Fractal

Το αρχέτυπο της ύπαρξης

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μιχάλης Μακρόπουλος «Τσότσηγια & ‘Ω’μ», εκδ. Κίχλη, σελ. 144

 

«Και σάμπως ο Ώ’μ να ήταν δυο άνθρωποι χωρισμένοι μέσα στη σπηλιά, ένας από σάρκα κι ένας πλασμένος από σκιά… Ήταν ο Ώ’μ, εκείνος που ‘τρωγε κι εκείνο που τρωγόταν».

Αυτό ακριβώς κάνει ο Μιχάλης Μακρόπουλος με παπαδιαμαντικό ήθος και ύφος στις δυο νουβέλες του «Τσότσηγια & ‘Ω’,μ». Επιλέγοντας την παραμυθία στην «Τότσηγια» για να αντιμετωπίσει την βία και την ερημιά μιας φοβισμένης γυναίκας από τους Αγίους Σαράντα που παντρεύεται σχεδόν με τη βία και γεννά ένα κοριτσάκι τόσο δα. Την τοσοδούλα της που κρύβει από τα βέβηλα μάτια των πάντων και περιφέρει σαν το «κοριτσάκι με τα σπίρτα» ή εκείνο το κοριτσάκι της ντοστογιεφσκικής «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» στο άγνωστο και στην παγωνιά.

Ο «Ώ’μ», η δεύτερη νουβέλα είναι βγαλμένη από τα βάθη του μύθου. Τότε που ο άνθρωπος αναζητούσε τα όριά του και κυνηγούσε σχεδόν μόνος του για τα προς το ζην στο πουθενά.

Το σπασμένο πόδι του κυνηγού ήταν η αιτία που απόμεινε πίσω όταν έφυγαν οι σύντροφοί του για τα χαμηλά. Μια βαθιά υπαρξιακή και φιλοσοφική αλληγορία όπου με τα εντελώς απαραίτητα ο πρωτόγονος άνθρωπος ανακαλύπτει τα βασικά. Την θνητότητά του: «Τους είχε κάνει ανθρώπους η γνώση του θανάτου».

Την δύναμη να ορίσει την ύπαρξή του: «Δίνοντας δύναμη στ’ όνομά του, έπαιρνε δύναμη ο ίδιος για να ζήσει. Το όνομά του ήταν αυτός, και, με το που το φώναξε, μπορούσε πια να αναμετρηθεί με την έρημη σπηλιά, με τον κρύο χειμώνα».

 

Μιχάλης Μακρόπουλος

 

Την Τέχνη που σώσει, ταυτόχρονα με την επιβίωση: «Όποτε έβρισκε λίγη δύναμη, ή άμα δεν άντεχε πια τούτη τη μοναξιά πριν από το θάνατο, ο ‘Ω’μ έπαιρνε ένα κάρβουνο κι έφτιαχνε στους γύρω βράχους, ανάλογα, πότε έναν κυνηγό και ζώα γύρω του που κάποια είχαν ακόντια μπηγμένα στη σάρκα τους, και πότε κείνο τον άνθρωπο στ’ όνειρό του, που είχε ανθρώπινο κορμί μα κεφάλι ελαφιού ή αίγαγρου, και σαν να ιστορούσε έτσι με τρόπο μυστικό τη ζωή του τώρα στα στερνά». Ο Ώ’μ μας μυεί στα βασικά κι αρχετυπικά. Με μια γλώσσα δωρική, αδρή και σκληρή, ποιητική, «σπλαχνική» κι αναστάσιμη, τελικά.

 

*Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top