέρουν και ακούνε κάτι το μυστηριώδες. Μου λένε: Μα εγώ αναγκάστηκα να ψάξω στο λεξικό. Κακώς, δεν έπρεπε. Όταν σ’ ένα μυθιστόρημα γράφεις άμπρα-κατάμπρα, δεν θέλεις να ξέρει ο κόσμος τι σημαίνει άμπρα-κατάμπρα. Θέλεις να ξέρει ότι κάποιος είπε άμπρα-κατάμπρα. Άλλες φορές, αν και δεν φαίνεται ότι βοηθάω τον αναγνώστη, τον βοηθώ πάρα πολύ. Στο Όνομα του Ρόδου ο Γουλιέλμος Μπάσκερβιλ κάποια στιγμή βγάζει κάτι από το δισάκι του που καταλαβαίνουμε αμέσως ότι είναι γυαλιά. Και όλοι οι μοναχοί γύρω του μένουν έκπληκτοι. Με αυτόν τον τρόπο έχω πληροφορήσει τον αναγνώστη ότι τα γυαλιά μόλις είχαν ανακαλυφθεί εκείνη την εποχή χωρίς να του το πω ευθέως. Το παράξενο είναι ότι ενώ γράφω δύσκολα βιβλία, με πολλές λατινικές φράσεις…»
Για τα δύσκολα βιβλία αυτά πουλάνε εκατομμύρια αντίτυπα: «Προφανώς οι αναγνώστες δεν είναι τόσο ηλίθιοι όσο νομίζουν οι εκδότες. Στα έξι δισεκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη υπάρχει ένα γενναίο ποσοστό αναγνωστών που δεν θέλει εύκολα βιβλία».
Για το ποια είναι η πρώτη του προτεραιότητα: «Να διηγηθώ μια ιστορία. Ξέρετε ότι σε κάποια θεωρητικά βιβλία μου μίλησα πολύ για τη δημιουργία του αναγνώστη-προτύπου. Ένας συγγραφέας δεν γράφει για νοικοκυρές, για σιδηροδρομικούς υπαλλήλους ή για λοχίες. Γράφει για τον αναγνώστη που ο ίδιος πλάθει τη στιγμή της ανάγνωσης: εκείνη τη στιγμή θα ήθελα ο αναγνώστης μου να γίνει σαν κι εμένα. Μα πώς; Μόλις έδωσα ένα παράδειγμα με τα γυαλιά. Δημιουργώ έναν αναγνώστη ικανό να καταλάβει ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν γυαλιά. Τον χτίζεις βήμα βήμα και αν αυτό έχει αποτέλεσμα, έχει καλώς, αν όχι, κακώς. Πρόσφατα έγραψα ότι υπάρχουν αναγνώστες ανίκανοι να αναγνωρίσουν τη μυθοπλασία και αποδίδουν στον συγγραφέα τις απόψεις των ηρώων του. Επομένως δεν διαβάζουν σωστά. Μου λένε γιατί είπατε το τάδε πράγμα; Εγώ; Δεν το είπα ποτέ, ο ήρωάς μου το είπε. Υπάρχουν αναγνώστες που δεν μπορούν να κάνουν αυτή τη διαφοροποίηση. Είναι κακοί αναγνώστες κι εγώ έχω αποτύχει γιατί δεν τους έπλασα έτσι όπως ήθελα. Είμαι ένας συγγραφέας που μπορεί τα βιβλία του να πουλάνε πολύ αλλά μιλάει σ’ ένα πολύ μικρότερο ποσοστό αναγνωστών. Οι άλλοι είναι αυτοί που απλώς αγοράζουν το βιβλίο, τι να κάνουμε;»
Η σχέση του με την Ελλάδα:
Ο Έκο μιλούσε Αρχαία Ελληνικά και κατ’ επανάληψη έλεγε πώς πάντοτε «ονειρεύεται να επιστρέφει στην Ελλάδα».
