Fractal

Διήγημα: “Των θνητών η Αθανασία”

Της Μαρίας Αμέντα // *

 

 

f17

 

 

Η νεκροφόρα ανεβαίνει τη Σταδίου και στρίβει στη Σοφοκλέους, βγαίνει στην Αθηνάς, κατευθύνεται στην Ομόνοια, ξαναστρίβει στη Σταδίου, βρίσκει την Αιόλου, παίρνει την Πανεπιστημίου που βγάζει στην Αγίου Κωνσταντίνου, από ‘κει στρίβει στη Σωκράτους, συναντά την Ευριπίδου, σταματάει στα φανάρια πριν ξαναστρίψει στην Αθηνάς, διασχίζει τη Λυκούργου, φτάνει πάλι στην Αιόλου, ξαναστρίβει στη Σοφοκλέους, περιμένει ξανά στα φανάρια που βγάζουν στην Αθηνάς, ταλαντεύεται αριστερά – δεξιά και καταλήγει σε μια θέση πάρκινγκ απέναντι από το Δημαρχείο της Αθήνας. Είναι παράξενο αλλά και ο φιλοξενούμενος που αναπαύεται τώρα φαρδύς πλατύς μέσα στο όχημα, αγανάκτησε να βρει μια θέση, λόγω της αυξημένης ζήτησης, αναμένοντας με στωικότητα τους σκοτεινούς λαβύρινθους της γραφειοκρατίας να του εξασφαλίσουν μέσα από ατελεύτητες και παρ’ ολίγον ατελέσφορες διαδικασίες μια τελευταία κατοικία.

Μεσημέρι Τσικνοπέμπτης και η Αθηνάς πολυσύχναστη και θορυβώδης όπως όλοι οι δρόμοι που περιβάλλουν στοργικά την πλατεία Ομονοίας. Μια νεκροφόρα παρκαρισμένη ακριβώς απέναντι από την είσοδο του δημαρχείου. Ο οδηγός λείπει για ώρα. Φαίνεται σα να απωλέσθη, μολονότι απολεσθείς πραγματικά είναι ο επιβάτης του οχήματος. Η θέα μιας ολόμαυρης νεκροφόρας καλογυαλισμένης, λες και δεν έφτανε το ανατριχιαστικό επίμηκες σχήμα της, μετά του ενός και μοναδικού επιβαίνοντος σε ύπτια πάντα θέση, από τις λίγες εκείνες που κανείς μας δεν θα φθονούσε την πολυτέλεια του «πριβέ» και «ρεζερβέ», προκαλεί ρίγη μεταφυσικής ανησυχίας και εγείρει υπαρξιακά ερωτήματα του τύπου «τι είμαστε;», μαζί με την απάντηση «τίποτα δεν είμαστε», «σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε» και «τι σου είναι ο άνθρωπος» κλπ., συχνά συνοδευόμενα από το διακριτικό φτύσιμο στον κόρφο των διερχόμενων πεζών. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δικυκλιστές και οι επιβαίνοντες σε ΙΧ προσπερνούν λοξοκοιτώντας μάλλον αδιάφορα, είτε γιατί πράγματι δεν αποτελεί ασυνήθιστο φαινόμενο μια παρκαρισμένη νεκροφόρα, είτε γιατί δεν τους αφορά το θέαμα, ή γιατί τρέμουν ότι οδηγώντας στους δρόμους της Αθήνας τους αφορά πολύ.

Η ουσία είναι ότι το μεγαλοπρεπές κατά τα άλλα όχημα που έχει αράξει μεσημεριάτικα σαν να μη συμβαίνει τίποτα σε ένα πολυσύχναστο δρόμο του κέντρου, έχει διαταράξει τη φυσική ροή των πραγμάτων και έχει προκαλέσει μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα στους περαστικούς που υπό μορφή τηλεκατευθυνόμενων τρέχουν να προλάβουν τις τράπεζες, τρέχουν να προλάβουν τις δημόσιες υπηρεσίες, τρέχουν να προλάβουν τα ραντεβού τους, τρέχουν να προλάβουν τις εκπτώσεις, τρέχουν να προλάβουν το βραδινό τσιμπούσι λόγω της ημέρας, και γενικά τρέχουν να προλάβουν σαν να μην υπάρχει αύριο, ή λες και θα ζήσουν αιώνια.

Και μέσα σε όλα αυτά ο οδηγός να παραμένει άφαντος. Να πήγε κι αυτός να προλάβει το ληξιαρχείο για τις τελευταίες διατυπώσεις που αφορούν τον εκλιπόντα, να πήγε στην τράπεζα να ελέγξει αν κατέθεσαν στο λογαριασμό τα συμφωνημένα βάσει του τιμοκαταλόγου οι συγγενείς, να σταμάτησε λίγο να πληρώσει τη ΕΥΔΑΠ, γιατί πότε θα ξανατύχει να βρει θέση πάρκινγκ στην Αθηνάς, ή μήπως τον πήρε η μυρωδιά από τα παϊδάκια που ψήνονταν λόγω της ημέρας στη Βαρβάκειο καθώς έστριβε στα φανάρια; Και σίγουρα δεν θα παρεξηγιόταν ο επιβαίνων αν πεταγόταν για λίγο να δει κάτι παλιόφιλους που είχε εκεί, να τσουγκρίσει ένα ποτηράκι και να τσιμπήσει κάτι τις, παρά να αφήσει την επιθυμία να του τρώει σαν το σκόρο τα σωθικά.

