Fractal

Διήγημα fractal: “Βολική δυστυχία”

Της Τζένης Μανάκη // 

 

manaki

 

Για όλους τους γύρω μου πενθούσα ακόμη τον ”απροσδόκητο” θάνατο της Λίζας κι ας είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος. ”Πέθανε ξαφνικά, σαν κάποιος να τράβηξε απότομα το καλώδιο της ζωής της από την πρίζα. Σαν την ξαφνική μπόρα που σηματοδοτεί το τέλος του Καλοκαιριού. Σαν την αναπότρεπτη προδοσία που κατεβάζει απότομα την αυλαία του προηγούμενου έρωτα. Σαν τον στριγγό θόρυβο που σε απαλλάσσει από την αδιανόητη αίσθηση αιχμαλωσίας κάποιου νυχτερινού εφιάλτη ”. Λόγια που επαναλάμβανα σιγανά, με θλιμμένο ύφος. Σαν… να τέλειωσε ένας διαρκής εφιάλτης! Ήταν η αλήθεια που δεν έπρεπε να αποκαλύψω ποτέ.

Προσπαθούσα να προσδιορίσω τα συναισθήματά μου από το αυτό γύρισμα της ζωής μου. Είχα ευχηθεί τόσες φορές την εξαφάνισή της, δεν τολμούσα να σκεφθώ τον ”θάνατό’ της, από καθαρό φόβο, ήθελα να διακτινισθεί κάπου μακριά από μένα σαν να περίμενα ένα θαύμα. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν φορές που μ’ έφτανε στο σημείο να θέλω να την σκοτώσω χωρίς όμως να λερώσω τα χέρια μου, με την μεσολάβηση κάποιου δολοφόνου, πληρωμένου από κάποιον άλλον που είχε μ’ εμένα τον ίδιο σκοπό. Όμως δεν υπήρχε άλλος που να είχε υποφέρει τόσο από τις ιδιοτροπίες, τις ειρωνείες, τον τρανταχτό, απαίσιο ήχο του γέλιου της, από την χυδαιότητα των τρόπων της. Πάντοτε απορούσα με την επιλογή μου. Η αλήθεια είναι ότι είχε διαφοροποιηθεί πολύ με την πάροδο του χρόνου. Ίσως είχα ένα μερίδιο ευθύνης γι αυτό.

Την έφερνα στο νου μου μετά τον θάνατό της, με μία φθίνουσα συχνότητα σαν να μην ήταν εκείνη που η σκέψη της βασάνιζε το μυαλό μου νυχθημερόν για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Πολλές φορές λίγο πριν ο ύπνος παραλύσει ολοκληρωτικά την θέλησή μου, εκείνη την ώρα του απολογισμού και της αποτίμησης του χρόνου, έψεγα τον εαυτό μου όταν στην διάρκεια ολόκληρης της μέρας δεν είχε περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό μου μία έστω από τις καλές στιγμές μαζί της στο απώτερο παρελθόν.

Είχε παγιωθεί μέσα μου η ιδέα ότι τίποτα δεν είναι οριστικό. Όλα, αισθήματα και γεγονότα υπόκεινται στην φθορά του ανελέητου χρόνου, έτσι οι τύψεις που ενδεχόμενα θα τάραζαν την συνείδησή μου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Στο μεταξύ εκμεταλλευόμουν κατά κάποιο τρόπο το ενδιαφέρον των φίλων που προσπαθούσαν να με αποσπάσουν από την πλασματική δυστυχία μου με τρόπους που μ’ έκαναν να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι πάντα στη σκέψη τους, ακόμη κι ότι αποτελώ κέντρο του ενδιαφέροντός τους πολλές φορές. Οι άνθρωποι επικεντρώνονται στις κακοτυχίες των άλλων ιδίως όταν το συναισθηματικό ή το πραγματικό μέγεθός τους είναι μεγαλύτερο από των δικών τους. Η σύγκριση αφαιρεί ένα μέρος της οδύνης που πιστεύουν ότι οφείλουν μετά την αποτίμηση της δυστυχίας τους. Έτσι ένιωθα ασφαλισμένος σ’ αυτή την βολική δυστυχία που νόμιζαν όλοι ότι βίωνα.

Σκεφτόμουν ολοένα και συχνότερα να κάνω πάλι την ζωή μου με μια άλλη γυναίκα, την είχα ήδη επισημάνει, ήταν δικό της εξάλλου το πρώτο βήμα, νεώτερη πιο όμορφη, με τρόπους και με σημαντική περιουσία που θα με απάλλασσε από την πίεση των δανειστών μου, χωρίς όμως να αλλοιωθεί η εικόνα του πενθούντος συζύγου.

Κατέληγα ότι έπρεπε να περιμένω.

