Fractal

Λογοτεχνία για απαιτητικούς αναγνώστες

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης // *

 

“Τ’ αηδονιού το δάκρυ”, Γεώργιος Τζιτζικάκης,  εκδόσεις Ωκεανίδα

 

«Τ’ αηδονιού το δάκρυ», είναι ένα μυθιστόρημα με υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο, προσεγμένο, που δεν θα απογοητεύσει τους απαιτητικούς αναγνώστες. Η αλήθεια είναι ότι ως αναγνώστης πάντα έχω τις ενστάσεις μου για την ποιότητα, για να μιλήσουμε με καλλιτεχνικούς όρους, ενός μυθιστορήματος ή γενικότερα, όταν αφορά ένα φιλόδοξο καλλιτεχνικό εγχείρημα. Όμως αυτή τη φορά οι όποιες ενστάσεις μου εξαφανίστηκαν από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Ο Γεώργιος Τζιτζικάκης, ένας νέος συγγραφέας με όρεξη για δουλειά και για προσφορά στον χώρο της λογοτεχνίας, με μαεστρία διαχειρίζεται ένα θέμα που μοιάζει συνηθισμένο για τους πολλούς και που στα χέρια άλλων δεν θα διέφερε από εκείνα τα φτωχά και προσβλητικά για τη νοημοσύνη μας ρομάντζα της τηλεόρασης και της φτηνής λογοτεχνίας. Στο συγκεκριμένο βιβλίο η εξέλιξη του δράματος είναι διαφορετική. Γιατί “Τ’ αηδονιού το δάκρυ”, είναι λογοτεχνία και μάλιστα πολύ καλή λογοτεχνία.

Πίσω από τις σελίδες του βιβλίου κρύβεται μια πραγματική ιστορία-θρύλος στα Χανιά, γνωστή στους παλιότερους Χανιώτες, έντεχνα μεταφερομένη σε ένα μυθιστόρημα αξιώσεων όπως «Τ’ αηδονιού το δάκρυ». Ο μύθος ξεδιπλώνεται με σαφήνεια. Αρχικά μας μεταφέρει σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων της δεκαετίας του 1980. Ο Γιώργης και η Κωστούλα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους για την τύχη του μονάκριβου μωρού τους που αργοσβήνει μέσα στα χέρια τους από ανεξήγητη αιτία. Μόνο ο γέροντας Τυροθόδωρας, ίδιος με μάντη από παλαιά ιστορία, κατάλαβε ότι το μωρό είναι δεμένο με κατάρα κι έτσι πέμπει τον Γιώργη στο μοναστήρι της Μαραθοκεφάλας, όπου η καλόγρια Σταυροκατίνα, ίδια με μάγισσα μεσαιωνικού έργου, ίδια με την Εκάτη και με τις χοϊκές μορφές των αρχαίων θρησκειών, και του αποκαλύπτει ότι το κορίτσι είναι δεμένο με τριπλή κατάρα κι αν σηκώσουν την πέτρα της, πρέπει να τη φορτωθεί ο Γιώργης. Και πολύ αργότερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, βλέπουμε την Κλειώ, χωρίς την πρώτη της νεανική ομορφιά, τσακισμένη από τα προβλήματα της καθημερινότητας, να ζει παγιδευμένη σ’ έναν γάμο που βυθίζει τη ζωή της σε κινούμενη άμμο, ώσπου κάποτε αφυπνίζεται, θεριεύει, επαναστατεί και επιχειρεί το μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Από εκεί κι ύστερα ξεδιπλώνεται το κόκκινο κουβάρι της ιστορίας που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος και την οριστική Κάθαρση.

«Τ’ αηδονιού το δάκρυ», είναι ένα μυθιστόρημα που με όμορφο, σκληρό και γλυκό τρόπο κατορθώνει να μιλήσει για όλα αυτά που θέλουν να ξεχάσουμε. Για την ανθρωπιά, την εμπιστοσύνη και τη μπέσα, την αξιοπρέπεια και την τιμή, για τις αξίες της φιλίας, της συντροφικότητας, για τον αγνό χωρίς εμπόδια και προκαταλήψεις έρωτα αλλά και για το πόσο ευαίσθητοι μπορούμε να γίνουμε όταν απειλείται η ελευθερία μας ως ατόμων, κοινωνίας ή οικογένειας. Το βιβλίο και ο συγγραφέας δεν είναι αμέτοχοι μπροστά στα ζητήματα που αναδεικνύονται μέσα από την συγκεκριμένη ιστορία, αντίθετα παίρνουν θέση διακριτικά και ξεκάθαρα με την πλευρά των απλών ανθρώπων που αγωνίζονται να ζήσουν όμορφα, όσο το δυνατόν μακριά από προβλήματα και κυρίως από ανθρώπους που διεκδικούν πάνω στην αγάπη τους για τον συνάνθρωπο να αποκτήσουν δύναμη, εξουσία και επιρροή.