Το ζήτημα είναι ότι πως, κύριε, αφήνεις ένα τέτοιο όχημα με φουλ όλα του τα αξεσουάρ παρκαρισμένο τόση ώρα όση χρειάζεται για να αναστατώσει έναν ολόκληρο πληθυσμό, πολύ περισσότερο από ο,τι αν στη θέση του ήταν αραγμένο γερμανικό τεθωρακισμένο; Μερικά ερωτήματα θα παραμένουν αιωνίως αναπάντητα, όπως και η αναισθησία ορισμένων ανεξήγητη. Ή μήπως όχι; Μήπως οι φέροντες εις πέρας το μακάβριο αυτό καθήκον της προετοιμασίας και μεταφοράς του αποδημήσαντος, πέραν της επίκτητης αναισθησίας που επιφέρει η επανάληψη του πράγματος, έχουν φιλοσοφήσει με απλοϊκούς όρους το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης, ώστε θα ήταν ανένδοτοι στο να μην ενδώσουν και στην πιο μικρή επίγεια απόλαυση, όπως, ας πούμε, να ξεκοκαλίσεις ανελέητα κανένα παϊδάκι εν ώρα εργασίας; Αλλά και το να μεταλάβεις λίγο από το χύμα αρετσίνωτο, ως αναπόσπαστο μέρος της τελετουργίας, δεν είναι μόνο επιβεβλημένο μα πιθανόν και θεάρεστο. Ασφαλώς αυτό δεν θα αποτελούσε κανένα σοβαρό παράπτωμα για οποιοδήποτε από τα άλλα επαγγέλματα και για όλες τις κατηγορίες των επαγγελματιών, εκτός φαντάζομαι από τους κλάδους και τα παρακλάδια των ιερωμένων μεσούσης της Σαρακοστής. Τι γίνεται όμως αν εν ώρα καθήκοντος έχεις αφήσει να σε περιμένει κάποιος που κανένα ενδιαφέρον δεν έχει πια για το στήσιμο στις ουρές του ληξιαρχείου, που δεν τον κινητοποιεί καθόλου το ξεπούλημα 50% σε επώνυμα ρούχα, που καρφί δεν του καίγεται αν αυτή τη στιγμή η συμβία του απειλεί να φτάσει το ανώτατο πιστωτικό όριο σε πολυκατάστημα της περιοχής, που θα παρέμενε το ίδιο απαθής μπροστά στη λήξη της προθεσμίας πληρωμής της δόσης για το στεγαστικό δάνειο, της δόσης μετά από ρύθμιση του λογαριασμού της ΔΕΗ, της δόσης για τον ΕΝΦΙΑ, της δόσης για τον ΟΑΕΕ, της δόσης στο φαρμακείο της γειτονιάς που του προμήθευε με τη σέσουλα τα ηρεμιστικά, και δεν τον ξεκουνάει εν τέλει από τη μακαριότητα του ούτε η ύψιστη και αλησμόνητη εκείνη απόλαυση και μόνο της μυρωδιάς, ανώτερης από θυμίαμα, των ροδοψημένων παϊδακίων, ικανής να αναστατώσει το είναι σου και στον άλλο κόσμο που θα πας.

Τον δυστυχή ή ευτυχή, εξαρτάται από ποια πλευρά το εξετάζει κανείς, δεν τον αφορά τίποτα από όλα αυτά. Και έτσι ενώ φαίνεται να περιμένει, στην πραγματικότητα δεν περιμένει. Αλλά εάν περιμένει, αν ισχύει δηλαδή εκείνο που λένε ότι η ψυχή διατηρεί ακόμη κάποια συνείδηση και μετά θάνατον, ο μοναδικός αναβάτης του περιωπής οχήματος, θα πρέπει να αντικρίζει με σκωπτική διάθεση τους περαστικούς που τρέχουν αλλοπαρμένοι από τις ανώφελες έγνοιες τους, καθημαγμένοι από όλα τα ανεξόφλητα της ζωής τους και προσπερνούν με έναν ελαφρό κλυδωνισμό της ύπαρξής τους στη θέα που απευκταίου. Και αν κάτι θα τον ενοχλούσε τώρα περισσότερο, είναι που δεν μπορεί πια να φασκελώσει εκείνον τον ασυνείδητο που τρέχει λες και βρίσκεται σε «highway street» στην Καλιφόρνια, με τα ηχεία στη διαπασών, και λίγο έλειψε να τους πάρει όλους παραμάζωμα και να πέσουν πάνω στη νεκροφόρα, που κι αν γλιτώσουν από δυστύχημα, κινδυνεύουν από ανακοπή σε ένα τυχαίο εναγκαλισμό μαζί του.

