Fractal

Διήγημα: “Το γεφύρι”

της Τζένης Μακαριάδη  // *

 

bridge-artBIG

 

Μόλις είχα κλείσει τα δέκα πέντε. Η μάνα έφερε τον νεαρό εραστή της στο σπίτι αμέσως με το που θάψαμε τον πατέρα. Ο εραστής μ’ ορεγόταν. Η μάνα με μισούσε. Ήθελα να τους σκοτώσω, όμως δεν είμαι ικανή όταν σε κάθε μου βήμα κοιτώ τη γη και πηγαίνω ζιγκ-ζαγκ μη τύχει και πατήσω κάνα μυρμήγκι. Τους σκότωνα κάθε μέρα με τη σκέψη μου, όμως η σκέψη φονικό όπλο δεν γίνεται. Τους ξέφυγα. Με κυνηγούσαν κι εγώ έτρεχα, κανείς δεν μπορούσε να με φτάσει. Είχα γεννηθεί για να τρέχω. Το πιστό μου σκυλί, ένα μαύρο λαμπραντόρ, έτρεχε ξοπίσω μου. Έφτασα στο γεφύρι. Μια παλιά ξύλινη ταμπέλα, μετρούσες τις ρωγμές της σε καμπύλες, ευθείες και παράλληλες, όπως τις γραμμές του χεριού σου, έγραφε, «Απαγορεύεται το πέρασμα. Κίνδυνος-Θάνατος».

Σερνόμουν στα τέσσερα στη μέση του παλιού γεφυριού, έχωνα τα νύχια μου στα ξύλα και ψιθύριζα «κρατάτε γερά, τετραγωνίδια, οριζόντια, καμπυλωτά και ρομβοειδή μου σανίδια». Τα σκοινιά στα πλάγια ήταν ξεφτισμένα κρέμονταν κρόσσια μιας κουρτίνας που κάλυπτε το χώρο. Το χώρο τής απέναντι όχθης, σκέφτηκα. Ρουφήχτρα από κάτω το νερό χτυπιόταν στα κοφτερά βράχια κι εγώ μουσκευόμουν απ’ τους αφρούς. Έτριζαν τα ξύλα, αλυχτούσαν τα τσακάλια και ασφυκτιούσα. Τέντωσα τ’ αυτιά μου∙ κάποιος τραγουδούσε μελωδικά, παρηγορητικά, οι στίχοι ανέφεραν τ’ όνομά μου και χάραξαν την ψυχή μου, «Ελένη, εδώ σε περιμένω την ίδια αυτή στιγμή στην ακαθόριστη κίνηση του χρόνου…». Απ’ αυτό το γεφύρι πηδούσαν οι αυτόχειρες. Αγκάλιασα το σκυλί μου, «σωθήκαμε», είπα.

Είμαι είκοσι χρονών. Βρίσκομαι σε παρέα κοριτσιών, όλες σπουδάστριες. Πηγαίνουμε για καφέ κάπου στη Σταδίου, όμως υπάρχει διαφωνία άλλες θέλουν στους Ζόναρς, γιατί εκεί συχνάζει ο Ελύτης, που είναι πανέμορφος και γλυκοκοιτάζει τα κορίτσια, άλλες αλλού.. Όλες μας με τάσεις καλλιτεχνικές και ξετρελαμένες με ποίηση, λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική. Οι φίλες μου γελούν, φωνάζουν, διαφωνούν κι εγώ μένω στήλη άλατος, όταν τα γαλανά μάτια ενός άντρα που κοντοστάθηκε δίπλα μου, καρφώνουν τα δικά μου. Είναι ζαλωμένος στην πλάτη με μουσικό όργανο. Μου πιάνει το χέρι, μπαίνουμε σε καφενείο. Τον παρατηρώ ενόσω εκείνος χαμογελάει και καπνίζει. Αδρά χαρακτηριστικά. Χοντρή μύτη, χείλη, πολλά μαύρα μαλλιά και γένια τριών ημερών τουλάχιστον. «Είμαι μουσικός», είπε. Ερωτευμένη από την πρώτη στιγμή. Το ίδιο είπε και ‘κεινος, μα και να μην το ‘λεγε, εγώ πάλι ερωτευμένη θα ήμουνα και είμαι, κι ας έχουν περάσει σαράντα χρόνια.

