Fractal

Διήγημα Fractal: “Tυφλόμυγα”

 της Τζίνας Ψάρρη //

 

tzina

 

Ένα σμάρι σύννεφα απ’ το νότο, δίνει στη θάλασσα το χρώμα του μελανιού και προμηνύει το τέλος του καλοκαιριού. Μια δειλή ηλιαχτίδα ξεπηδάει απ’ το σύννεφο, παρασύροντας λίγα μόρια σκόνης να χορέψουν μπροστά στα μάτια μου. Οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες, μα ο αέρας που μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο τις φουσκώνει σαν κάποιος να κρύβεται από πίσω. Ο ήλιος έχει ξεθωριάσει τα ζωηρόχρωμα σχέδιά τους, τις αγαπώ όμως, σαν παλιούς φίλους τις αγαπώ και δεν πρόκειται να τις αλλάξω. Θολές σκέψεις, ξεθωριασμένες σχέσεις, σαν παλιές φωτογραφίες. Η νοσταλγία με οδηγεί σε ξεκαθάρισμα. Πιάνω τα σκονισμένα κουτιά και τα στοιχίζω μπροστά μου. Έμεινα έτσι, να ξεδιαλέγω φωτογραφίες, για ώρες.

Κανονικά, όσες απαθανατίζουν επίσημες περιστάσεις δεν μου αρέσουν καθόλου. Δείχνουν με απόλυτη πιστότητα ένα γεγονός, στην πραγματικότητα όμως, δεν περιέχουν καμιά ένδειξη για το τι σκέφτονται οι άνθρωποι που απεικονίζονται σ’ αυτές στητοί και άκαμπτοι. Πάντα έβρισκα δυο εκδοχές στις φωτογραφίες, την επίσημη και την αυθεντική. Σαν αυτή που κρατάω τώρα στα χέρια μου: στο προαύλιο μιας εκκλησίας, στο γάμο ενός φίλου του Άγη, του αγαπημένου μου πέντε χρόνια και μιαν αιωνιότητα πριν. Δείχνουμε και οι δυο ήρεμοι κι ευτυχισμένοι. Το γεγονός ότι εκείνη η φωτογραφία είχε τραβηχτεί λίγες μόνο ώρες μετά τον πρώτο σοβαρό καυγά μας, δεν φαίνεται πουθενά. Άγος ο Άγης αποδείχτηκε, σε πλήρη ανυπαρξία αποτύπωσης.

Αφήνω το κουτί στην άκρη, αυτά τα θραύσματα παρελθόντος δεν τα χρειάζομαι τώρα, και πιάνω το διπλανό, που, δυστυχώς, στράφηκε και αυτό εναντίον μου. Έσκασαν μπροστά στα μάτια μου με απίστευτη σκληρότητα τα καλοκαιρινά βράδια στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων. Σαν να μου φαίνεται πως ακόμα και τώρα μυρίζω το γιασεμί. Γιατί η νοσταλγία μου έχει γεύση τόσο πικρή; Έμεινα σαν χαμένη να κοιτάζω μια φωτογραφία, τόσο ζωντανή στη μνήμη μου, λες και τα ξαναζούσα όλα από την αρχή.

Μετά την κάψα της μέρας, το αεράκι δρόσιζε τις αυλές. Η δικιά μας ήταν η μεγαλύτερη, πνιγμένη στους βασιλικούς και τις βοκαμβίλιες. Η μισή γειτονιά μαζευόταν εδώ κάθε σούρουπο, να πιεί την περιβόητη βυσσινάδα της μαμάς.

Περνούσαν τις ώρες τους κουβεντιάζοντας, συζητήσεις αινιγματικές και τολμηρές για τα αθώα αυτιά μας. Ο μικρότερος αδελφός μου κι εγώ, παρακούγοντας την γονεϊκή απαγόρευση, κρυφοκοιτούσαμε πίσω απ’ τα μισόκλειστα πατζούρια. Τα γέλια τους διέσχιζαν το μισοσκόταδο κι έσκαγαν στα πόδια μας σαν κύματα σε ακρογιαλιά. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε, δίναμε δικές μας ερμηνείες, τσακωνόμασταν ψιθυριστά ποιός έχει το δίκιο. Όταν καταφέρναμε να κλέψουμε και κανένα τσιγάρο από όποιο πακέτο πετυχαίναμε αφύλαχτο, νιώθαμε τύχη βουνό. Ψηλώναμε πέντε πόντους νομίζαμε, βγαίναμε στα μουλωχτά στην πίσω αυλίτσα της κουζίνας και το καπνίζαμε μισό-μισό. Πνιγόμασταν απ’ τον καπνό, βήχαμε, κλείναμε ο ένας το στόμα του άλλου, να μην ακουστούμε, σκασμένοι στα γέλια.

Ένα τέτοιο βράδυ, ο μπαμπάς μάς φωτογράφισε στη μεγάλη αυλή. Με άσπρα κοντομάνικα και οι δυο, να φανερωνόμαστε πίσω από το γιασεμί, ο αδελφός μου από τη μία μεριά, εγώ από την άλλη. Χρωματιστά σορτσάκια, ίδιο στήσιμο, ίδια η δροσερή αύρα που ανακάτευε τα μαλλιά μας. Τώρα, όλα αυτά μοιάζουν με ταινία που είδα παλιά και με τον καιρό ξεθώριασε χαμένη σε λήθη τρυφερή. Μνήμες, φωνές κι εικόνες, έρχονται καμιά φορά απρόσκλητες. Κι αρχίζεις να ξετυλίγεις το κουβάρι της ζωής σου χωρίς να το καταλάβεις. Μια τόση δα αφορμή χρειάζεται για ν’ αρχίσεις σαν άλλος Πυθαγόρας ν’ αναρωτιέσαι: “Τι δε μοι δέον, ουκ ετελέσθη”.

Κλείνω τα μάτια, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω και προσπαθώ να αφεθώ στη σαγήνη της φθινοπωρινής νύχτας. Το συμπαγές σκοτάδι φαντάζει κάπως σαν κίβδηλο. Πρέπει ν’ αλλάξω προσδοκίες, όσες έχω στηρίζονται μόνο στη συνήθεια. Ο αδελφός μου δεν μένει πια εδώ. Πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα κι ένα ημισφαίριο μακριά η ζωή του. Στενές επαφές εξ αποστάσεως, αγάπη περιφρουρούμενη στενά απ’ την τεχνολογία. Πολλές μου φαίνονται οι θλιβερές αγάπες που σφραγίστηκαν σε κουτάκι ψευτοζωηρής απάθειας, χωρίς κίνητρο, χωρίς ειλικρινές άγγιγμα, χωρίς βλέμμα που μιλάει με σιωπή εκκωφαντική.

Παίζαμε τυφλόμυγα ως παιδιά. Δεμένα τα μάτια με μαντίλι κι εμείς να ψάχνουμε ψηλαφητά, αγνοώντας, μη βλέποντας. Τώρα κατάλαβα πως τόσα χρόνια κανείς δεν βρέθηκε να μου τραβήξει το μαντίλι από τα μάτια, ούτε καν εγώ. Πίσω απ’ τις κουρτίνες κρύβονται τελικά όσες αναμνήσεις αγάπησα. Κι όσες δεν θέλησα ποτέ να έχω. Εκείνο το παλιό “παίρνω αμπάριζα και βγαίνω” ποιός πρώτος θα το πει;

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top