Ο Σταυρός των Δωδεκανήσων με τον οποίο τιμήθηκε στο σπήλαιο της Πάτμου ήταν η συνεχής αναφορά του σε κάθε βράβευση [“Πρέπει να παραδεχτώ πως συγκινήθηκα όταν μου απένειμαν στην Ελλάδα τον σταυρό της Δωδεκανήσου, στην Πάτμο, μέσα στο σπήλαιο που ο Ιωάννης έγραψε την “Αποκάλυψη”] και η σκιά του νησιού όπου έγραψε την «Αποκάλυψή» του ο Ιωάννης υπήρξε εμφανής στο έργο του. Όχι μονάχα στη δική του «Αποκάλυψη του Ιωάννη» [Παρατηρητής, 1995] αλλά και στα δυο από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματά του: Στο «Όνομα του Ρόδου» και στο «Κοιμητήριο της Πράγας». Και στα δυο, το μεγάλο μοναστήρι της Πάτμου τοποθετούσε ως κέντρο και πλαίσιο. Και ειδικότερα «Το μυστήριο στο “Ονομα του Ρόδου” έγκειται στο ότι οι μοναστηριακές αρχές θέλουν να κρατήσουν στην αφάνεια ένα από τα κείμενα του Αριστοτέλη. Το “Περί Κωμωδίας”. Ο Εκο μιλά για μια θρησκευτική αντίληψη που εχθρεύεται τη χαρά του ανθρώπου, γιατί η χαρά, το γέλιο, το σκώμμα, είναι προϊόντα ανησυχίας και εργαλεία διολίσθησης προς την αναρχική, ανατρεπτική αμφιβολία. Και η Τάξη των Πραγμάτων δεν πρέπει να τα επιτρέπει αυτά».
Αλλά με το «Όνομα του Ρόδου» ο Έκο επιχειρεί και επιτυγχάνει πολλά περισσότερα, αποδεικνύοντας κατά κάποιον τρόπο όπως γράφει ο Αναστάσιος Βιστωνίτης «Πώς ο δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι στην πραγματικότητα, ακόμη και σήμερα, ο μεγάλος δάσκαλος της Ευρώπης»: «Το 1980 κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα μυθιστόρημα που θα γινόταν μέσα σε λίγα χρόνια μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες. Μία τριετία αργότερα εκδόθηκε και στις ΗΠΑ, όπου επέτυχε το σχεδόν αδιανόητο για βιβλίο ξένου συγγραφέα: επί 150 και πλέον εβδομάδες παρέμεινε στον κατάλογο ευπώλητων των «New York Times». Τίτλος του, «Το όνομα του ρόδου» και συγγραφέας του ο Ουμπέρτο Εκο.
Ήταν ένα μυθιστόρημα ασυνήθιστο και η επιτυχία του, λένε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σοφή αστυνομική πλοκή του, στο ότι οι χαρακτήρες του είναι τόσο φανταστικά όσο και πραγματικά πρόσωπα, δίνοντάς μας μια εντυπωσιακή εικόνα της μεσαιωνικής Ευρώπης μέσω της μυθοπλασίας. Πέραν όμως αυτών, με το βιβλίο του ο ευφυέστατος Ιταλός είχε την ευκαιρία, διεισδύοντας στη μεσαιωνική σκέψη, να μας παρουσιάσει τη μέθοδο των σχολαστικών: του Φραγκίσκου της Ασίζης, του Θωμά Ακινάτη και άλλων, δηλαδή εκείνων που μελέτησαν και ερμήνευσαν το έργο του Αριστοτέλη. Άλλωστε, η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στις αρχές του 14ου αιώνα σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων, στο οποίο βρισκόταν το χαμένο χειρόγραφο του δεύτερου μέρους της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη – ενώ το διασωζόμενο πρώτο αναφέρεται στην τραγωδία, το δεύτερο αφορά την κωμωδία.
Το εύρημα του Έκο έχει λογική βάση. Στο διασωζόμενο χειρόγραφο περιέχεται η νύξη ότι υπάρχει και μια δεύτερη μελέτη, για την κωμωδία. Και αυτό είχε προκαλέσει πλήθος από εικασίες μέσα στους αιώνες.
Πέρα από αυτά τα συναρπαστικά, προκύπτει και ένα άλλο συμπέρασμα: ότι η Ευρώπη καθ” όλη τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα υπήρξε αριστοτελική. Αλλά σε μεγάλο βαθμό και αργότερα, ως τα τέλη του 16ου αιώνα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας αν ανατρέξει στις σχετικές μελέτες».