Αυτό που θα τον πονούσε τώρα πιο πολύ, δεν είναι η μεζονέτα που δεν κατάφερε να χτίσει στα προάστια των Αθηνών, ούτε η θέση του προϊσταμένου που του την «έφαγε» συνάδελφος με βύσμα ολκής – αυτά είναι τόσο συνηθισμένα εδώ όσο και τα «πειραγμένα» πόθεν έσχες των βουλευτών-, ούτε οι φίλοι που τον πρόδωσαν μα να είναι καλά, ούτε η αχάριστη η πρώτη του γυναίκα που βαρέθηκε να ζει μεροδούλι-μεροφάι, την πλάνεψαν ακρογιαλιές δειλινά στη Χαβάη και βρήκε έναν αμερικανό συνταξιούχο και μαδάει. Ούτε η αφιλότιμη η Αθανασία που τα φιλιά της ήταν κάλπικα και έφυγε μέσα στ’ απόβραδο με ένα μηχανόβιο. Και κατέληξε εκείνος, ο μερακλής ο άνθρωπος, να ξαναπαντρευτεί με προξενιό και να ξοδέψει αργότερα μια περιουσία στα ινστιτούτα καλλονής για να μην πάρει η συμβία του τις διαστάσεις της μεζονέτας. Δεν θα χολόσκαγε πια για τα όνειρα τα τρελά τα απατηλά της νιότης και τις προσδοκίες που μαράθηκαν σαν της μιας δραχμής τα γιασεμιά. Ούτε θα διαμαρτυρόταν ξανά για την κοινωνική αδικία και ατιμία, γιατί αυτός ο κόσμος είτε γυάλινος είναι, είτε τσίγκινος, δεν θα αλλάξει ποτέ. Αν μένει κάτι, όταν οι κοινωνίες πέφτουνε, πράγματι είναι η αγάπη. Το γέλιο του παιδιού, το χέρι του συντρόφου, το βλέμμα του σκυλιού που σε περιμένει να γυρίσεις. Και ναι, όπως αποδείχθηκε λίαν προσφάτως, όλα είναι ατμός. Όμως, και τι δεν θα ‘δινε τώρα να τρύπωνε λίγο παρακάτω, για ακόμη ένα κοκκινέλι, στο στέκι με τους φίλους του πριν κοπούν και οι ελάχιστες διασκεδάσεις ελλείψει χρημάτων, στη Στοά των Αθανάτων. Πόση ματαιοδοξία κρύβει η ονομασία, όταν πολλοί στιχουργοί και συνθέτες των τραγουδιών είχαν προ πολλού γίνει σύννεφο. Και οι μάγκες της παρέας του δεν υπήρχαν πια, έφυγαν νωρίς και όχι από τρένο. Που να ‘ξερε τότε, όταν γλεντοκοπούσαν μέχρι πρωίας και ξελαρυγγιάζονταν από το μεθύσι να τραγουδούν «Μια είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία» -εκείνος βέβαια είχε ακόμη έρωτα αγιάτρευτο και καημό μεγάλο για την Αθανασία και αυτήν εννοούσε-, πόσο σοφός είναι ο λαϊκός στιχουργός. Ποιος θα το πίστευε, όταν σιγοντάριζε με όλο του το είναι στο «άιντε να αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος, να τη βγάλουμε και φέτος», ότι θα ‘ρχόταν η ώρα να απολογηθεί στον άγιο γιατί συνωμοτούσε εις βάρος του. Και αλίμονο σ’ αυτούς που πίστεψαν ότι χρειάζεται να ξεφουντωθεί κανένας άγιος για να αποφύγουν να δουν ιδίοις όμμασι αν υπάρχουν άγγελοι ή όχι.

Τις στιγμές που περνούν και χάνονται, τις μικρές χαρές, αυτές θα ποθούσε να ξαναγευτεί. Κι αν το καλοσκεφτόταν, δηλαδή, για εκεί πήγαινε τώρα, να συναντήσει τους φίλους του στην πραγματική στοά των αθανάτων.

Από την κεντρική της Βαρβακείου, να σου πετιέται κι ο οδηγός. Βαδίζει και παραντουράει. Είναι προφανές πως δεν περίμενε σε καμιά ουρά, βγήκε στουπί απ’ τη στοά. Πλησιάζει το όχημα κι απ’ τη σούρα του ψάχνει την κλειδαριά Με τα πολλά ανοίγει, σωριάζεται στο κάθισμα και βάζει τη μηχανή μπροστά. Η νεκροφόρα παίρνει φόρα κατηφόρα.

 

 

 

* Η Αμέντα Μαρία σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και δημοσιογραφία σε εργαστήρι ελευθέρων σπουδών. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε Γραφείο Τύπου. Δραστηριοποιήθηκε πολλά χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο συμμετέχοντας στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Οργανισμού δήμου Καλλιθέας και Ρέντη. Κείμενα της πολιτιστικού περιεχομένου έχουν δημοσιευθεί σε εκπαιδευτική εφημερίδα. Ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων, χρονογραφημάτων και ποίησης.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top