Fractal

Δύο διηγήματα: “Κάτι στον τρόπο της” & “Ένα παραμύθι σαν ανάγκη”

Της Τζίνας Ψάρρη // 

 

f11

 

 

Κάτι στον τρόπο της

Η μουσική της. Ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα σαρώνει τη μοναξιά που περικλείει τη ζωή της. Ένα κύμα ογκούμενο, για να κρύψει τον θλιβερό ορίζοντα. Ορίζοντα που δεν έχει λόγο ύπαρξης χωρίς πιάνο.

Η Αγγελίνα γυρνούσε και ξαναγυρνούσε στο πιάνο, αλλιώς ασφυκτιούσε. Διαφωνούσα. Δεν έπρεπε να πω γνώμη; Παιδί της αδελφής μου ήταν, η μοναδική ανιψιά μου. Αδέξιο το σώμα της, αβέβαιο. Έτσι γεννήθηκε, με αναπηρικές παραμορφώσεις. Ισχίο και κάτω άκρα λαβωμένα. Πάνω σε μπαστούνια ακουμπισμένη η δεκάχρονη κοντούλικη ζωή της. Με μόνη ενθουσιώδη ευκαμψία στα δάχτυλα των χεριών. Κίνηση γεμάτη χάρη σε άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Και μια αόριστη αίσθηση μεταξύ πανικού και έξαψης να πλανιέται στον αέρα μαζί με τις νότες. Κάτι στον τρόπο της υπαινισσόταν αυτοπροβολή. Ότι αυτό που έκανε, το έκανε καλά. Θα έπρεπε να νιώθει έτσι, θα έπρεπε να ξέρει πως υπάρχει κάτι για το οποίο όφειλε ν’ αγωνιστεί. Κι όλο διάλεγε μοτίβα που η λυπημένη τους αρχή μεταλλασσόταν σε σχεδόν χαρούμενο τέλος. Το σώμα εγκατέλειπε προοδευτικά, το μυαλό ανύψωνε σκαλί-σκαλί.

Η αδελφή μου, η Νένα, παρακολουθούσε με ενθουσιώδη προσδοκία. Εγώ ανησυχούσα μόνο. Ο βροντερός καταρράκτης της μουσικής, οδηγούσε την Αγγελίνα σε μια γλυκιά απομόνωση. Αυτό χρειαζόταν; Όχι, πίστευα ακράδαντα. Ήθελα να φωνάξω πως μόλις σβήσει η μουσική, σιωπή είναι αυτό που μένει. Στον πίνακα της καθημερινότητας που με τόσο ζωηρά χρώματα ζωγράφιζαν οι δυο τους, η μουσική ήταν η μία και μοναδική, ούτε κουκιδάκι ανθρώπου δεν αχνοφαίνονταν πουθενά. Καταλάβαινα: οι νότες δεν πληγώνουν.

Χρόνο με το χρόνο, μετράω αδιάκριτα βλέμματα να καρφώνονται επάνω της. Διαβάζω τον οίκτο μέσα τους, την ψεύτικη μεγαλοψυχία, αυτή που υπάρχει μόνο για να σε κάνει να νιώσεις κατώτερος. Καταλαβαίνω από τι θέλει να την προφυλάξει η Νένα, συμπονάω μα δεν συμφωνώ. Παιδιάστικος, αγνός ενθουσιασμός, να τρέχει επάνω στη μείζονα κλίμακα του Ντο, γοργές αλληλουχίες αρμονίας να γεμίζουν την καρδιά της γαλήνη. Παράξενος, ζωηρός ήχος που μόνο απ’ τα δικά της δάχτυλα παίρνει ζωή. Ξεχνιόταν μέσα στο δέος. Σκέτη ευτυχία. Αύρα απαλή σαν ανάσα. Ζάχαρη άχνη να πασπαλίζει το κάθε πάτημα σωστής νότας. Η αδελφή μου να χειροκροτά με μανία. Γιατί ξέρει, όταν ακούς το χειροκρότημα, δεν ψάχνεις να βρεις τι κίνητρο έχει. Επουλωμένα τραύματα που ξεθωριάζουν κρυμμένα πίσω από παρτιτούρες, αυτό ήταν το σχέδιό της. Να διώξει όλους τους φόβους της λαβωμένης μοναχοκόρης της με τις νότες. Κι η Αγγελίνα, να μάθει να βρίσκει παρηγοριά σε ό,τι μπορούσε να το κάνει μουσική.