Όμως ο Έκο συχνά μιλούσε και γι’ άλλα. Εκτός από την αρχαία ελληνική Γραμματεία και για την αρχαία Ελληνική μυθολογία και αρχαία ελληνική Τραγωδία, και ιδιαίτερα για την Μήδεια. Την οποία θεωρούσε πολλά: σπουδή στην γυναικεία και στην ανθρώπινη φύση, στον έρωτα, στην παραφορά, στη ζήλια…
Ο Έκο και το παιδικό βιβλίο:
«Ο Ουμπέρτο Έκο δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια και έγραψε για τους φοιτητές του εξαιρετικά δύσκολα βιβλία που ίσως να μη διαβάσετε ποτέ – μικρό το κακό, εδώ που τα λέμε. Έπειτα έγραψε έξι μυθιστορήματα (το πιο γνωστό είναι “Το όνομα του Ρόδου”) και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς εν ζωή Ιταλούς συγγραφείς στον κόσμο. Του έχουν δώσει σε διάφορες χώρες 38 lauree ad honorem, τιμητικά διδακτορικά, με άλλα λόγια διδακτορικά που ευτυχώς δεν είσαι αναγκασμένος να μελετήσεις για να τα πάρεις, αλλά σου τα δίνουν γιατί τους αρέσουν αυτά που γράφεις. Όμως κανείς δε διάβασε ποτέ το πρώτο του διήγημα, που το έγραψε σε ηλικία δέκα χρόνων. Δομιμάστε κι εσείς να γράψετε ένα.»
Έτσι συστήνεται ο μεγάλος Ουμπέρτο Έκο στο “Οι λογοδοσμένοι” με το οποίο συμμετείχε στη σειρά SAVE THE STORY, διηγούμενος ουσιαστικά την υπόθεση του κλασικού για τα ιταλικά γράμματα έργου του Αλεσάντρο Μαντσόνι, και προτρέποντας τους νέους “αν έχετε την τύχη να μην είστε υποχρεωμένοι να το διαβάσετε, δοκιμάστε, μεγαλώνοντας, να το διαβάσετε μόνοι σας. Αξίζει τον κόπο.” (Λέει πιο πριν “πολλοί νομίζουν πως είναι ένα βαρετό βιβλίο γιατί υποχρεώθηκαν να το διαβάσουν στο σχολείο στα δεκατέσσερά τους χρόνια…”)
Κι αφού διηγείται υπέροχα την ιστορία, φροντίζοντας ενδιάμεσα να φωτίσει τις τεχνικές του συγγραφέα, στο τέλος θέτει ένα ερώτημα (ποιο είναι το ζουμί της ιστορίας;) και επιχειρεί μία απάντηση: “…στην πραγματικότητα ο κύριος Αλεσσάντρο περιορίστηκε στο να μας ενθαρρύνει ν´ αγαπάμε τους απροστάτευτους και να φερόμαστε όπως οι καλοί άνθρωποι οι οποίοι τους βοήθησαν στην ιστορία που μας αφηγήθηκε. Είναι σαν να μας λέει: Βλέπετε, ακόμα κι αν ο κόσμος δεν είναι ωραίος -κι εγώ δεν σας έκρυψα καμία από τις ασχήμιες του, τα δράματα, τον πόνο και τον θάνατο-, αν ο κόσμος μπορεί να νιώθει λίγη συμπόνια για τον πλησίον του, αυτός ο κόσμος θα φαντάξει λίγο, έστω και τοσοδά, λιγότερο άσχημος.”
Η ανάγνωση του βιβλίου, από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι μια συνομιλία με τις επόμενες γενιές ζωντανή, παιγνιώδης, αγαπητική. Ένας σοφός που δεν νοιάζεται να τον βλέπουν στον θρόνο του αλλά απροσποίητα και με μεγάλη χάρη προσέρχεται στη συνάθροιση με τους λογής αναγνώστες του».
