Fractal

Διήγημα «Κοντά στο ποτάμι»

Της Ευγενίας Μακαριάδη // *

 

 

7a

 

 

Η Ελένη, ψηλή και νεανική για τα πενήντα της χρόνια, προχωράει με γρήγορα βήματα. Κρατάει μια πάνινη τσάντα, εξέχει μια εφημερίδα. Πήρε την ανηφόρα της οδού «Προφήτη Ηλία» και μέσα σε μισή ώρα έφτασε στις υπώρειες του δασωμένου βουνού∙ εντωμεταξύ είχε μαζέψει μια αγκαλιά αγριολούλουδα∙ ανέβηκε στο φυτρωμένο, από πελώρια μανιτάρια, τσουκνίδες και στρωμένο με νωπή αγριάδα μονοπάτι κι έφτασε ψηλά, σχεδόν στο φρύδι του βουνού, όπου το εκκλησάκι. Έσπρωξε με δύναμη την σκουριασμένη σιδερένια πόρτα∙ ο στριγκός της ήχος έκανε μια κίσσα να πετάξει μακριά κρώζοντας. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στις ξεβαμμένες εικόνες, στα μουχλιασμένα κεριά, στα παγωμένα λάδια των καντηλιών κι έστρωσε το τσαλακωμένο, βρόμικο κεντητό μπροστά στην εικόνα του Προφήτη. Χωρίς να προσκυνήσει, βγήκε έξω στον προαύλιο χώρο. Έκανε ένα γύρο και κάθισε στην πεζούλα στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Υπόγεια, ο ξεροπόταμος είχε ακόμα νερό και γουργούριζε ξεψυχισμένα, πριν αδειάσει τελείως. Εκείνη πετούσε ένα ένα τα λουλούδια στο ποτάμι. Σήκωσε πάνω το βλέμμα, μόλις φαινόταν μια φέτα θάλασσας που πήρε αμέσως χρώμα με το που ‘σκάσε μάτι ο ήλιος∙ το μάτι στάθηκε ακίνητο στο αιώνιο των χαραυγών και βασιλεμάτων όπως τώρα, όπως πριν από τριάντα χρόνια.

Ο παραθαλάσσιος οικισμός, ζωντανεύει από κόσμο μετά τον Ιούλιο, δεν έχει ξενοδοχεία, παρά μόνο μερικά δωμάτια χωριάτικων σπιτιών προς ενοικίαση και δυο ταβερνάκια, οπότε λίγος κόσμος το επισκέπτεται, εκτός των ντόπιων και κάποιων περίεργων Αθηναίων, που αναζητούν μοναξιά. Η Ελένη, ετών είκοσι δυο, μένει σε ενοικιαζόμενο σπιτάκι, κοντά στην παραλία. Το νοικιάζουν οι δικοί της, με το χρόνο, μια κι ο πατέρας της λατρεύει το μέρος και με το μικρό του βαρκάκι ασκείται με ζήλο στην αλιευτική τέχνη. Είναι Μάης άδειο το χωριό, μόνο το ένα ταβερνάκι ανοιχτό. Σχεδόν όλα τα σπίτια κλειστά. Η Ελένη ετοιμάζει την εργασία του μεταπτυχιακού της οπότε της χρειάζεται ησυχία και μοναξιά. Φοράει άσπρο σορτσάκι, μακό πράσινο μπλουζάκι, έχει ένα μπλε ντοσιέ παραμάσχαλα και κρατάει στο χέρι ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ. Με γρήγορο βάδισμα ανεβαίνει τη δημοσιά∙ στρίβει δεξιά τον δρομίσκο όπου το σπίτι διάσημου ποιητή. Λένε πως μόνο τους χειμώνες πηγαίνει στο χωριό και μένει σχεδόν ένα μήνα. «Φαίνεται πως εδώ του ‘ρχεται η έμπνευση» είπε από μέσα της και σηκώνοντας το κεφάλι παρατήρησε ότι τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του ήταν ανοιχτά. Πήρε το μονοπάτι στις υπώρειες του δασωμένου βουνού και πηδώντας θάμνους και πέτρες στην κατηφόρα έφτασε στο ποτάμι. Κάθισε ανακούρκουδα στο χώμα, κι άρχισε να πετάει πετραδάκια. Μετά ίσιωσε τα πόδια μες το νερό, ήπιε μια γουλιά καφέ, άνοιξε το ντοσιέ κι άρχισε να μουρμουρίζει. Πέρασε αρκετή ώρα, τέντωσε τα χέρια ψηλά, πήρε βαθιά ανάσα κι έδωσε μια κι έπεσε στο νερό. Βγήκε, τίναξε πέρα δώθε τα μακριά της μαλλιά και περπάτησε λίγο πιο πέρα στο ξέφωτο να τη στεγνώσει ο ήλιος. Σφυρίζοντας δυνατά ένα μοντέρνο σκοπό γύρισε στη θέση της και συνέχισε το διάβασμα. Ένας θόρυβος την έκανε να στρέψει το κεφάλι πίσω. Στη ρίζα μιας κουτσουπιάς, καθόταν ο ποιητής. Φαινόταν αφηρημένος, είχε στα πόδια μια τσάντα και πάνω ένα σημειωματάριο, πού και πού κάτι σημείωνε. Σηκώθηκε όρθια του χαμογέλασε, με το δεξί της χέρι ένευσε ελαφρά για χαιρετισμό, όμως εκείνος συνέχισε να γράφει, χωρίς να δώσει σημασία. Εκείνη με δυο δρασκελιές τον έφτασε και του φώναξε χαρούμενα, «επιτέλους σας βλέπω από κοντά». Εκείνος κούνησε απλά το κεφάλι. Το κορίτσι έτεινε το χέρι, «Χαίρω πολύ», είπε «με λένε Ελένη». Δυσκολεύτηκε να σηκωθεί, άργησε να αφήσει τη τσάντα με τα μολύβια και τα σημειωματάριά του παραδίπλα, κάνοντας το κορίτσι με απλωμένο το χέρι να γελά και όταν εκείνος της έδωσε επιτέλους το χέρι, αμίλητος, εκείνη είπε «με λένε Μ. Κ., χαίρω πολύ. Αυτό πρέπει να πείτε, αν και δεν χρειάζεται, γιατί είστε πασίγνωστος». «Χαίρω πολύ», ψιθύρισε και το μάτι του κόλλησε στο άσπρο ροδαλό της χέρι, που έπιανε το δικό του σκούρο και ρυτιδιασμένο σα χελωνίσιο. Τράβηξε το χέρι του και την κοίταξε μέσα από τα θολωμένα τζάμια των στρόγγυλων γυαλιών του. Τα ιχθυοειδή μυωπικά μάτια του, παράταιρα φυτεμένα σε μεγάλο κεφάλι, κοιτούσαν τα δικά της γαλανά και μεγάλα.