” Η μικρή μου, μια μέρα θα παίζει Μπαχ και Σούμπερτ” έλεγε η Νένα, “θα γίνει μια νέα Μπαχάουερ κι ο κόσμος θα την παρακολουθεί εκστασιασμένος”.

“Θα τις παίξω όλες τις μελωδίες που αγαπάς μαμά”, αποκρινόταν η μικρή. Γιατί τίποτε δεν μετρούσε περισσότερο απ’ το να είναι χαρούμενη η μαμά. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα πρέπει να κρατά και να ξανακρατά τον αμείλικτο ρυθμό του χρονόμετρου στην εντέλεια. Έτρεχαν τα δάχτυλά της παντού, όχι μόνο στο κλαβιέ μα και πάνω στα έπιπλα, στο πόδι της, στην τρυφερή κοιλιά της μαμάς.

“Τι κρίμα άγγελέ μου, εδώ που παίζεις δεν βγαίνει ήχος”. Απαλή επίπληξη, μητρική παρότρυνση να επιστρέψει το παιδί στην πραγματική εξάσκηση.

“Βγαίνει ήχος μαμά, εγώ τον ακούω”. Απάντηση που έστελνε την Νένα στον παράδεισο. Δικαίωση για την ορθή απόφαση. Κι απόλυτη λήθη στη ζωή. Εκεί που δεν υπάρχει.

Και στο σχολείο, το διάλειμμα αλλιώς. Τρεχαλητά με τα πόδια για όλους, με τα δάχτυλα για την Αγγελίνα. Αόρατες νότες πάνω στο θρανίο, χαμένη στον δικό της κόσμο, τον φτιαγμένο από συγχορδίες. Η επίγνωση της διαφορετικότητας, σπαθιά στο στέρνο. Μα και αίσθημα μεθυστικό: μόνο εκείνη να ξέρει τα μυστικά του πιάνου και κανένας άλλος. Ανακουφιστική προσέγγιση, σιγουριά ότι υπάρχει ζωή και αλλού.

Δεν είχα δίκιο. Το αίσθημα τάξης που ο καθένας επιβάλλει στον εαυτό του, δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Το αυταπόδεικτο δεν το επινοείς. Απλά, υπάρχει.

 

 ————-

 

Ένα παραμύθι σαν ανάγκη

Η μισοφωτισμένη πρόσοψη του σπιτιού του στάζει φεγγαρόφωτο. Στέκομαι για λίγο να χαζέψω τις σκιάσεις μα συνέρχομαι γρήγορα. Δεν είναι αυτή η έννοια μου τώρα. Από κάπου ακούγεται ένα ξυπνητήρι. Ποιός ξυπνά στις τέσσερις τα ξημερώματα; Φούρναρης θα ‘ναι. Ούτε αυτό μπορεί να γίνει έννοια μου. Τι θέλω εδώ; Αυτό μάλιστα! Να το ξανασκεφτώ όσο θέλω. Το ξυπνητήρι εξακολουθεί να μου καταστρέφει τον ειρμό. Πεθαμένος μάλλον είναι ο φούρναρης για να μην τ’ ακούει. Πώς ξεστρατίζει έτσι ο νους μου; Το πιθανότερο, αρνείται να σκεφτεί το λόγο της εδώ παρουσίας μου.

“Γύρνα σπίτι σου κυρία μου”, διατάζω από ώρα τον εαυτό μου που δείχνει να έχει σοβαρά προβλήματα ακοής. “Αφού σε χώρισε σου είπε, δεν σε θέλει”. Το θήτα ψιθυρίζει τη θλίψη μου. Ένα γκρεμισμένο γκόλεμ η ανθρώπινη όψη μου, μια άνοιξη που χάθηκε αμέσως μόλις άνθισε.

