Fractal

“Με τον ιδρώτα του προσώπου σου…”

Από την  “Γυμνή βασίλισσα”  του  Κωνσταντίνου Τσουκαλά

 

tsoukalas-vivlio-630

 

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η γυμνή βασίλισσα» Έργα και ημέρες του οικονομικού λόγου, εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 368

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΑ ΠΑΙΓΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ

(PRELUDIO E FUGA)

 

Με τον ιδρώτα του προσώπου σου…

Η οικονομία μπορεί να εξηγεί «τα πάντα»; Το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό. Δεν φαίνεται όμως να μας ξενίζει: Ακόμα κι αν δεν υπάρχει απάντηση, είναι γεγονός ότι όλοι προσλαμβάνουμε την ζωή μας σε άμεση συνάρτηση με το «οικονομικό “γίγνεσθαι”»: Δρούμε ως «οικονομικοί άνθρωποι», ομιλούμε ως αυτοσχέδιοι, έστω, «οικονομολόγοι» και αναμετριόμαστε με τον κόσμο μετρώντας τα πράγματα και μαζί με αυτά και τους εαυτούς μας. Η οικονομία δείχνει λοιπόν να «είναι» η «αρχή» που τα πάντα διέπει και το «τέλος» που τα πάντα διακινεί.1 Ελάχιστοι όμως αναρωτιούνται για ποιο λόγο οι οικονομικές δυνάμεις «πρέπει» να επικαθορίζουν τη ζωή μας. Και ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που θυμούνται ότι η ιδέα ότι η «οικονομία» συνιστά την αναγκαία, η ίσως και την επαρκή causa prima2 της κίνησης του κόσμου δεν παγιώθηκε πριν από τη νεότερη εποχή. Όπως όλες οι ιδέες, είναι και αυτή προϊόν της Ιστορίας.

Όμως, ο κατά κυριολεξία οικονομικός λόγος δεν κυριάρχησε επειδή οι άνθρωποι δεν μπορεί να ζουν αλλιώς παρά μέσα από την ανάλωση, τον μετασχηματισμό και την οικειοποίηση των προϊόντων του φυσικού τους περιβάλλοντος, ούτε επειδή, όπως όλα τα έμβια όντα, ο άνθρωπος πρέπει πριν από όλα να επιβιώσει. Σύμφωνα με την ιερή παράδοση, η εξάρτηση των θνητών από τον «ιδρώτα του προσώπου τους» ακολούθησε την αποβολή των Πρωτοπλάστων από τη μυθική «προεργασιακή», «προοικονομική», «προκοινωνική» και «προπολιτισμική» Εδέμ. Ήδη από την αρχή, λοιπόν, η οικονομία φαίνεται να γεννήθηκε ως κατάρα. Ο αναγκαστικός προσανατολισμός των ανθρώπων στην εξασφάλιση του επιούσιου δεν εμφανίστηκε σαν φυσική συνθήκη της ύπαρξής τους αλλά σαν τιμωρία για την προπατο­ρι­κή τους ασέβεια. Τουλάχιστον, λοιπόν, στο επίπεδο των αρχέ­γο­νων συλλογικών φαντασιώσεων, η εξέλιξη των ανθρώπινων πραγμάτων θα μπορούσε να είναι «άλλη».

Στις μέρες μας βέβαια, το ζήτημα τίθεται με εντελώς διαφορετικούς όρους. Πράγματι, η έλευση της νεωτερικότητας συνεπέφερε την αποφασιστική μετατόπιση των όρων πρόσληψης όλων των μεγάλων ερωτημάτων. Όπως το αίνιγμα του θανάτου, έτσι και το ανεξιχνίαστο αίνιγμα της ζωής πρέπει να απαντιέται στη βάση «απτών» και έλλογων νοηματικών σταθερών. Αναζητώντας τις προϋποθέσεις της επιβίωσής του, το έλλογο νεωτερικό ζώον δίπουν άπτερον δεν μπορεί να αρκείται στο να μιλά, να γελά, να κλαίει, να ελπίζει και να αναζητά τη σωτηρία του. Εκπονώντας τα δικά του σημασιακά συστήματα και σύμβολα για να αντιπαλέψει με το χρόνο, τη φθορά, τη γήρανση και το θάνατο, ο νεωτερικός άνθρωπος επιχειρεί να εκλογικεύσει τον αναγκαίο αλλά επώδυνο μόχθο. Και στο πλαίσιο αυτό, η σχέση του «ζην» και του «επιζήν» φαίνεται να αναστρέφεται. Δεν είναι πια οι θεοί που ορίζουν την ανθρώπινη συνθήκη και μαζί με αυτήν τις ανάγκες και προτεραιότητες, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι που αναζητούν το νόημά τους. Για πρώτη φορά, ο προβληματισμός γύρω από τους πρα
κτικούς όρους του «ζην» και του «επιζήν» προηγείται οποιουδήποτε προβληματισμού για το «ευ ζην».