Χαραυγές και δειλινά καθισμένοι πλάι πλάι, δίπλα στο ποτάμι. Αμέτρητες σιωπές και αμέτρητες συζητήσεις για τη φύση, για την ποίηση, για το μεταπτυχιακό της στην ψυχολογία. Η ευθυμία του κοριτσιού του έδινε ζωή, όμως λες και υπήρχε κάποιος όρος απαγόρευσης στις κουβέντες τους, οπότε δεν ξεστράτιζαν.

Ήταν πενήντα πέντε χρονών, ισχνός σαν τσίρος, το μπόι του ίσα που ξεπερνούσε το ενάμιση μέτρο, γύρω από τα μάτια του δίχτυα ρυτίδων, γραμμές οριζόντιες στο μέτωπο και δυο βαθιές σαν παρενθέσεις του έκλειναν το πηγούνι. Είχε κόρη στην ηλικία της, με τη γυναίκα του γνωρίζονταν χρόνια και σεβόταν ο ένας τον άλλον. Ναι, σεβόταν ο ένας τον άλλον. Πίστευε ότι τον πλησιάζουν οι νεαρές για τη φήμη του, για να τις βοηθήσει στα πονήματά τους, ο άντρας που έκρυβε μέσα του δεν φανερωνόταν ποτέ. Έσκυψε το πρόσωπό της δίπλα στο δικό του, τράβηξε τα γυαλιά του, τα σκούπισε στη μπλούζα της, του τα φόρεσε με προσοχή. Εκείνος τραβήχτηκε προς τα πίσω. Δυο γλαροπούλια πέταξαν πάνω από τα κεφάλια τους και τράβηξαν με φόρα προς τη θάλασσα. Εκείνη σηκώθηκε όρθια και πηγαινοερχόταν μπροστά του μιλώντας γρήγορα και λαχανιαστά: «Αγαπητέ μου, δεν θα φύγεις από το νησί, μόνος σου. Θα φύγουμε μαζί και μάλιστα όταν σου πω εγώ πότε, δεν θέλω αντιρρήσεις. Είμαστε ευχαριστημένοι μαζί. Εδώ στην εξοχή». Έριχνε το κεφάλι του στ’ αριστερό του χέρι, τα δάχτυλά του χώνονταν στις βαθιές ρυτίδες του μετώπου του. Ο ποιητής σιωπούσε, ενόσω το κορίτσι ακτινογραφούσε τον κρυμμένο άντρα.

Οι αιώνιοι Μάηδες έρχονταν κι έφευγαν και ‘κείνοι μαζί σ’ ένα άκλειστο ραντεβού, κοντά στη ποταμιά. Το κορίτσι αζευγάρωτο, παραδομένο στο κρυμμένο, στο ανείπωτο του άντρα και ‘κείνος σιωπηλός πιστός σ’ ένα λόγο τιμής μιας κοινωνικής σύμβασης που επικύρωσε με την υπογραφή του.

Μια ακόμα χαραυγή έχανε το χρώμα της, ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Άνοιξε την εφημερίδα την τέντωσε στα δυο της χέρια. Διάβασε τα μεγάλα γράμματα στην πρώτη σελίδα: Πέθανε χτες ο ποιητής που έγραψε χρυσή σελίδα στην ιστορία των γραμμάτων.

(23.11.2015)

 

 

* Η Ευγενία (Τζένη) Μακαριάδη παρακολούθησε σεμινάρια λογοτεχνίας με τους συγγραφείς Βαγγέλη Ραπτόπουλου (ΕΚΕΒΙ), Αμάντα Μιχαλοπούλου και Μισελ Φάις. Το βιβλίο της με τίτλο «Μύριαμ και Χάννα», βραβεύτηκε από την Π.Ε.Λ. και έχει εκδοθεί από τον Οίκο Λιβάνη. Έχουν δημοσιευτεί διηγήματά της σε λογοτεχνικές σελίδες περιοδικών, τοπικών εφημερίδων, καθώς και στις ιστοσελίδες: planodion –ιστορίες μπονζάι, fractalart.gr, , fractalart.gr(2) και vivliolatria.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top