Fractal

Διήγημα: «Δεκέμβρης πάλι!»

Της Τζένης Μανάκη // * 

 

 

f3

 

Εικόνες αλλοτινών Χριστουγέννων άρχιζαν να κατακλύζουν το νού μου όμως δεν με παρηγορούσαν, δεν έδιωχναν τις θλιβερές εικόνες του σήμερα που επέμεναν να αντιπαρατίθενται.

Δεν ήταν πια ικανά τα στολίδια, τα φώτα, η κίνηση, οι μουσικές. Οι ευχές φάνταζαν ψεύτικες .

Στήθηκα στο παράθυρο και παρακολουθούσα τον χορό των νιφάδων καθώς έπεφταν απαλά κι έλειωναν στο έδαφος. Τόσο όμορφες! Τις παρομοίωσα με τις στιγμές ευτυχίας που έρχονται και πριν καλά-καλά τις νιώσεις χάνονται, τις κατατροπώνει η ανυπαρξία. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, ακίνητη. Το χιόνι είχε αρχίσει να καλύπτει τις στέγες, τα προφυλαγμένα από τις τέντες σημεία των πεζοδρομίων, σιγά-σιγά την άσφαλτο. Μετακινήθηκα πρός την μικρή κουζίνα του εργένικου διαμερίσματός μου. Έκανα έναν καφέ και κάθισα στο ίδιο σημείο να παρακολουθώ τον έξω κόσμο. Οι νιφάδες έπεφταν πυκνές, μεγαλύτερες, θαρρείς σπρώχνονταν μεταξύ τους στην προσπάθεια να κατοχυρώσουν πριν λειώσουν, τον χώρο που θα τις οδηγούσε στον σχηματισμό εκείνου του πάλλευκου στρώματος που επικάλυπτε τα πάντα.

Μία ηλικιωμένη κυρία στην προσπάθεια να περάσει τον δρόμο γλίστρησε κι έπεσε. Φαίνεται ότι τραυματίστηκε. Δυο-τρείς περαστικοί έσπευσαν να την βοηθήσουν. Ήταν αδύνατο να σηκωθεί. Σκέφθηκα, θα είχε υποστεί κάποιο κάταγμα. Δεν έβλεπα πια τις νιφάδες σαν στιγμές ευτυχίας. Είχαν μεταλλαχθεί στο μυαλό μου, σε φθονερά σωματίδια που ένα -ένα συσσωρεύονται και μετατρέπονται σε δύναμη ικανή να δημιουργήσει μοιραία ατυχήματα, όπως ίσως αυτό της ηλικιωμένης κυρίας.

Δρούσαν, όπως ακριβώς ο χρόνος, με τα ύπουλα δευτερόλεπτα του που κυλούν αθόρυβα επικάθονται πάνω στην όψη μας κι αλλάζουν την εικόνα αυτού που είμασταν κάποτε, αλλά κι αυτά που είχαμε κάποτε ονειρευτεί ότι μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε … Κι όμως αρχίζουν με τόσο απαλό κι ανώδυνο τρόπο, όπως οι πρώτες νιφάδες του χιονιού, μέχρι να μετατραπούν σε φονικό, επικίνδυνο στοιχείο, που μας οδηγεί σταθερά στην αλλοτρίωση και στον θάνατο.

Αποφάσισα να βγω έξω. Ίσως με ώθησε η προηγούμενη σκέψη μου, ήθελα να κάνω μία προσπάθεια να παλέψω με τον χρόνο, να τον καθυποτάξω, να τον νικήσω, να μην του επιτρέπω να επιτελεί το φθονερό έργο του, να ενσωματωθώ στην περιρρέουσα χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, να φωτίσω τις σκούρες σκέψεις μου από τις λάμψεις των πολύχρωμων λαμπερών στολιδιών…

Είχα ανάγκη να έχω έστω την ψευδαίσθηση ότι ίσως ξεφύγω από την αίσθηση της αδυναμίας ν’ αλλάξω κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο που καταρρέει, στον κόσμο που είχε αποκοπεί από τα όνειρά μου.

 

* Η Τζένη Μανάκη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε ως συντάκτρια ύλης και μεταφράστρια σε εφημερίδα και στο Δημόσιο. Ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με πολιτιστικά θέματα και με την ευθύνη έκδοσης συνδικαλιστικής μηνιαίας εφημερίδας. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά.Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Λός Άντζελες Δημοσιεύει από ετών διηγήματα και κείμενα με αφορμές που την ευαισθητοποιούν. Είναι συγγραφέας του μυθιστορήματος «ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΔΟΣΙΕΣ» – Εκδόσεις «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ». Αγαπάει τη ζωγραφική, με έργα της πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις .

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top