Οι αφηρημένες αυτές διαπιστώσεις δεν επιτρέπουν όμως να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα της νοηματικής άρθρωσης ανάμεσα στην «επιβίωση» και σε όλα τα πέραν αυτής κείμενα, δηλαδή στην ίδια τη «ζωή». Και το ίδιο ισχύει ακόμα κι αν η οικονομική ανάγκη αντιμετωπίζεται με τη «στενότερη» και «αυστηρότερη» εκδοχή μιας πανταχού παρούσας ιστορικής «δύναμης» που ως γενική ερμηνευτική causa eminens του επιβιωτικού «γίγνεσθαι» εξηγεί τις μεταβολές ενός Όλου που παραμένει αδιευκρίνιστο. Ακόμα κι αν αντιπαρέλθει κανείς το πανάρχαιο φιλοσοφικό ερώτημα του «οντολογικού» ορισμού του Όλου και των «μερών» του,3 η αναζήτηση της σχέσης ανάμεσά τους προϋποθέτει ότι τόσο αυτό το Όλο, όσο και τα «μέρη» ή «υποσύνολά» του –χωρίς ή μαζί με τα τυχόν ακατάτακτα «υπόλοιπα»–,4 θα είναι πάντα δυνατόν να ορίζονται με νοηματική ακρίβεια. Είτε λοιπόν με τη ευρύτερη μορφή μιας οντολογικά δεδομένης αιτιότητας είτε με τη στενότερη μορφή μιας προνομιακής ερμηνευτικής μήτρας, η προσέγγιση της οικονομίας ως ιδιαίτερης «σφαίρας» προϋποθέτει μια ήδη δεδ
ομένη οριοθέτησιμότητα επιμέρους κοινωνικών «υποσυστημάτων». Το ερώτημα αν το βόδι είναι «πραγματικά» εκείνο που σέρνει το άροτρο ή το άροτρο εκείνο που ωθεί το βόδι δεν μπορεί να τεθεί ή κατά μείζονα λόγο να απαντηθεί, αν δεν έχουμε ήδη ορίσει τι «είναι» το άροτρο και το βόδι, αν δηλαδή η διαφορική «φύση» τους δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Μόνο υπ’ αυτή την προϋπόθεση είναι δυνατόν να αποφανθούμε ότι ένα «εκ φύσεως» ενεργό βόδι δεν μπορεί παρά να έλκει και ένα «εκ φύσεως» ανενεργό άροτρο δεν μπορεί παρά να έλκεται.

Ακόμα και σήμερα λοιπόν, οι όροι με τους οποίους νοείται η «πρωτογενής σημασία» του οικονομικού «υποσυστήματος» παραμένουν μετέωροι. Είτε προβάλλεται με τη μορφή μιας απλής ρητορικής «μεταφοράς», είτε διατυπώνεται ως εσκεμμένη ή μη ταυτολογία, είτε παραπέμπει σε διιστορικές φυσικές, μεταφυσικές –ή ίσως και θεολογικές– θεμελιώσεις, η αναγωγή της ύπαρξης ή της εξέλιξης του Όλου σε ένα και μόνο «πρώτο αίτιο» ή σε μια και μόνο ερμηνευτική θεμελίωση καταλήγει να εγκλωβίζεται στην αφετηριακή αμφισημία της. Η έμμονη πρακτική ενασχόληση με τέτοια ζητήματα θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί σαν άσκοπη άσκηση επί μιας κινούμενης αμμοδόχου. Πολύ περισσότερο που στις μέρες μας η πρωτοκαθεδρία της «ανάγκης» και της «χυδαίας ύλης» πάνω στο «αιθέριο πνεύμα» δεν χρειάζεται να επικαλείται θεωρητικούς ή οντολογικούς τίτλους. Αρκείται απλώς στο να διατρανώνει το αυτονόητο εκφέροντας τους πανταχού παρόντες πρακτικούς της χρησμούς και επιβάλλοντας τις πάνδημες εργαλειακές της προσδοκίες.