Τίποτα, λέει ο συγγραφέας, δεν είναι εύκολο στην προσπάθεια μας να ζήσουμε ελεύθεροι κι ωραίοι, τίποτα δεν μπορεί να πάει καλά εάν εμείς δεν προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα. Δεν έχει σημασία εάν στα προβλήματα αυτά, ευθύνεται μία κατάρα ή οι επιλογές ενός κακόβουλου ανθρώπου, αρκεί να ενώσουμε τα χέρια μας και να πλεχτούν τα δάχτυλα μας τέλεια «σα φρέσκο λάδι σε ζεστό ψωμί» (σελ. 149) κι όλα θα πάνε αλλιώς. Έτσι κι αλλιώς «Η ζωή ποτέ δε ζήτησε πολλά. Μια αγάπη, δυο φίλους, ένα όνειρο της αρκεί» (σελ. 54) για να κάνει θαύματα. Θα πονέσουμε, το δίχως άλλο, όσο θα δίνουμε αυτό τον αγώνα που από τη μία θα μοιάζει με αρχαία τραγωδία και από την άλλη με ένα πανηγύρι της καταπιεσμένης μας συνείδησης. Ο Γεώργιος Τζιτζικάκης το ξέρει καλά αυτό, η ζωή είναι ένας ανήφορος, ένας δρόμος δύσβατος και επικίνδυνος. Πολλές ελπίδες θα χαθούν στο πέλαγος, μέρα με τη μέρα η ύπαρξη μας θα βυθίζεται «σ’ έναν απέραντο ωκεανό θλίψης» (σελ. 11) αλλά και πάλι θα έρθει η λύτρωση.

Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ασκητική: «Μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζονταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο πάνω κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην Κινούμενη Μονάδα, στη μετατοπιζόμενη κορφή. Δεν μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε. Μήτε κι αν τη φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία, τον Παράδεισο. Ανεβαίναμε γιατί ευτυχία, σωτηρία, και Παράδεισος για μας ήταν η Ανάβαση.» Αυτή νομίζω πως είναι μία από τις ιδέες και τα νοήματα που βρίσκονται πίσω από το βιβλίο. Και, όπως θα καταλάβετε όσοι διαβάσετε το βιβλίο, η ευτυχία ούτε για την Κλειώ Αηδονάκη, ούτε για την οικογένεια της, ούτε ακόμα και για τον «κακό» της ιστορίας, Σήφη Παπαδομανωλάκη δεν είναι κάτι εύκολα κατορθωτό. Ο καθένα από εμάς σηκώνει τον προσωπικό του Γολγοθά, αν μείνει μόνος του θα ηττηθεί. Αν βρει συμπαραστάτες, φίλους και συμμάχους θα νικήσει, με τον κίνδυνο βέβαια να του αφήσει κουσούρι ο υπεράνθρωπος αγώνας. Αλλά σε όλα αυτά σημασία έχει ο αγώνας που δίνεται –αν δεν δοθεί θα είναι εξ ορισμού χαμένος– και οι μικρές επαναστάσεις που μπορούν να μας αλλάξουν ριζικά.

Το μυθιστόρημα αναδεικνύεται μέσα από όλα αυτά ως ένας ύμνος στη Ζωή. Αλλά είναι και ένας ύμνος στην Κρήτη. Ο συγγραφέας, Χανιώτης που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, αγαπάει την ιδιαίτερη πατρίδα του και το δείχνει. Τα καλοκαίρια πάντα επιστρέφει στα Χανιά, με τα χαρτιά και τα βιβλία του, με καλλιτεχνική και μουσική διάθεση, όχι απλά για να γεμίσει τις μπαταρίες του –όπως συνηθίζουμε να λέμε– αλλά για να απελευθερωθεί από το γκρίζο της Αθήνας. Όπως έχει δηλώσει κι ο ίδιος κατά καιρούς η κάθε μέρα στην Αθήνα μοιάζει με ένα διάλειμμα μέχρι να επιστρέψει στην Κρήτη. Στο «Τ’ αηδονιού το δάκρυ» αυτή η αντίληψη του συγγραφέα είναι ιδιαίτερα έντονη. Μάλιστα, οι σελίδες που αφηγούνται το παρελθόν και τις περιπέτειες της οικογένειας Αηδονάκη στα Χανιά, στην Κρήτη, με τις υπέροχες περιγραφές των ανθρώπων, των εθίμων, του χώρου, με την άριστη χρήση της ντοπιολαλιάς, αποτελούν τα καλύτερα σημεία τους μυθιστορήματος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σύνολο του βιβλίου δεν είναι αξιόλογο. Ο συγγραφέας γράφει για την Κρήτη αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Η Κρήτη έχει την πρώτη θέση στην καρδιά του συγγραφέα όπως και στις καρδιές των ηρώων του αλλά γενικότερα σε αυτές τις σελίδες εκφράζεται η αγάπη και η εκτίμηση του συγγραφέα στην ελληνική περιφέρεια και στις διαφορετικές δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει για μια διαφορετικού τύπου ζωή. Δεν το κρύβει ο συγγραφέας. Η ανάγκη για επιστροφή στις ιδιαίτερες πατρίδες όλων όσων µένουν στην πρωτεύουσα υποστηρίζει πως είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