Το φετινό Καλοκαίρι η απουσία όλων και η δική μου ανυποχώρητη άποψη, παρά τις συμβουλές και παρακλήσεις όλων: ”να ταξιδέψεις για να ξεχαστείς”, με πραγματική αιτία τα άθλια οικονομικά μου και κοινωνική δικαιολογία το πένθος , ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα να με πνίγει το σπίτι σ’ έναν ανυπόφορο βαθμό. Άγριο πράγμα η μοναξιά. Στριφογυρνούσα σαν τρελός προσπαθώντας ν’ αποφύγω τις αλλεπάλληλες εικόνες της κοινής ζωής μας, που με κατέκλυζαν με την μουσική υπόκρουση ενός αντάτζιο που έχανε σταδιακά τον ελεγειακό του ρυθμό και πλήγωνε τα μηνίγγια μου με ήχους ταινίας τρόμου επαναφέροντας μπροστά στα μάτια μου την αλλοιωμένη μορφή της νεκρής, που κάποτε αγάπησα, στο πολύ μακρινό παρελθόν.

Πίστευα ότι όλα κάποτε εξασθενούν, τα αισθήματα αμβλύνονται, οι παρελθοντικές μνήμες και εικόνες γίνονται ολοένα πιο θολές, οι δυσάρεστες σκέψεις από τις προδοσίες και τις ανομίες μας λιγότερο ενοχλητικές… ότι αυτό που κάποτε ήταν ολοζώντανο παύει να είναι ακόμη κι αν δεν έχει συμβεί ένας αληθινός θάνατος. Ο μεγαλύτερος έρωτας ή το μεγαλύτερο μίσος χάνουν την έντασή τους κι αυτοί που αγαπήσαμε παράφορα ή που μισήσαμε με όλη την δύναμή μας κάποτε θα μας είναι αδιάφοροι, σαν να μην υπήρξαν ποτέ γιατί καινούρια αισθήματα θετικά ή αρνητικά διαδέχονται τα παλιά, καινούρια πρόσωπα προκαλούν το ενδιαφέρον μας, σαν τις νέες ιδέες ή τις καινούριες τεχνολογίες που απορρίπτουν ή βελτιώνουν τις παλιές. Ήταν όλα τακτοποιημένα μέσα μου, όπως τα είχα σχεδιάσει, όπως ήθελα να συμβούν. Κι όμως … άρχισα να αυτοδιαψεύδομαι.

Ήρθε εκείνη η μοναχική νύχτα προς το τέλος του Καλοκαιριού, που η εικόνα της ήταν μπροστά μου ολοζώντανη με μια παρακλητική έκφραση στο πρόσωπό της σαν να μου έλεγε: ”μη μου το κάνεις αυτό”, που μου έφερε τόση ταραχή, τέτοια, όπως εκείνη που λιποθύμησα στην πραγματικότητα πάνω στο άψυχο ταλαιπωρημένο σώμα της. Δεν φανταζόμουν πόσο πολύ μπορεί να σε παραλύσει ο φόβος …

Ένιωθα σαν ένα σχοινί να σφίγγει ολοένα και περισσότερο το λαιμό μου. Η καρδιά μου θαρρούσα θα σκίσει τα πλευρά μου και τα μηνίγγια μου δεν θα άντεχαν το σφυροκόπημα. Πανικοβλήθηκα. Σηκώθηκα κάθιδρος από το κρεβάτι μου και άναψα όλα τα φώτα, να διώξω τον εφιάλτη.

Βρήκα ξανά το μαξιλάρι μου όταν συνήλθα κάπως. Η ίδια εικόνα επέμενε ξανά και ξανά κι ύστερα εκείνος ο απαίσιος κρότος που στην πραγματικότητα δεν είχα ακούσει ποτέ, μόνο τον είχα φανταστεί, που παρέσερνε το σώμα της πάνω στην άσφαλτο και το πετούσε άψυχο μέτρα μακριά.

Μια δυνατή βροντή μ’ έκανε να πεταχτώ σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Έτρεξα χωρίς να έχω έλεγχο των κινήσεών μου έξω στο δρόμο. Οι χοντρές στάλες νερού της καλοκαιρινής μπόρας μούσκευαν το πρόσωπό μου, κατρακυλούσαν από το σαγόνι διαπερνώντας τον λαιμό κι είχα προς στιγμή την αίσθηση ότι χαλάρωναν το σφίξιμο του σχοινιού που απειλούσε να με πνίξει. Έριξα το κεφάλι μου προς τα πίσω κι ένιωσα το ρυάκι του νερού να γίνεται ποτάμι, να παρασέρνει μακριά τον βρόγχο. Άρχισα ν’ αναπνέω με σχετική κανονικότητα η καρδιά μου όμως σφυροκοπούσε ακόμη στο στήθος μου. Τα γόνατά μου παρέλυαν, δεν με κρατούσαν, προσπάθησα να πιαστώ από κάπου αλλά δεν υπήρχε τίποτα στη μέση του δρόμου. Μία επίμονη αίσθηση έλλειψης διεξόδου από το δράμα μου, έκανε πλήρη κατάληψη στο σώμα και το μυαλό μου. Ξάπλωσα πάνω στο βρεγμένο, λασπωμένο οδόστρωμα με την ελπίδα ότι δεν ήμουν αόρατος, ότι κάποιος απρόσεκτος οδηγός θα με παρέσερνε, όπως εκείνος που πλήρωσα με τα τελευταία δανεικά χρηματικά αποθέματα, για να παρασύρει την Λίζα. Η μειωμένη ορατότητα από την αδιαπέραστη κουρτίνα της καλοκαιρινής μπόρας ήλπιζα ότι θα βοηθούσε.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top