Οπισθόφυλλο: Είναι δυνατόν να υπάρξει ένας “μη οικονομιστικός” κόσμος; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται στη “Γυμνή βασίλισσα”, όπου αναλύεται μια εποχή, κατά την οποία το σύστημα δεν φαίνεται να είναι δυνατόν να συνεχίσει να λειτουργεί όπως το γνωρίζαμε. Και αυτό ακριβώς εξηγεί και τις ιδιαιτερότητες της προσέγγισης. Το βιβλίο έχει ως αντικείμενο τον οικονομικό λόγο, αλλά δεν είναι κατά κυριολεξία οικονομικό. Επικεντρώνεται σε ένα σύστημα ιδεών, κυρίαρχο σε όλο τον κόσμο, την ίδια στιγμή που οι αντικειμενικές προϋποθέσεις της αναπαραγωγής του φαίνεται να καταρρέουν. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, η πανούργα Ιστορία μάς περιμένει στη γωνία. Τις απρόβλεπτες ιδιαιτερότητες μιας τέτοιας ιστορικής συνάντησης στοχάζεται το παρόν βιβλίο.

 

Tsoukalas1-224x336* Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Φιλοσοφίας του Δικαίου και Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια Heidelberg, Μονάχου, Παρισιού και Yale. To 1974 ανακηρύσσεται Διδάκτορας Γραμμάτων και Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Παρισίων. Από το 1961 έως το 1998 ασκεί δικηγορία στην Αθήνα. Απασχολήθηκε ως ερευνητής στο Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Αθηνών (1963-1967) και στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (1968). Κατά τα έτη 1968-1985 υπήρξε καθηγητής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Παρισίων και από το 1985 και έκτοτε είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα από το 1981 έως το 1989 άσκησε καθήκοντα επιστημονικού Διευθυντή στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Το 1993 ορίζεται Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΕΚΚΕ, θέση που διατηρεί έως το 1995. Έχει επίσης διατελέσει Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Κοινωνιολόγων, Μέλος
του Ανωτάτου Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας, επισκέπτης Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Παρισίων, Princeton, Nέας Υόρκης, της Πόλεως του Μεξικού, καθώς και στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη Κορυφής του Ο.Η.Ε. για την Κοινωνική Ανάπτυξη (1994-1996) και μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού. Είναι σήμερα Πρόεδρος του Δ.Σ. του εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, μέλος του Δ.Σ. της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και μέλος του ερευνητικού συμβουλίου του Ολυμπιακού Μουσείου της Λωζάννης. Έχει στο ενεργητικό του πολλές δημοσιεύσεις και βιβλία, μεταξύ των οποίων : “Τhe Greek Tragedy”, 1968, “Eξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα”, 1976, “Κράτος και κοινωνική ανάπτυξη. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα”, 1980, “Κράτος, εργασία, κοινωνία στη μεταπολεμική Ελλάδα”, 1985, “Είδωλα Πολιτισμού. Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα στη σύγχρονη Πολιτεία”, 1991,
“Ταξίδι στο Λόγο και στην Ιστορία”, 1996, “Περιπέτειες Σημασιών. Η εξουσία ως “λαός” και ως “έθνος”, 1999, “Πόλεμος, μνήμη και τέχνη”, 2000, “Η Πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του”, 2001, “Ανα-γνώσεις”, 2002. Aπό το 2000 είναι τακτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής. Μιλά αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και έχει γνώσεις ιταλικών και ισπανικών.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top