Ζήσαμε μαζί εφτά χρόνια.  Τελευταία, αρρώστησε βαριά. Ανοιγόκλεινε πού και πού τα μάτια του, συνήθως δακρυσμένα.

Τον γύρισα απαλά στο πλάι• η σαπουνάδα άχνιζε κι εγώ βουτούσα το πετσετάκι και τον έπλενα• του φόρεσα εσώρουχα, αφού προηγουμένως τα ζέστανα με το σίδερο. Τον αγκάλιασα σφιχτά. Έκλεισα τα μάτια χαμογελώντας στη ζωή, για τη γλύκα των ύπνων και ερώτων που έκανα μαζί του, και του απάγγειλα:

Ένα ποτάμι πέρασε/ανάμεσά μας/κι έπλυνε τα σεντόνια/που πλαγιάσαμε/τώρα ούτε ζάρες απ’ το κορμί σου/ούτε άρωμα/μονάχα κάτι θολοί/ανεπαίσθητοι λεκέδες/που τους είπαν δάκρυα.* (*Ελένης Γκίκα “Τα σημάδια του χρόνου”).

Μόνο που εκείνος ήταν νεκρός.

Στα σαράντα μου παντρεύτηκα τον Κίμωνα. Φευγάτη μια ζωή, πέρασαν είκοσι χρόνια. Βλέπω όνειρο. Κρατώ ένα κεφάλι, δεν ξέρω τίνος είναι, μου μοιάζει σκέφτομαι. Κάποιοι το έκοψαν όμως αίμα δεν τρέχει. Ροχαλίζει ο Κίμωνας, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Ήταν η πρώτη φορά που άφησα σημείωμα και μόνο μια λέξη, «Φεύγω».

Μερικά γλαρόνια γυρόφερναν πάνω απ’ τα αφρισμένα κύματα∙ κάποια είχαν κατακλύσει την παραλία, βουτούσαν το κεφάλι τους στις λιμνούλες, που είχαν σχηματίσει τα σπρωγμένα από τα κύματα νερά, και τίναζαν τα φτερά τους, σαν πιγκουίνοι. Καθόμουν οκλαδόν στην υγρή άμμο∙ το βλέμμα μου στο άσπρο της θάλασσας. Ο ήλιος είχε ξεμακρύνει από ώρα, πυκνό σκοτάδι κατέκλυζε το κάθε τι και μένα μαζί. Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό, έβριθε από ζωή. Τα αστέρια είχαν αντικατασταθεί από ανθρώπους, ζώα, δέντρα, κυκλωμένα από ανταύγειες σε συμπαντικά χρώματα. Είναι όλοι και όλα άδικα σκοτωμένοι στη γη, σκέφτηκα. Ξεχωρίζω, ανάμεσα στις λάμψεις, μια αχνάδα μορφής άντρα, να μου τείνει το χέρι, θέλω να τον φτάσω. Είσαι εσύ, μουρμούρισα. Μου έλεγες, «τίποτε δεν χάνεται, δεν εξαφανίζεται, παρά μόνο μεταμορφώνεται. Είναι η αφθαρσία της ύλης».

Τώρα, στο γεφύρι, ακούω μελωδική μουσική, που μόνο αυτός που σκοτώνει το σώμα του για αγάπη, μπορεί να την ακούσει.

************

* Η Τζένη Μακαριάδη γράφει μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Το βιβλίο της, με τίτλο, ΜΥΡΙΑΜ και ΧΑΝΝΑ, είναι βραβευμένο από την Π.Ε.Λ. και έχει εκδοθεί από τον Οίκο ΛΙΒΑΝΗ. Διαβάζει βιβλία λογοτεχνικά και γράφει άρθρα και μικρές ιστορίες σε περιοδικά και τοπικές εφημερίδες.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top