Εργογραφία:
[Έργα του στα ελληνικά]:
- Πολιτιστικά κοιτάσματα (1992) Παρατηρητής
- Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις (1993) Παρατηρητής
- Η ποιητική του Τζαίημς Τζόυς (1993) Δελφίνι
- Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα (1994) Γνώση
- Τα όρια της ερμηνείας (1994) γνώση
- Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία (1994) Νήσος
- Κήνσορες και θεράποντες (1994) Γνώση
- Το εκκρεμές του Φουκώ (1995) Γνώση
- Σημειώματα σημειολογίας κ.α. (1995) Μαλλιάρης Παιδεία
- Η Αποκάλυψη του Ιωάννη (1995) Παρατηρητής
- Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης (1996) Ελληνικά Γράμματα
- Πέντε ηθικά κείμενα (1997) Ελληνικά Γράμματα
- Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας (1998) Ελληνικά Γράμματα
- Το όνομα του ρόδου (1999) Ελληνικά Γράμματα
- Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο (1999) Ελληνικά Γράμματα
- Ο Καντ και ο ορνιθόρυγχος (1999) Ελληνικά Γράμματα
- Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή (1999) Μαλλιάρης Παιδεία
- Το νησί της προηγούμενης ημέρας (2000) Ελληνικά Γράμματα
- Το εκκρεμές του Φουκώ (2000) Ελληνικά Γράμματα
- Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας (2000) Ελληνικά Γράμματα
- Πώς να διαψεύσετε μια διάψευση και άλλες οδηγίες χρήσεως (2001) Γνώση
- Μπαουντολίνο (2002) Ελληνικά Γράμματα
- Περί λογοτεχνίας (2002) Ελληνικά Γράμματα
- Εμπειρίες μετάφρασης (2003) Ελληνικά Γράμματα
- Το νησί της προηγούμενης ημέρας (2004) Ελληνικά Γράμματα
- Οι τρεις κοσμοναύτες (2004) Ελληνικά Γράμματα
- Οι νάνοι του Γκνου (2004) Ελληνικά Γράμματα
- Η βόμβα και ο στρατηγός (2004) Ελληνικά Γράμματα
- Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2005) Ελληνικά Γράμματα
- Επιμύθιο στο Όνομα του ρόδου (2005) Ελληνικά Γράμματα
- Με το βήμα του κάβουρα (2006) Ελληνικά Γράμματα
- Αναμνήσεις επί χάρτου (2007) Ελληνικά Γράμματα
- Από το δέντρο στον λαβύρινθο (2008) Ελληνικά Γράμματα
- Η ομορφιά της λίστας (2011) Καστανιώτη
- Το όνομα του ρόδου (2011) Ψυχογιός
- Το κοιμητήριο της Πράγας (2011) Ψυχογιός
- Το εκκρεμές του Φουκώ (2011) Ψυχογιός
- Εξομολογήσεις ενός μυθιστοριογράφου (2011) Πατάκη
- Το νησί της προηγούμενης ημέρας (2012) Ψυχογιός
- Μπαουντολίνο (2012) Ψυχογιός
- Κατασκευάζοντας τον ЭХΘРΟ (2012) Ψυχογιός
- Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσα Λοάνα (2012) Ψυχογιός
- Φύλλο μηδέν (2015) Ψυχογιός
Ο Ουμπέρτο Έκο στη βιβλιοθήκη του:
Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια κινητή βιβλιοθήκη από μόνος του. Ακόμα και η μυθοπλασία του ήταν χτισμένη επάνω σε ένα λαβύρινθο βιβλίων. Ένα βιβλίο ήταν πάντα το αίνιγμα που έπρεπε να λυθεί. Πολλά βιβλία, ο τρόπος της λύσης του. Οι βιβλιοθήκες στο σπίτι του στο Μιλάνο [εικάζεται ότι περιέχει 30.000 τίτλους] και στο εξοχικό του στο μεσαιωνικό χωριό Μόντε Τσερινιόνε [8.000 τίτλου] υπήρξαν η δική του μοναδική ζωή. Στο βίντεο ο Ουμπέρτο Έκο στις βιβλιοθήκες στο σπίτι του.
[πηγές: βιβλιονέτ, Οι κεραίες της εποχής μας, Συνεντεύξεις του στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, στη Μικέλα Χαρτουλάρη και στον Αναστάση Βιστωνίτη, ελληνικός και ξένος τύπος]