Ζέστη που κάνει. Ακούω τα σπίτια γύρω μου να υποκύπτουν και αυτά στην κάψα: συστολή και διαστολή παντού. Μέσα μου και έξω.

“Σήκω φύγε”, μουρμουρίζω άτονα, “η παρουσία του έχει ήδη εξαφανιστεί απ’ τις συντεταγμένες της πραγματικότητάς σου, μέρες τώρα”.

Μόλις που προλαβαίνει να σχηματιστεί η σκέψη κι η καρδιά μου ξελιγώνεται στα γέλια με μοχθηρία. Πονάει από μόνη της, αδιαφορώντας για την ορθότητα της λογικής μου. Μιας λογικής που έδειχνε να έχει ανεπιστρεπτί υποκύψει στη δυστυχία μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω. Είχε λάμψει στη ζωή μου σαν ήλιος. Που έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα όμως. Παρορμητικός και ιδιαίτερος, αυτό ήταν. Μα και πολύ τρυφερός. Όλα επάνω του σε υπερθετικό βαθμό. Ή καλύτερα, σε ασυναίσθητο συγκριτικό. Και ποιός εξάλλου δεν έχει τις ιδιορρυθμίες του; Ποιός δεν έχει μέσα του πράγματα που κάνουν τους άλλους πότε να εκτιμούν και πότε ν’ απορούν; Σκέψεις εύθραυστες όλες, να κρυφακούνε εκείνες τις στιγμές που κάνουν το χρόνο να σταματάει.

Αυτά θα του πω. Θα του χτυπήσω τώρα το κουδούνι και θα του θυμίσω πως το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία είναι λοξό. Μια απότομη στροφή ήταν η απόφασή του, στροφή που μας ανάγκασε και τους δυο να περιπλανηθούμε άσκοπα.

Σε μια μόνη στιγμή διαύγειας, αναρωτιέμαι αν αυτό που σχεδιάζω είναι η μοναδική μου λύση, τρέλα, απελπισία ή μήπως η απόλυτη ταπείνωση. Μυρίζω στον αέρα το μεθυστικό άρωμα της επιθυμίας. Ξέρω πως πρέπει ν’ απαλύνω το αφόρητο, να μην αφήσω το κορμί να διαλυθεί. Ψάχνω να βρω ένα ακονισμένο ψέμα σαν αλήθεια, ένα παραμύθι σαν ανάγκη. Η ώρα ξεγλιστράει πονηρά, χάνεται, γίνεται φίλη μόνο με το σώμα που θέλει ν’ αγκαλιάσει, που παλεύει να ενωθεί, που λαχταράει ν’ αγαπηθεί απ’ την αρχή.

Όνειρο ήταν ξεσκέπαστο κι ήρθε και μ’ ακούμπησε μ’ αγγίγματα χωρίς δάχτυλα, μόνο γροθιές. Σφυριά στ’ αυτιά μου οι λέξεις του, βαριά η ανάσα τους, σαν πληγή που πυορροεί. “Σ’ αγάπησα πολύ”, είπε, “ήταν ωραίο όσο κράτησε, μα τώρα τέλειωσε”.

Ξαφνική εξάντληση μ’ αφήνει γυμνή μπροστά σε σκέψεις που επιβάλλεται να αποφύγω. Ευάλωτη να γίνω θέλω, μόνο στις λέξεις φαρμάκια που με πότισε. Να μην τις αποδιώχνω θέλω, να ξεπετάγονται μπροστά μου χωρίς ερωτευμένες επιλογές.

Πήρα το δρόμο της επιστροφής για την ψυχή μου. Θα την καταθέσω λοιπόν την αγάπη μου στην Τράπεζα των αναμνήσεων και θα κάνω τις αναλήψεις μου όσο συχνά θέλω. Χιλιάκριβος τόκος συνδιαλλαγής, τα χαμόγελα των ματιών του. Όσα μου χάρισε τις στιγμές που δεν κοιτούσα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top