 

aidoni2

 

Ο αναγνώστης έχει να μάθει πολλά από αυτό το βιβλίο. Όταν κλείσει την τελευταία σελίδα θα είναι κατά πολύ πλουσιότερος. «Τ’ αηδονιού το δάκρυ» είναι ένα επικό μυθιστόρημα, με την έννοια ότι ασχολείται και διερευνά τα ανθρώπινα πάθη και λάθη αλλά και γιατί καταγράφει την αέναη πάλη μεταξύ Ζωής και Θανάτου και μάλιστα με βάση τα καζαντζακικά πρότυπα (το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη που παραθέτει στην προμετωπίδα του βιβλίου του ο συγγραφέας δίνει μια σχετική ιδέα). Είναι, επίσης, μια σύγχρονη, καλοστημένη ηθογραφία με κριτικό βλέμμα απέναντι και στην αλλοτρίωση της σύγχρονης κοινωνίας με τις κλειστές γκρίζες πόλεις αλλά και τις κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας –θέμα πολύ παλιό στην ελληνική λογοτεχνία (βλέπε τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα και την Ζωή και τον Θάνατο του Καραβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη) που ενώ είναι αγνές, ειλικρινείς και ανθρώπινες έρχεται εκείνη η στιγμή που θα διχαστούν ανάμεσα στην ανάγκη και το καθήκον, με σοβαρό κίνδυνο να χάσουν την ανεξαρτησία τους ή και την ελευθερία τους. Όμως σε αυτή τη διαμάχη, σε αυτή τη σύγκρουση πάντα η επαρχία κερδίζει τις πόλεις γιατί εκεί οι άνθρωποι παραμένουν και μοιάζουν περισσότεροι αγνοί, γνήσιοι και ειλικρινείς. Εκεί η αλλοτρίωση κρατά πολύ λίγο, ενώ και οι κατάρες (έργο ανθρώπων και όχι Θεού) πάντα βρίσκουν τη λύση τους.

Αλλά τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Όπως διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβει. Ο Γεώργιος Τζιτζικάκης σε αυτό το μυθιστόρημα, που αποτελεί και το προσωπικό του όραμα και στοίχημα, κάνει μια κατάθεση ψυχής. Οι αυτοβιογραφικές επιρροές είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρες στο σύνολο του έργου. Αλλά δεν λείπει και η βαθειά, ιστορική έρευνα για το ζήτημα που ασχολείται το μυθιστόρημα. Δεν λείπει η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Και αυτό είναι που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ σήμερα. Η αγάπη. Και αυτό το βιβλίο τη δίνει απλόχερα.

 

 **********************

 

aidoniou.tsitsikakisΟ Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης γεννήθηκε το 1981. Zει και εργάζεται στην Αθήνα στον τομέα της Καλλιτεχνικής Βιβλιοδεσίας. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Αθλητικών Επιχειρήσεων, είναι εν ενεργεία Διαιτητής Ποδοσφαίρου από το 1998 και Reiki Therapist του Usui System of Natural Healing από το 2008.
Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή ξεκινά από τα εφηβικά του χρόνια. Στα δεκαεπτά του λαμβάνει μέρος στον Πρώτο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας και κερδίζει το Γ΄ Βραβείο από την «Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών» για το διήγημα του «Ο Ζητιάνος». Λίγους μήνες μετά, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο -συλλογή διηγημάτων- με τίτλο «…Σιωπή… η δυνατότερη κραυγή…». Το δεύτερό του βιβλίο με διηγήματα, εκδίδεται το 2005 με τίτλο «Ένα γέλιο… που έκλαιγε…».

 

 

 

_________________

 

* Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986. Απόφοιτος λυκείου. Δραστηριοποιείται στα κοινά μέσα από τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Έχει δημοσιεύσει ποίηση σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες ενώ έχει συμμετάσχει σε διάφορα λογοτεχνικά project στο διαδίκτυο. Το ποίημα του “Ο άνθρωπος μας στο Παρίσι“ δημοσιεύθηκε στο συλλογικό έργο “Μια εικόνα… χίλιες λέξεις (e-book)“ των εκδόσεων “τοβιβλίο.net“. Άρθρα του για πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα δημοσιεύονται στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης ενώ παρουσιάζει νέους ποιητές και διηγηματογράφους στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό “Ατέχνως”, και στη στήλη των ”Νέων Δημιουργών”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top